Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2019

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ




Σ’ αυτούς τους δυο μήνες μετά τις εκλογές, με την κυβέρνηση να ψηφίζει σε ρυθμούς επείγουσας ανάγκης νόμους που οι συνέπειές τους δε γίνονται άμεσα αισθητές σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και την αξιωματική αντιπολίτευση να δίνει την εντύπωση πως απρόθυμα υποχρεώνεται σε άσκηση …γενικής κριτικής προς την κυβέρνηση, μοιάζει να σταθεροποιείται και με την νέα κυβέρνηση η αποδοχή της κατάστασης που προέκυψε από την εφαρμογή των μνημονίων εδώ και πάνω από εννέα χρόνια. 
Η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ κινητοποίησε όλο τον ιδεολογικό της εξοπλισμό για να πείσει για την επιστροφή στην γνώριμή μας καπιταλιστική κανονικότητα, δηλ. επιστροφή  στις χρηματοπιστωτικές αγορές  και έξοδο από τα μνημόνια, αφού έχουν επιβληθεί πια οι όροι τους, που υπόσχεται βελτίωση όρων διαβίωσης με προσωπική προσπάθεια και ευθύνη. Η  κυβέρνηση Μητσοτάκη στη συνέχεια, συμπληρώνει το έργο της με στήριγμα αυτή την παραδοχή. 
Μοιάζει να έχουμε πειστεί πως στη χώρα μας έχει ξεπεραστεί η αβεβαιότητα και επισφάλεια με τη  δημοσιονομική προσαρμογή να  είναι θέμα χρόνου να οδηγήσει την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης, ενώ έχει γίνει κατορθωτό ο αντίκτυπος της κρίσης να μην έχει εξαπλωθεί από την οικονομία στο πολιτικό επίπεδο εις βάρος της κυρίαρχης τάξης. Οι συζητήσεις επικεντρώνονται στην οικονομική ανάπτυξη και επενδύσεις, ενώ αποφεύγεται η εξέταση βασικών κοινωνικών παραγόντων όπως η υγεία, φτώχεια, αποκλεισμός. Οι συνέπειες  που προκάλεσαν οι  μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας, οι οποίες παρουσιάζονται  συνεπείς με την κυρίαρχη άποψη  για την  έλλειψη ανταγωνιστικότητας της οικονομίας  συνεχίζεται να δικαιολογούνται με τις δυσκαμψίες στην αγορά εργασίας εξαιτίας της αυστηρής νομοθεσίας για την προστασία της.
                Σε αγαστή συμφωνία με την  πολιτική εξουσία τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, στην πλειοψηφία τους, σχεδόν παρακάμπτουν ή δικαιολογούν τις σοβαρές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, συμπεριλαμβανομένου του προϋπολογισμού για την υγεία και την εκπαίδευση,   τις ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων (προετοιμάζεται μεθοδευμένα η απαξίωση της ΔΕΗ για ιδιωτικοποίησης της με πρόσχημα τη διάσωσή της)  την εκμετάλλευση της γης (ενδεικτικές οι τροποποιήσεις που προτείνονται στη νομοθεσία για τον αιγιαλό και την παραλία για διευκόλυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας) τις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας (η καθιέρωση της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για λήψη απόφασης για  διεξαγωγή απεργίας διαφημίζεται ως μέσον εκδημοκρατισμού των συνδικάτων) με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της συνδικαλιστικής δύναμης και τη μεγάλη αύξηση της ευελιξίας της εργασίας, της φτώχειας και των ανισοτήτων.
Κι αν η κατάρρευση του εισοδήματος από την εργασία και τις συντάξεις και  ο αυξημένος κίνδυνος ανεργίας και η αβεβαιότητα για το μέλλον έχουν μειώσει σημαντικά την ικανοποίηση που οι όροι διαβίωσης εξασφαλίζουν, όμως η κυρίαρχη ιδεολογία μοιάζει, ελέγχοντας την θεωρητική επεξεργασία και διαχείριση του μέλλοντος, να προσφέρει ξαναζεσταμένη την υπόσχεση πραγμάτωσης του αμερικανικού ονείρου σε …οικονομική συσκευασία. Και το οδυνηρό είναι πως βρίσκει ανταπόκριση, αν και η  καθημερινή ζωή έχει γίνει σκληρή για την πλειοψηφία των ανθρώπων και όλοι οι κρίσιμοι κοινωνικοί παράγοντες έχουν επιδεινωθεί σοβαρά όπως η φτώχεια και η ανισότητα εισοδήματος. 
Η νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη μ’ ένα λόγο προς το παρόν προσποιητά φιλολαϊκό, στην προσπάθειά της να καθησυχάζει με δικαιολογίες που αποκοιμίζουν ανησυχίες, μοιάζει επί του πρακτέου να μην ορρωδεί προ ουδενός. Οι δυο περιπτώσεις, της πρόσληψης του διοικητή της ΕΥΠ και της νέας κυβερνητικής απόφασης για απόσπαση των αρχαιοτήτων από το σταθμό Βενιζέλου του μετρό Θεσσαλονίκης, είναι ενδεικτικές του τρόπου διακυβέρνησης της, γιατί και οι δυο αποφάσεις μοιάζει να έχουν κίνητρα ιδεοληπτικά χωρίς άμεσες επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων. Και ακριβώς επειδή δεν μπορεί να αποδειχτούν τα πολύ υλικά τους κίνητρα (οικονομικά, πολιτικά)που τις επιβάλλουν, θα πρέπει να ανιχνευτούν αυτά στις επιπτώσεις τους από την εφαρμογή τους, μένοντας προς  το παρόν αναπάντητα ερωτήματα.  Στην περίπτωση του διοικητή της ΕΥΠ, γιατί υποχρεώθηκε, επιμένοντας,  η κυβέρνηση να αλλάξει εκ των υστέρων το νόμο για να νομιμοποιήσει την πρόσληψη του Π. Κοντολέοντα, ενώ ο πρωθυπουργός δεν δίστασε να εκτεθεί μιλώντας για «τυπικό ζήτημα»; Στην περίπτωση του μετρό Θεσσαλονίκης γιατί με πρωτοβουλία  του ίδιου του πρωθυπουργού  διαγράφονται  όλες οι αποφάσεις από το 2017  με τη δικαιολογία πως θα λειτουργήσει και ο σταθμός Βενιζέλου και προκρίνεται η λύση απόσπασης των αρχαιοτήτων αναβάλλοντας τη λειτουργία του για το 2023;  
Οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες, οι προσωπικές φιλοδοξίες,  τα οικονομικά συμφέροντα, οι αντιλαϊκές αποφάσεις της κυβέρνησης δεν είναι παρά μια επανάληψη του παρελθόντος της διακυβέρνησης της κυρίαρχης τάξης.   Όσο αυτές οι επιλογές όχι μόνο δεν ανατρέπουν κρίσιμες πολιτικές επιλογές της άρχουσας τάξης (ενδεικτική η αφωνία του πρωθυπουργού για την συμφωνία των Πρεσπών που προεκλογικά κατά κόρον κατέκρινε όλη η ΝΔ) αλλά και δεν προκαλούν αντιδράσεις και ρήξεις στη συναίνεση με τον λαϊκό παράγοντα θα απεκδύονται ακόμα και τις νομιμοφανείς διαδικασίες για την εφαρμογή τους –γι’ αυτό οι δυο περιπτώσεις μπορεί να θεωρηθούν ενδεικτικές. 
Δεν απομένει πια παρά η ανασύνταξη των εργαζομένων μαζί με τον κομμουνιστικό κόμμα, ώστε το επίπεδο της πολιτικής οργάνωσης και της ταξικής συνείδησης να ενισχυθεί, για να μπορέσουν να αντιπαρατεθούν με την κυρίαρχη εξουσία της άρχουσας τάξης που χρησιμοποιεί κάθε μέσο ακόμα και για να εξουδετερώσει  την παραμικρή κινητοποίηση των εργαζομένων.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου