Δευτέρα 12 Ιουλίου 2021

Τα «μη στρατιωτικά εργαλεία» ως συμπλήρωμα της πολεμικής προετοιμασίας


Με αφορμή ένα αποκαλυπτικό άρθρο πρώην υπουργού Αμυνας των ΗΠΑ

 

Από την υπογραφή της συμφωνίας ΗΠΑ - Σερβίας για τη δραστηριοποίηση της DFC στο Βελιγράδι
Από την υπογραφή της συμφωνίας ΗΠΑ - Σερβίας για τη δραστηριοποίηση της DFC στο Βελιγράδι
Ο ανταγωνισμός ΗΠΑ - Κίνας κλιμακώνεται σε όλα τα πεδία, πέρα από το οικονομικό και στρατιωτικό, για την κυριαρχία στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική πυραμίδα, όπου η αμερικανική πρωτοκαθεδρία αμφισβητείται πλέον ανοιχτά, όπως έδειξε και η πρόσφατη ομιλία του Κινέζου Προέδρου με αφορμή τα 100χρονα του ΚΚ Κίνας.

Στο έδαφος αυτού του ανταγωνισμού, που επιδρά άμεσα και στις σχέσεις ΗΠΑ - ΕΕ και Κίνας - ΕΕ, εντείνονται η συζήτηση και η διαπάλη στις ΗΠΑ για το πώς θα ανακτήσουν το έδαφος που κερδίζει η Κίνα σε κρίσιμους τομείς (π.χ. σε δαπάνες για την έρευνα και τεχνολογία), αλλά και πώς θα διατηρήσουν και θα βελτιώσουν τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, πρώτα απ' όλα τη στρατιωτική υπεροχή, που εξασφαλίζεται και με τις συμμαχίες τους στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και των άλλων ιμπεριαλιστικών οργανισμών.

Ειδικά τα τελευταία χρόνια, το ενδιαφέρον των στρατιωτικών και πολιτικών επιτελείων επικεντρώνεται στα λεγόμενα «μη στρατιωτικά εργαλεία», που θεωρούνται ολοένα και περισσότερο το αναγκαίο συμπλήρωμα μιας ισχυρής στρατιωτικής μηχανής, έτοιμης να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του αμερικανικού κεφαλαίου όπου Γης.

Στοιχεία αυτών των «μη στρατιωτικών μέσων» είναι η δημόσια διπλωματία και η οικονομική διείσδυση, με την επένδυση κεφαλαίων σε φιλικές ή σύμμαχες χώρες, για τη σύσφιξη των οικονομικών σχέσεων και τη βελτίωση υποδομών που θεωρούνται κρίσιμης σημασίας για το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης ιμπεριαλιστικής αναμέτρησης.

Πρόκειται για μέσα που αξιοποιεί κατά κόρον η Κίνα, διαθέτοντας γι' αυτό τεράστια κεφάλαια, με ομπρέλα το πρόγραμμα «Ενας Δρόμος - Μία Ζώνη».

Από τον πόλεμο στα «άλλα μέσα»

Για όλα τα παραπάνω είναι χαρακτηριστικό ένα πρόσφατο άρθρο του Ρόμπερτ Γκέιτς, διευθυντή της CIA την περίοδο 1991 - 1993 και υπουργού Αμυνας των ΗΠΑ τόσο επί Ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης Μπους όσο και επί Δημοκρατικής του Ομπάμα. Αξιοποιώντας και την ιστορική πείρα από τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις των ΗΠΑ, ο Γκέιτς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μπορούν να ανακτήσουν «το πλήρες φάσμα της δύναμής τους» αν δώσουν έμφαση και σε «άλλα μέσα» παράλληλα με τα στρατιωτικά.

Οπως τονίζει, αν και οι ΗΠΑ παραμένουν το πιο ισχυρό οικονομικά και στρατιωτικά κράτος στον κόσμο αντιμετωπίζουν προκλήσεις σε διάφορα μέτωπα, απέναντι στην Κίνα και τη Ρωσία, στην Ανατολική Ασία και τη Μέση Ανατολή, ενώ οι δεκαετίες πολέμου σε Ιράκ και Αφγανιστάν δεν έχουν αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, και προβλέπει ότι αυτές οι προκλήσεις «θα αυξάνονται συνεχώς στο μέλλον».

Επικεντρώνοντας στον βασικό ανταγωνιστή, την Κίνα, σχολιάζει πως «ο μακρύς ανταγωνισμός που θα ακολουθήσει θα διεξαχθεί στη μη στρατιωτική αρένα» και γι' αυτό «τα μη στρατιωτικά εργαλεία πρέπει να αναβιώσουν και να επικαιροποιηθούν», παράλληλα βέβαια με τη διατήρηση της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ, που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να χαθεί.

Παρατηρεί μάλιστα για την Κίνα ότι «είναι ιδιαίτερα ικανή να χρησιμοποιεί τα αναπτυξιακά της προγράμματα για να επηρεάζει ξένους ηγέτες και να αγοράζει πρόσβαση και επιρροή» και ότι «η πιο τολμηρή πορεία της σε αυτό το μέτωπο ήταν η Πρωτοβουλία "Belt and Road"».

Στον αντίποδα, σύμφωνα με τον Γκέιτς, οι ΗΠΑ δεν κατάφεραν π.χ. «να κινητοποιήσουν τα εθνικιστικά αισθήματα των λαών της Ευρώπης και αλλού, προκειμένου να αντισταθούν στις κινεζικές και ρωσικές προσπάθειες παρέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις των χωρών τους», αποδίδοντας αυτήν την αποτυχία στην έλλειψη ολοκληρωμένης στρατηγικής για την αξιοποίηση «μη στρατιωτικών μέσων» συμπληρωματικά στην πολεμική προετοιμασία, που εντείνεται απέναντι στους βασικούς ανταγωνιστές.

Χαρακτηρίζει αυτά τα εργαλεία «απαραίτητα, καθώς οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν την προοπτική ενός μακροχρόνιου και πολύπλευρου ανταγωνισμού με την Κίνα». Φέρνει μάλιστα το παράδειγμα της Λιβύης, όπου «ο αραβοΝΑΤΟικός συνασπισμός τη βομβάρδισε και στη συνέχεια την εγκατέλειψε», αφήνοντας χώρο σε ανταγωνίστριες δυνάμεις να εξελιχθούν σε ισχυρούς «παίκτες» για την «επόμενη μέρα» της Λιβύης.

Σε ό,τι αφορά την αντιπαράθεση με τη Ρωσία, το άρθρο του Αμερικανού πρώην υπουργού Αμυνας επικεντρώνει στον κυβερνοπόλεμο, σχολιάζοντας ότι «οι κυβερνήσεις πάντα προσπαθούσαν να παρέμβουν στις υποθέσεις άλλων χωρών. Η Ρωσία, για παράδειγμα, οργάνωσε εξελιγμένες εκστρατείες παραπληροφόρησης για να παρέμβει στις εκλογές του 2016 για το Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις προεδρικές εκλογές του 2016 στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις προεδρικές εκλογές του 2017 στη Γαλλία».

Σε αυτό το πνεύμα, συνιστά πιο επιθετική αξιοποίηση του κυβερνοπολέμου, που «μπορεί να διαμορφώσει μια απίστευτη "χορωδία" ισχύος», στο βαθμό μάλιστα που «οι ΗΠΑ διαθέτουν τις τεχνολογίες, αλλά στερούνται στρατηγική για την εφαρμογή τους».

Επενδυτική δραστηριότητα και εξωτερική πολιτική

Οσον αφορά τα «οικονομικά εργαλεία», ο Γκέιτς υποστηρίζει πως οι ΗΠΑ «ασκούνται καλά στην τέχνη της οικονομικής τιμωρίας», αναφερόμενος στις οικονομικές κυρώσεις, αλλά προσθέτει πως «πρέπει να γίνουν πολύ πιο έξυπνες όσον αφορά τη χρήση οικονομικών εργαλείων για να κερδίσουν επιρροή σε άλλες χώρες».

Σε αυτά περιλαμβάνονται οι οργανισμοί που ίδρυσαν οι ΗΠΑ μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Διεθνής Τράπεζα για την Ανοικοδόμηση και την Ανάπτυξη (στη συνέχεια εντάχθηκε στην Παγκόσμια Τράπεζα), προκειμένου «να ενισχυθεί ο διεθνής οικονομικός συντονισμός, σε μεγάλο βαθμό υπό τους όρους που έθεταν οι ΗΠΑ». Αλλά και πιο πρόσφατα η United States International Development Finance Corporation (DFC), που ιδρύθηκε το 2019.

Η DFC αποτελεί μια κυβερνητική υπηρεσία των ΗΠΑ που στηρίζει τη χρηματοδότηση επενδύσεων αμερικανικών επιχειρήσεων. «Η Κίνα μπορεί να είναι σε θέση να δανείσει δισεκατομμύρια δολάρια σε χώρες, αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν έναν πολύ πιο ισχυρό ιδιωτικό τομέα, που μπορεί όχι μόνο να επενδύσει αλλά και να επιλέξει οικονομικά βιώσιμα έργα που θα εξυπηρετήσουν πραγματικά τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των δικαιούχων χωρών», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Γκέιτς.

Προσθέτει μάλιστα ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει «να διατηρεί επιθετική στάση στη διασφάλιση ότι τα οικονομικά εργαλεία εξυπηρετούν τα συμφέροντα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ», πολιτική που γίνεται «ακόμη πιο επείγουσα υπό το φως της Πρωτοβουλίας "Μία Ζώνη - Ενας Δρόμος" της Κίνας και των άλλων προσπαθειών της να θέσει αναπτυσσόμενα κράτη στην τροχιά της».

Η ίδια η DFC, με διαθέσιμα επενδυτικά κεφάλαια ύψους 60 δισ. ευρώ, υπερδιπλάσια από αυτά που διέθεταν οι προκάτοχοί της κρατικοί επενδυτικοί οργανισμοί, συστήνεται ως εξής: «Καθιστούμε την Αμερική ισχυρότερο και πιο ανταγωνιστικό ηγέτη της παγκόσμιας ανάπτυξης, με μεγαλύτερη ικανότητα να συνεργάζεται με συμμάχους σε προγράμματα μετασχηματισμού. Επιπλέον, παρέχουμε στον αναπτυσσόμενο κόσμο οικονομικά ορθές εναλλακτικές λύσεις, έναντι μη βιώσιμων και ανεύθυνων κρατικών πρωτοβουλιών», «φωτογραφίζοντας» βέβαια την οικονομική διείσδυση που επιχειρεί η Κίνα.

Με βάση τα παραπάνω, καθόλου τυχαίο δεν είναι ότι το πρώτο γραφείο της DFC στο εξωτερικό επελέγη να λειτουργήσει στο Βελιγράδι, με ευθύνη για τα Δυτικά Βαλκάνια, τα οποία είναι από τα βασικότερα πεδία του οικονομικού ανταγωνισμού των ΗΠΑ - ΕΕ με την Κίνα.


Δ. Μ.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου