Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Ενας ακόμη κρίκος στην εγκληματική πολιτική «απελευθέρωσης» της ηλεκτρικής ενέργειας


Νέα πεδία κερδοφορίας για τα μονοπώλια της Ενέργειας, ένταση της επίθεσης στα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα

Ενα ακόμα βήμα στην «απελευθέρωση» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας έκανε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, με την κατάθεση την Τετάρτη 18/4 του νομοσχεδίου του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για την πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ σε Φλώρινα και Μεγαλόπολη. Το νομοσχέδιο συζητιέται από την Παρασκευή στη Βουλή.
 Η διαδικασία θα «τρέξει» με ταχύτατους ρυθμούς, καθώς ο διαγωνισμός πρέπει να προκηρυχθεί μέσα στο Μάη και πριν το τέλος του χρόνου να έχουν υπογραφεί οι συμβάσεις με τους νέους επενδυτές.

Το νέο αυτό βήμα επιβάλλεται από τη στρατηγική ΕΕ - κεφαλαίου και αποτελεί συνέχεια των νόμων που ψήφισαν όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις. Η διασφάλιση όρων ανταγωνισμού στην «απελευθερωμένη» αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας απαιτεί την παραχώρηση ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη στους ανταγωνιστές της ΔΕΗ, δηλαδή απαιτεί την ιδιωτικοποίηση. Γι' αυτό «απελευθέρωση» και πώληση λιγνιτικών μονάδων πάνε πακέτο.

Παράλληλα με την «αποεπένδυση», όπως βαφτίστηκε η πώληση της λειτουργούσας μονάδας 1 του ΑΗΣ Μελίτης, της αδειοδοτημένης μονάδας Μελίτη 2 και των μονάδων 3 και 4 της Μεγαλόπολης, με τα αναγκαία ορυχεία, «τρέχει» και η υλοποίηση του σχεδιασμού για περιορισμό του λιγνίτη στην παραγωγή και τη στήριξη της κερδοφορίας μονοπωλιακών ομίλων σε άλλες μορφές (φυσικό αέριο, ΑΠΕ).


Προχωράει επίσης η απόσυρση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ και αντικατάστασή τους από νέους, υψηλής τεχνολογίας, όπως η υπό κατασκευή μονάδα «Πτολεμαΐδα 5», που απαιτούν μικρότερο αριθμό εργαζομένων για τη λειτουργία τους.
Μεγάλες απώλειες για το λαό
Οι συνέπειες από την έως τώρα πορεία της «απελευθέρωσης» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, στο πλαίσιο της οποίας και η «κρατική» ΔΕΗ ΑΕ λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, είναι αρνητικές και θα γίνουν ακόμη χειρότερες το επόμενο διάστημα.

Ηδη οι εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους ζουν στο πετσί τους τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων, τις μειώσεις σε μισθούς, την εντατικοποίηση της δουλειάς και την αύξηση των εργατικών «ατυχημάτων», τη διάλυση οικισμών όπου επεκτείνονται τα ορυχεία, χωρίς κανένα σχεδιασμό ολοκληρωμένης μετεγκατάστασης με τις απαραίτητες υποδομές, ρεύμα πανάκριβο για το λαό και φτηνό για τις μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Επιβεβαιώθηκε και με το παραπάνω όλα αυτά τα χρόνια ότι ο ενεργειακός σχεδιασμός όλων των κυβερνήσεων δεν γίνεται με κριτήριο τις εργατικές - λαϊκές ανάγκες, αλλά τα κέρδη των μονοπωλίων.

Κυβερνήσεις, αστικά κόμματα, εκλεγμένοι στην Τοπική Διοίκηση, όλοι τους στήριξαν ποικιλόμορφα την προσπάθεια να προχωρήσει ο σχεδιασμός ΕΕ - κεφαλαίου στην παραγωγή και διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας, με διάφορα προσχήματα και δικαιολογίες, επιχειρηματολογώντας υπέρ μιας «υγιούς ΔΕΗ» και μιας «δίκαιης απελευθέρωσης», που δεν θα θίγει τάχα τους εργαζόμενους της επιχείρησης και το λαό.

Σήμερα, ξιφουλκούν ξανά ενάντια στο νομοσχέδιο, όμως παράλληλα καλλιεργούν τη μοιρολατρία, την αναποτελεσματικότητα των αγώνων και σπρώχνουν το λαό να επιλέξει το μικρότερο κακό. Από κοντά, οι εκπρόσωποι του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού αντιδρούν στην ιδιωτικοποίηση, από τη σκοπιά όμως της ΔΕΗ ΑΕ, στον ανταγωνισμό της με άλλους επιχειρηματικούς ομίλους.

Με την παραπέρα ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, θα υπάρξουν νέες, πρόσθετες αυξήσεις στα τιμολόγια της ηλεκτρικής ενέργειας, απολύσεις και επιδείνωση των όρων εργασίας για τους εργαζόμενους στον κλάδο, ενώ μοναδικοί ωφελημένοι θα είναι οι επενδυτές που θα εξασφαλίσουν φτηνή ηλεκτροπαραγωγή και ακόμα μεγαλύτερα κέρδη.

Από εδώ ακριβώς προκύπτει η ανάγκη για τους εργαζόμενους, συνολικά για το λαό, να αντισταθούν στα σχέδια περαιτέρω ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ, χτυπώντας τον πυρήνα τους, την εμπορευματοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας, την πολιτική ΕΕ - άρχουσας τάξης για την απελευθέρωση, το κίνητρο του κέρδους στην παραγωγή, την καπιταλιστική ιδιοκτησία που τα παράγει, χωρίς αυταπάτες για μια τάχα φιλολαϊκή «απελευθέρωση» της Ενέργειας.

Η πορεία της ιδιωτικοποίησης
 
Περιγράφοντας την εμπειρία και τις συνέπειες από την πορεία ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ ΑΕ, ο Πέτρος Ταταρίδης, πρόεδρος του Σωματείου Εργατοτεχνιτών και Εργαζομένων στην Ενέργεια Δυτ. Μακεδονίας, αναφέρει: «Μειώθηκε σημαντικά το μόνιμο προσωπικό από 36.000 πανελλαδικά που ήταν το 1996 - 1997, σε λιγότερο από 18.000 σήμερα και στις τρεις εταιρείες (ΔΕΗ, ΑΔΜΗΕ, ΔΕΔΔΗΕ).

Επίσης το 60% του μόνιμου προσωπικού σήμερα είναι πάνω από 51 χρόνων, με αποτέλεσμα τα επόμενα χρόνια, λόγω συνταξιοδότησης, να μειωθεί ακόμη περισσότερο. Επίσης, έχουν επιβληθεί μειώσεις μισθών έως και 40%.
Το μόνιμο προσωπικό αντικαθίσταται από εργαζόμενους με ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, είτε με 8μηνες και δίμηνες συμβάσεις, που υπογράφει απευθείας η ΔΕΗ, είτε με εργολαβικούς εργαζόμενους, που είναι οι πιο κακοπληρωμένοι (500-580 ευρώ με υπερωρίες και σαββατοκυριακάτικη εργασία όταν αμείβεται) και ταλαιπωρημένοι, με χαμηλούς μισθούς, χωρίς δικαιώματα και απλήρωτοι για μήνες.

Συνολικά πάνω από το 50% των εργαζομένων στη ΔΕΗ ΑΕ στο Λιγνιτικό Κέντρο Δυτικής Μακεδονίας απασχολείται με ελαστικές εργασιακές σχέσεις. Περίπου 1.500 εργαζόμενοι είναι εργολαβικοί, 1.200 με 8μηνα και δίμηνα, ενώ το μόνιμο προσωπικό που απέμεινε είναι περίπου 2.500. Η εντατικοποίηση της εργασίας μεγαλώνει και, σε συνδυασμό με τον περιορισμό των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας, αυξάνονται τα εργατικά "ατυχήματα" - εργοδοτικά εγκλήματα.

Παράλληλα, διευρύνεται η ενεργειακή φτώχεια για τα λαϊκά νοικοκυριά, καθώς η τιμή της κιλοβατώρας εκτοξεύτηκε την τελευταία 10ετία κατά 147%, από επιβολή φόρων ρύπων και χαρατσιών για την ενίσχυση των ΑΠΕ. Υπάρχουν εργαζόμενοι που δουλεύουν στις εργολαβίες της ΔΕΗ και συμβάλλουν στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, που στα σπίτια τους δεν έχουν ρεύμα γιατί δεν μπορούν να το πληρώσουν, ενώ πάρα πολλοί έχουν προχωρήσει σε διακανονισμούς ρύθμισης των οφειλών τους.

Την ίδια ώρα, άλλοι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι βγάζουν μεγάλα κέρδη μόνο από την αγοραπωλησία του ρεύματος, μέσω των δημοπρασιών ΝΟΜΕ και σε ιδιαίτερα συμφέρουσες τιμές από τη ΔΕΗ, στο όνομα του "ανταγωνισμού". Για παράδειγμα, ενώ η μεγαβατώρα στοιχίζει 52 ευρώ με βάση τα δεδομένα που καταθέτει η ΔΕΗ, οι μεταπράτες πάροχοι το αγοράζουν μέσω των ΝΟΜΕ με 32 και 36 ευρώ και όταν έχει ανάγκη το δίκτυο και τη δίνουν στο σύστημα, την πουλάνε πολύ ακριβά».

Ριζοσπάστης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου