Τετάρτη 1 Ιουνίου 2022

Κλυδωνισμοί και μεγάλες αντιθέσεις

 

Eurokinissi

Στον απόηχο της έκτακτης Συνόδου Κορυφής της ΕΕ και της αντιπαράθεσης για την απαγόρευση των εισαγωγών πετρελαίου από τη Ρωσία, η αρθρογραφία στον αστικό Τύπο δίνει παραστατικά το υπόβαθρο των αντιθέσεων που οξύνονται, τόσο στο εσωτερικό ΕΕ όσο και με τις ΗΠΑ. Η ανησυχία τους για την τροπή που παίρνουν οι εξελίξεις, στη σκιά του ιμπεριαλιστικού πολέμου και των συνεπειών από τις κυρώσεις και τις αντικυρώσεις στην οικονομία της ΕΕ, δεν κρύβεται. Οπως δεν κρύβεται ο προβληματισμός τους ακόμα και για τη συνοχή της ΕΕ σε μια πορεία, όσο συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία και παραμένει το ενδεχόμενο να γενικευτεί.
* * *

«Η αντιμετώπιση Πούτιν και του αιματηρού επιθετικού πολέμου του στην Ουκρανία είναι το μείζον ζήτημα που διχάζει πολιτικά την Ευρώπη», διαπιστώνει, για παράδειγμα, η «Καθημερινή» και εξηγεί: «Από τη μία μεριά υπάρχει η ομάδα των χωρών (βαλτικές, Πολωνία, σκανδιναβικές) που ακολουθούν τη σκληρή γραμμή Ουάσιγκτον και Λονδίνου. Θέλουν δηλαδή την πλήρη καθολική νίκη της Ουκρανίας με την εκδίωξη και του τελευταίου Ρώσου στρατιώτη από το έδαφός της, ακόμη και από την Κριμαία. Εσχατος στόχος, η συντριβή της Ρωσίας ως υπολογίσιμης δύναμης ικανής να διεξάγει επιθετικό πόλεμο στο μέλλον. Από την άλλη μεριά υπάρχει η ομάδα κρατών (Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία κ.ά.) που θεωρεί ότι η συντριβή, η ταπείνωση μιας δύναμης με πυρηνικά όπλα, είναι ανέφικτος και εξόχως επικίνδυνος στόχος. Μπορεί να οδηγήσει σε ολέθριες εξελίξεις. Οθεν η ανάγκη συζήτησης διπλωματικής λύσης, με πρώτο βήμα την επίτευξη εκεχειρίας και το άνοιγμα διαπραγματεύσεων, τα επιμέρους ζητήματα της οποίας, όπως το μελλοντικό καθεστώς της Ουκρανίας και κυρίως το πλέον ακανθώδες, το εδαφικό, θα τα χειριστούν αποκλειστικά το Κίεβο και ο πρόεδρος Ζελένσκι. Η ομάδα των χωρών αυτών, κυρίως η Γαλλία, στοχεύει στο σύντομο τερματισμό του πολέμου, γιατί στο βάθος του μυαλού της εκτιμά επίσης ότι ο πόλεμος αυτός, με τις γεωπολιτικές και πολλαπλές άλλες συνέπειες που παράγει, εμπεριέχει - εάν συνεχιστεί - τη δυνατότητα να διαλύσει την Ευρωπαϊκή Ενωση».

* * *

«Αν η αργή αλλά σταθερή καθημερινή προέλαση των ρωσικών δυνάμεων στην Ανατολική Ουκρανία συνεχιστεί και δεν αναχαιτιστεί από την προώθηση προηγμένων οπλικών συστημάτων από τη Δύση, είναι σαφές ότι το εδαφικό κόστος για το Κίεβο θα αυξάνεται καθημερινά», συμπληρώνει στο ίδιο πνεύμα άρθρο στην «Εφημερίδα των Συντακτών» και συνεχίζει: «Μακρόν, Σολτς και Ντράγκι γνωρίζουν πολύ καλά ότι αν τους επόμενους μήνες δεν διαμορφωθεί σκηνικό για αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης, τότε ο χειμώνας του 2022 - 2023 θα είναι ο δυσκολότερος που γνώρισε η Γηραιά Ηπειρος μετά το 1945. Το ερώτημα είναι άλλο και πιο συγκεκριμένα, ποια εξέλιξη φοβούνται περισσότερο οι τρεις μεγάλοι της ΕΕ: Τις απρόβλεπτες παρενέργειες των κυρώσεων που έχουν επιβάλει οι 27 στη Ρωσία; `Η τις εξίσου απρόβλεπτες παρενέργειες μιας ανοιχτής αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ, μια εξέλιξη που θα θέσει σε κοινή δοκιμασία τη συνοχή και την αποτρεπτική αξιοπιστία της ατλαντικής συμμαχίας;».

* * *

Πού εδράζονται όμως όλοι αυτοί οι προβληματισμοί από τα αστικά επιτελεία; Μια απάντηση δίνει η ανάλυση ενός οικονομολόγου της Berenberg Bank, που δημοσιεύει η «Οικονομική Καθημερινή», για τις προβλέψεις σχετικά με την οικονομία της ΕΕ: «Η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει πράγματι ασυνήθιστους κινδύνους. Αναμένουμε η ανάπτυξη των ΗΠΑ να επιβραδυνθεί σε πολύ χαμηλότερη τάση στις αρχές του 2023 με 40% πιθανότητες μιας αβαθούς ύφεσης. Βραχυπρόθεσμα συμμεριζόμαστε την ευρέως διαδεδομένη άποψη των Αμερικανών επενδυτών ότι η ευρωπαϊκή οικονομία είναι σε χειρότερη κατάσταση από εκείνη των ΗΠΑ. Αυτή τη στιγμή η Ευρώπη φαίνεται να βρίσκεται σε στασιμοπληθωρισμό έναντι της συνεχιζόμενης, αν και συγκρατημένης ανάπτυξης των ΗΠΑ. Μία μείωση του ΑΕΠ του δευτέρου τριμήνου στην Ευρώπη φαίνεται πιθανή αν όχι και τόσο προς το παρόν. Η Ευρώπη είναι περισσότερο εκτεθειμένη στους τωρινούς διπλούς κραδασμούς σε επίπεδο προσφοράς που προξενούν ο πόλεμος του Πούτιν και τα lockdown στην Κίνα».

* * *

Μέσα από αυτό το πρίσμα πρέπει να δει κανείς και την αντιπαράθεση στο εσωτερικό της ΕΕ για τις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, για τις οποίες ένας οικονομικός αναλυτής του «Ρόιτερς» σημειώνει: «Οι πολιτικοί παράγοντες θεωρούν συχνά τέτοια μέτρα (σ.σ. κυρώσεις) ως ένα σχετικά γρήγορο και ανώδυνο τρόπο για τα νομοταγή έθνη να τιμωρούν τους παραβάτες. Η Ιστορία δείχνει ότι η αποτελεσματικότητά τους είναι αμφίβολη και μερικές φορές μπορεί να λειτουργήσουν ως μπούμερανγκ. Επιπλέον, αν υπάρχει μία χώρα που έχει αποδείξει ότι μπορεί να αντέξει τις κληρώσεις αυτή είναι η Ρωσία. Σήμερα η Ρωσία είναι ο διεθνής παρίας. Σε αντίθεση με την Ιταλία οι άφθονοι φυσικοί πόροι την καθιστούν εξαιρετικά ανθεκτική στην εξωτερική οικονομική πίεση. Πάντως η διεθνής αντίθεση στον Πούτιν δεν είναι ομόφωνη. Σύμφωνα με τον ειδικό διεθνούς εμπορίου Σάιμον Ιβνέτ, για κάθε χώρα που επιβάλλει κυρώσεις στη Ρωσία υπάρχουν τρεις που απέχουν, όπως οι Κίνα και Ινδία. Περίπου οι μισές εξαγωγές της Ρωσίας διοχετεύονται σε αυτές. Επιπλέον η Ευρώπη παραμένει εξαρτημένη από τη ρωσική Ενέργεια, ενώ ο Σάιμον Ιβνέτ υπολογίζει, τέλος, ότι μία απαγόρευση των συναφών εισαγωγών θα μείωνε μόνιμα το ΑΕΠ της Ρωσίας κατά μόλις 1%».

* * *

Το κερασάκι στην τούρτα των συνεπειών από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τις κυρώσεις βάζει η σταδιακή απόσυρση των μέτρων επεκτατικής δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής που εφάρμοσε η ΕΕ την περασμένη διετία, προκειμένου σ' αυτήν τη νέα φάση να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός. Αυτό όμως που παρουσιάζεται ως φάρμακο για τη μια «πάθηση» στη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας, είναι «φαρμάκι» για την οικονομική ανάπτυξη, ειδικά για εκείνες τις χώρες που έχουν υψηλά χρέη. Το παρακάτω δημοσίευμα - ανάλυση του «Bloomberg», το περιγράφει γλαφυρά, μέσα από την αντιπαράθεση στην ΕΕ για την αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που θα συμπαρασύρει το κόστος του χρήματος για τα κράτη, τους τραπεζικούς και συνολικά τους επιχειρηματικούς ομίλους: «Ανεβαίνει το θερμόμετρο στη διαμάχη που είναι σε εξέλιξη στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ανάμεσα σε όσους ζητούν επιθετική αύξηση επιτοκίων για να αναχαιτιστεί ο πληθωρισμός και σε όσους παραμένουν επιφυλακτικοί, φοβούμενοι τον αντίκτυπο στην παραπαίουσα ανάπτυξη. Η Κριστίν Λαγκάρντ περιέγραψε την περασμένη εβδομάδα το χρονοδιάγραμμα της στροφής σε κανονική νομισματική πολιτική. Αναπόφευκτα κατέληξε στο συμπέρασμα πως η παρούσα συγκυρία επιβάλλει η νομισματική πολιτική να επανέλθει σε πιο κανονικά επίπεδα. Πώς θα κινηθεί τελικά η τράπεζα και πώς ακριβώς θα υλοποιήσει τα σχέδιά της, αποτελεί αυτή τη στιγμή αντικείμενο θερμής αντιπαράθεσης, καθώς ορισμένα στελέχη ζητούν τουλάχιστον να μην αποκλειστεί η επιλογή των πολύ πιο επιθετικών κινήσεων (Αυστρία, Λετονία, Γερμανία). Στον αντίποδα βρίσκεται η Γαλλία (που) σημείωσε πως είναι σαφές ότι δεν υπάρχει συναίνεση για μία αύξηση επιτοκίων κατά μισή εκατοστιαία μονάδα».

* * *

Οι κλυδωνισμοί του ιμπεριαλιστικού πολέμου και των ανταγωνισμών ξεδιπλώνονται ολοένα και περισσότερο. Επιβεβαιώνεται ότι αυτό που μοιάζει συμπαγές και άτρωτο, σπαράσσεται από εσωτερικές αντιθέσεις και συγκρουόμενα συμφέροντα. Κι ότι ο λαός δεν έχει τίποτα καλό να περιμένει από τις συμμαχίες του κεφαλαίου, από την «περισσότερη» ή «λιγότερη» Ευρώπη, από το δυνάμωμα ή την εξασθένισή της απέναντι στον άλλο πόλο της ευρωατλαντικής συμμαχίας, τις ΗΠΑ. Η πάλη για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας είναι η μόνη που μπορεί να οδηγήσει σε πραγματική διέξοδο τον λαό, με κριτήριο τα δικά του συμφέροντα και τις ανάγκες.


Κ. Μ.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου