Το
2020 το γερμανικό κράτος παρενέβη για τη διάσωση της κραταιάς
«Lufthansa» από την καπιταλιστική κρίση και την πανδημία. Ο γερμανικός
λαός πλήρωσε από την τσέπη του 9 δισ. ευρώ για να αγοράσει το κράτος το
20% του αερομεταφορέα, αποκτώντας δικαίωμα βέτο στις σημαντικές
αποφάσεις. Αυτήν την έμμεση κρατικοποίηση ακολούθησε σκληρή επίθεση
στους εργαζόμενους, με μειώσεις μισθών έως και 20% και μέτρα για το
«πλεονάζον προσωπικό», στο όνομα του «να σταθεί η εταιρεία στα πόδια
της». Το ίδιο έγινε και σε άλλα κράτη της ΕΕ. Για παράδειγμα, στη Γαλλία
τον Μάρτη του 2020 ο τότε υπουργός Οικονομικών δήλωνε: «Δεν θα διστάσω
να χρησιμοποιήσω όλα τα διαθέσιμα μέσα για την προστασία των
σημαντικότερων γαλλικών εταιρειών. Θα επιτύχουμε αυτόν τον στόχο μέσω
της ανακεφαλαιοποίησης, της απόκτησης εταιρικών μεριδίων, μπορώ να
χρησιμοποιήσω - αν αυτό είναι απαραίτητο - ακόμα και τον όρο
"κρατικοποίηση"». Το
ποιος κέρδισε και ποιος έχασε από αυτό το κύμα κρατικοποιήσεων -
κρατικών ενισχύσεων στα μεγάλα ευρωπαϊκά μονοπώλια την περίοδο της
κρίσης μπορεί εύκολα να το διαπιστώσει κανείς 4 χρόνια μετά. Είναι
αποκαλυπτική η παρακάτω είδηση: Ο πλουσιότερος άνθρωπος στη Γερμανία
ετοιμάζεται να γίνει ακόμα πιο πλούσιος, εξαιτίας των μερισμάτων που θα
εισπράξει από τη «Lufthansa» ως ένας από τους μεγαλύτερους μετόχους της,
ύψους 108 εκατ. ευρώ για το 2023 και το 2024. Στο έδαφος της
καπιταλιστικής οικονομίας, λοιπόν, οι «επανακρατικοποιήσεις» είναι μία
από τις επιλογές του αστικού κράτους για τη «διάσωση» στρατηγικής
σημασίας επιχειρήσεων, όχι για τα συμφέροντα των εργαζομένων και του
λαού, που πληρώνουν έτσι κι αλλιώς τα σπασμένα, αλλά για το «καλό» της
οικονομίας του κέρδους και των καπιταλιστών μετόχων. Αυτό επιβεβαιώνει η
διεθνής πείρα, φανερώνοντας ότι η πάλη για Μεταφορές, νερό, Υγεία,
Παιδεία (και άλλα πολλά) στην υπηρεσία των λαϊκών κοινωνικών αναγκών δεν
περνάει μέσα από «λύσεις» βγαλμένες από τα «χρονοντούλαπα» του
καπιταλισμού, αλλά από τη σύγκρουση με την καπιταλιστική οικονομία και
το κράτος που την υπερασπίζεται.