Μπήκε
το μεγαλοβδόμαδο και προχωράει έως την αυριανή ανάσταση με
υπογραμμισμένο το πράσινο χρώμα παντού, και ακάθεκτη άνοιξη
μπουμπουκιασμένη, κι ανθεστήρια, από τις ρωγμές στα πλακόστρωτα όπου
ξεπετιούνται θρασύτατα φιλαράκια, ως τα χωράφια και τους περίτεχνους
κήπους. Μα κι αυτή η άνοιξη κρατάει σταθερά αυξημένο τον αριθμό των
θυμάτων και δυστυχώς των πτωμάτων της, σε τόπους που έσφυζαν και θα
μπορούσαν πάντα να σφύζουν από ζωή. Αυτή την άνοιξη εμένα μου τη
σημάδεψε η εξηντάχρονη καθαρίστρια του τουριστικού καταλύματος που την
πλάκωσε και της έσπασε τον αυχένα το κρεβάτι που έστρωνε για να ξαπλώσει
το πρώτο κύμα των τουριστικών κορμιών. Πρώτο εσταυρωμένο θύμα της
βιομηχανίας, της βαριάς, του τουρισμού. Καθόλου θεά. Καθόλου υμνωδία,
στα εξήντα το έαρ έχει φύγει, αλλά όχι το άρωμά του από δουλειά και
μόχθο, χωρίς αλμύρα από θάλασσα. Ω γλυκύ μου δείλι, για τις εργάτριες
και τους εργάτες του θερινού μεσογειακού γολγοθά.
Θες απ'
το σπίτι μου, θες από ακούσματα κι από διαβάσματα, το μεγαλοβδόμαδο
ήταν πάντα βαθύτερος συναισθηματικός εναγκαλισμός των ανθρώπινων
βασάνων, εγκόλπωμα της μέγιστης των απωλειών, αυτού της μάνας που βλέπει
το παιδί της να βασανίζεται και να πεθαίνει, μέρες αυτογνωσίας και
ελπίδας. Και ήταν για πολύ καιρό στη ζωή μου ευτυχώς κάπως έτσι,
λιγότερο θορυβώδης περί την ασχήμια, και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και
στα χωριά και στην Αθήνα. Ομως στη βουή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
και της συνεχούς και ραγδαίας εικονολατρικής απεικόνισης της
καθημερινότητας, μέσα στην εβδομάδα των παθών προστέθηκαν άπειρες
τεχνητές ανάγκες και πάθη. Και είναι μια απ' αυτές που με εξοργίζει,
κυριολεκτικά με κολάζει, ως αποθεωτική μιας εμποροδιανοητικής
υποκρισίας.