Μόλις
είχε ξεκινήσει ένας παγωμένος Δεκέμβρης, εκεί γύρω στα μέσα της
δεκαετίας του 1970, και όπως κάθε δεύτερο Σάββατο είχαμε τραπέζι σε
φίλους των γονιών μου.
Πήγαινα Γυμνάσιο και βαριόμουν
αφόρητα αυτές τις πολύωρες συνάξεις, με την ακατάσχετη φλυαρία των
μεγάλων πάνω από βουνά ροσμπίφ, τυρόπιτας και ρώσικης σαλάτας, που τότε
ήταν πολύ της μόδας. Εκείνο το Σάββατο όμως η κουβέντα τους είχε τόσο
ενδιαφέρον, και κυρίως τόσες αποκαλύψεις, που με έκαναν να μη θέλω να
σηκωθώ από το τραπέζι. Είχε έρθει πρώτη φορά στο σπίτι ο κ. Γιάννης, που
είχε μια μικρή βιοτεχνία στου Ψυρρή, είχε κάνει εξορία, είχε
βασανιστεί, τα είχε δει όλα. Μας έλεγε πως είχε γνωρίσει από κοντά
«τέρατα» όπως ο Μάλλιος, ο Μπάμπαλης, ο Σπανός, ο Λάμπρου, ο Χατζηζήσης.
Είχε διανυκτερεύσει κιόλας στο πιο γνωστό πλυσταριό του κόσμου, στην
ταράτσα της Μπουμπουλίνας. Ηταν η πρώτη φορά που άκουγα κάποιον να
μιλάει για τους χουντικούς, αλλά και για το ΚΚΕ, χωρίς μισόλογα. Με
είχαν συνεπάρει όχι μόνο οι διηγήσεις του, αλλά και ο τρόπος που
απαντούσε στις ερωτήσεις μου, όσο απλοϊκές κι αν ήταν. Αυτό όμως που
θυμάμαι έντονα από εκείνη τη χειμωνιάτικη νύχτα στο σπίτι της οδού
Σερρών 71, της Ακαδημίας Πλάτωνος, είναι ότι όσο μιλούσε αυτός ο
άνθρωπος νόμιζα πως ...φωτιζόταν, σαν να ξεχείλιζε ένα φως από τα μάτια
του και πλημμύριζε το πρόσωπό του. Αργότερα έμαθα πως αυτό λέγεται
γοητεία.
Οταν ανέτειλε το κόκκινο...
Η
καταμπερδεμένη εφηβεία ενός παιδιού που μεγάλωσε μέσα στη χούντα
παλινδρομούσε μέχρι τότε, κάπου ανάμεσα στην αμηχανία και στην ανάγκη να
βρει μια πυξίδα μέσα στα αδιέξοδα και στη σύγχυση που ένιωθε κάθε φορά
που προσπαθούσε να ερμηνεύσει τον κόσμο. Ολα γύρω του ήταν καινούργια
και παράξενα, όλα το μπέρδευαν και το εξόργιζαν και όλα το μαγνήτιζαν.
Νομίζω πως σε εκείνη την ηλικία ξεκίνησε να καταλαβαίνει αμυδρά πως η
ζωή είναι μια σειρά από δύσκολες πίστες, πως σίγουρα δεν θα του
χαριστεί, μόνο δεν ήξερε ακόμα πώς θα μπορούσε να τη διεκδικήσει. Και
από εκείνη τη νύχτα, του είχε καρφωθεί στο μυαλό η κουβέντα του κ.
Γιάννη: «Αν δεν κάνεις εσύ το πρώτο βήμα για το δίκιο σου, η αδικία θα
κάνει δέκα». Ισως να μην ήταν η ακριβής φράση, ίσως να την είχε
μεταπλάσει στο μυαλό του, αλλά πιστεύω πως το νόημα ήταν αυτό. Και κάπως
έτσι άρχισα να ψάχνομαι. Εκείνος ο άνθρωπος είχε ανάψει μέσα μου
φωτιές. Μικρές, αλλά φωτιές. Δεν είχα διαβάσει ακόμα Μαρξ ή Λένιν. Δεν
ήξερα τις ιστορικές λεπτομέρειες. Αυτό που ήξερα μόνο ήταν πως όπου κι
αν γύριζα το βλέμμα, στη λαϊκή γειτονιά μου, έβλεπα ανθρώπους που
μοχθούσαν, που τους εκμεταλλεύονταν και αυτοί το υπέμεναν, ζούσαν με το
κεφάλι σκυφτό, όχι επειδή το ήθελαν αλλά επειδή έτσι τους είχαν μάθει.
Στην περιοχή που ζούσα κυκλοφορούσαν μόνο φτωχοί άνθρωποι, αν με
ρωτούσες δεν ήξερα να περιγράψω πώς είναι ένας πλούσιος. Τους έβλεπα
μόνο στο σινεμά και εκεί ήταν σκληροί, εκμεταλλευτές και άπληστοι.
Μάθαινα όμως πως ήταν έτσι και στην πραγματική ζωή. Ετσι έλεγαν οι
εργάτες στη γειτονιά. Ακουγα - λίγα χρόνια μετά - κάτι κωμικοτραγικό όσο
και απίστευτο, τότε που οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι δήλωναν κατά
μέσο όρο εισόδημα 332.629 δραχμές ενώ οι εμποροβιομήχανοι μόλις 225.593!
Εμπαινα σιγά - σιγά στο νόημα... Εβλεπα και τότε τους αγρότες να
βασανίζονται και να παλεύουν για την επιβίωσή τους (το ανατριχιαστικό
«Χρωστάω παντού» ακουγόταν και τότε), τους φοιτητές να κατεβαίνουν στους
δρόμους, τους συνταξιούχους να εξαθλιώνονται και πάντα την αστυνομία να
χτυπάει όποιον διεκδικούσε ανυποχώρητα το δίκιο του, κόντρα στη λογική
της μοιρολατρίας και της υποταγής στο άδικο και στην εκμετάλλευση. Μου
φαινόταν όλο αυτό και απάνθρωπο και αδιανόητο. Οπως αδιανόητο μου
φαινόταν και ότι όχι μόνο δεν άκουγα κανέναν κυβερνητικό να ενδιαφέρεται
να αλλάξει αυτήν την κατάσταση και να τους βοηθήσει, αντίθετα
διαπίστωνα πόσο πολύ τους βόλευαν οι γαλέρες.Οταν η αξιοπρέπεια γίνεται συλλογική δύναμη
Παρατηρούσα
πως μόνο κάποιοι λίγοι νοιάζονταν για τους εργάτες και πρωτοστατούσαν
στις δίκαιες κινητοποιήσεις τους, που τους στήριζαν και φώναζαν αυτά που
κι εγώ σκεφτόμουν. Κάποιοι που έλεγαν πως πολλά μπορούν να κερδηθούν,
αρκεί ο λαός να πιστέψει στη δύναμή του, να βγει στον αγώνα, παίρνοντας
στα χέρια του την υπόθεση της σωτηρίας του, χωρίς να την περιμένει από
κανέναν «σωτήρα». Ηταν κάποιοι από το ΚΚΕ. Αυτό ήταν. Μ' αυτούς ήθελα να
είμαι. Δεν το ακολούθησα τότε, επειδή ήθελα απλώς «να κάνω επανάσταση»
με τη ρομαντική έννοια. Μπήκα γιατί ήθελα να μην είμαι θεατής. Να μη
στέκομαι στην άκρη, κουνώντας το κεφάλι και λέγοντας «τι να κάνουμε,
έτσι είναι τα πράγματα». Μπήκα γιατί ήθελα να ζήσω σ' έναν κόσμο δίκαιο.
Οχι έναν κόσμο εύκολο. Δίκαιο. Ο δρόμος ήταν και είναι δύσκολος, αλλά
καθαρός. Και ολόισιος, χωρίς λαβυρίνθους, φωτισμένος σωστά, χωρίς
λακκούβες και παγίδες. Και έπειτα ήρθαν τα χρόνια. Οι κυβερνήσεις
άλλαζαν σαν τους τίτλους των εφημερίδων, οι «σωτήρες» διαδέχονταν ο ένας
τον άλλον και όλο το πολιτικό σύστημα λικνιζόταν ανάμεσα σε παλινωδίες,
υποχωρήσεις, μεταλλάξεις, αντιφάσεις και κακόγουστα θεατρικά σενάρια.
Κι εγώ έβλεπα τα κόμματα που υπόσχονταν επαναστάσεις και δικαιοσύνη να
γίνονται οι χειρότεροι εφιάλτες του λαού και οι καλύτεροι μαθητές της
ΕΕ. Πρόσωπα που ορκίζονταν στον λαό, μετατρέπονταν σε δήμιούς του.
Σχήματα που μιλούσαν για ελευθερία, έπνιγαν κάθε ενοχλητική φωνή. Και
μέσα σε αυτό το πανηγύρι αντιφάσεων, παρατηρούσα αυτούς τους κάποιους
που δεν λοξοδρομούσαν από τις ιδέες τους, τους κουκουέδες. Κι αυτό δεν
ήταν απλώς «σταθερότητα». Ηταν τιμιότητα. Ηταν πολιτική αξιοπρέπεια.
Ηταν η απόδειξη πως η πολιτική μπορεί να είναι και μια καθαρή υπόθεση.
Θυμάμαι καλά το 1974, σαν να ήταν χθες. Θυμάμαι τη μάνα μου να κλαίει
από χαρά που κάποιοι συγγενείς και φίλοι γύριζαν επιτέλους από τις
εξορίες, από το εξωτερικό, άλλοι έβγαιναν από τη φυλακή, άλλοι
ξανάβρισκαν συντρόφους που είχαν χαθεί στα χρόνια της χούντας. Ξαφνικά,
όλοι αυτοί που είχαν μάθει να μιλούν χαμηλόφωνα άρχισαν να μιλούν
δυνατά, να ανοίγουν γραφεία, να στήνουν οργανώσεις, να κρεμούν τη σημαία
με το σφυροδρέπανο χωρίς φόβο. Κι εγώ στεκόμουν απέναντι σε όλη εκείνη
τη φλόγα που άναβαν οι ιστορίες τους προσπαθώντας να κατανοήσω πού
μπορεί να βρίσκουν τόση δύναμη να αντέχουν απίστευτα μαρτύρια, τι μπορεί
να κάνει μια πολιτική να μη γονατίζει και τις ιδέες να μη φυλακίζονται;
Πώς δηλαδή μπορεί η αξιοπρέπεια να γίνεται συλλογική δύναμη; Αν η
Μεταπολίτευση για κάποιους ήταν αλλαγή σκηνικού, για μένα ήταν η στιγμή
που κατάλαβα ποιον δρόμο θα επέλεγα να περπατήσω. Είχα ανάγκη να ενταχθώ
σε έναν χώρο με ανθρώπους που θα θαυμάζω, έναν χώρο που δεν θα αλλάζει
όνομα, χρώμα, ιδέες, προσανατολισμό ανάλογα με το ρεύμα και τα
συμφέροντα των ισχυρών, όπου η αλήθεια δεν θα μασκαρεύεται για
ψηφοθηρικούς λόγους.Το ΚΚΕ ήταν πάντα ο βράχος
Η
πρώτη έμπνευση στο ΚΚΕ ήταν η εντιμότητα. Εκείνη η πηγαία, λαϊκή,
ξεκάθαρη εντιμότητα που δεν χωράει περιστροφές. Η δεύτερη έμπνευση ήταν
οι διανοούμενοι του Κόμματος, άνθρωποι που δεν μιλούσαν, δεν έγραφαν,
δεν τραγουδούσαν για να εντυπωσιάσουν, αλλά για να φωτίσουν. Η ευρύτερη
κομμουνιστική διανόηση ήταν η ηθική ραχοκοκαλιά της χώρας. Οι
περισσότεροι από αυτούς είχαν εξοριστεί, φυλακιστεί, βασανιστεί, είχαν
διωχθεί από τον τόπο τους. Και ενώ η Ελλάδα γύρω τους άλλαζε, αυτοί
παρέμεναν οι πιο συνεπείς, καθαροί, ακέραιοι, οι πνευματικοί φάροι της
εποχής. Ο Ρίτσος, ο Θεοδωράκης, ο Λειβαδίτης, ο Βάρναλης, ο Λουντέμης, ο
Ρώτας, ο Αγγουλές, ο Κατράκης, η Σωτηρίου, ο Κούνδουρος, ο Τάσσος, ο
Λοΐζος και τόσοι ακόμη... Κατάλαβα γρήγορα πως όποιος διάλεγε να
περπατήσει δίπλα τους, διάλεγε μια ζωή δύσκολη, αλλά βαθιά αληθινή και
ουσιαστική. Αυτοί οι τόσο σπουδαίοι και επιδραστικοί άνθρωποι δεν μου
έδειξαν μόνο έναν άλλο κόσμο, αλλά και την αξία του μέτρου. Μέτρο για το
τι θα πρέπει να θεωρώ σημαντικό, τι ανήθικο και τι «αυτονόητο», σε έναν
κόσμο που δεν διστάζει να ξεπουλά τις αξίες του για «καρέκλες»,
προβολή, αυταπάτες εξουσίας. Η γενιά τους - ακόμη και μέσα στις πιο
μαύρες δεκαετίες - έδειξε ότι μπορεί να ζει κάποιος χωρίς να γίνεται
μέρος της σήψης που τον περιβάλλει. Και αυτό έγινε πυξίδα. Οπως και η
μελέτη. Σε αυτούς το χρωστάμε. Στο σπίτι μας μπήκαν βιβλία που άλλοι θα
δίσταζαν να αφήσουν στο τραπέζι. Και όσο τα διάβαζα, τόσο καταλάβαινα
πως η γνώση δεν ήταν πολυτέλεια, ήταν εργαλείο για να καταλάβω και την
Ιστορία και τη ζωή. Σήμερα, μισό αιώνα μετά από εκείνη την πρώτη σπίθα,
μπορώ να πω κάτι που λέγεται δύσκολα: Δεν μετανιώνω ούτε για μισό λεπτό.
Δεν υπάρχει ίχνος από εκείνη την εφηβική επιλογή που να θέλω να
αναιρέσω. Δεν υπάρχει στιγμή που να είπα «μήπως έκανα λάθος;». Αντίθετα,
κάθε χρόνος, κάθε κρίση, κάθε απογοήτευση από τα «μεγάλα» κόμματα είναι
μια νέα επιβεβαίωση. Σήμερα η ορμή δεν είναι λιγότερη. Είναι
περισσότερη. Γιατί τώρα ξέρω. Τώρα έχω δει ποιοι στέκονται όρθιοι όταν
όλα καταρρέουν, ποιοι δεν αλλάζουν ιδέες σαν πουκάμισα, ποιοι δεν
διαπραγματεύονται την αλήθεια τους, ποιοι μένουν στο πλευρό του κόσμου
της δουλειάς, χωρίς να ζητούν αντάλλαγμα. Και αν στην εφηβεία έμπαινα
στο ΚΚΕ με καρδιά που φλέγεται, σήμερα συνεχίζω με καρδιά που γνωρίζει,
που έχει ζήσει και που φλέγεται διπλά. Συνεχίζω γιατί βλέπω νέους
ανθρώπους που αναζητούν αυτό που αναζητούσα κι εγώ τότε, αλήθεια,
δικαιοσύνη, καθαρό λόγο. Συνεχίζω γιατί όσο κι αν αλλάζει ο κόσμος, η
αδικία παραμένει και χρειάζεται κάποιους να την πολεμήσουν, όχι να τη
μακιγιάρουν και να την εξωραΐζουν. Συνεχίζω γιατί ποτέ δεν είδα το ΚΚΕ
να ζητάει από τον λαό να σκύψει το κεφάλι και να συμβιβαστεί. Πάντα τον
ενθάρρυνε να σηκωθεί. Και πάντα τον ενέπνεε. Συνεχίζω γιατί μέσα σε μια
κοινωνία όπου η υποκρισία έχει γίνει επάγγελμα, το ΚΚΕ παραμένει το
αντίβαρο της ευθύτητας. Και συνεχίζω, πάνω απ' όλα, γιατί ακόμη και
σήμερα, τόσα χρόνια μετά, όταν ακούω κάποιον να λέει «Δεν είναι όλοι το
ίδιο. Υπάρχει ένα κόμμα που δεν είπε ποτέ ψέματα στον λαό», νιώθω την
ίδια συγκίνηση με τότε που πρωτάκουσα εκείνη την κουβέντα του κ. Γιάννη.Υπάρχει δρόμος έξω από την εκμετάλλευση
Σήμερα,
μέσα σε μια εποχή που μοιάζει να βυθίζεται ολοένα και πιο βαθιά στο
σκοτάδι, με τη φτώχεια να θεριεύει, τους πολέμους να επεκτείνονται, την
εξαθλίωση να χτυπά ακόμη και χώρες που κάποτε τις θεωρούσαν
«θωρακισμένες», τις εργασιακές σχέσεις να γίνονται χειρότερες κι από
αυτές του 19ου αιώνα και την εμπορευματοποίηση των πάντων να μετατρέπει
την ανθρώπινη ζωή σε αριθμό στα excel των επιχειρηματικών ομίλων,
γίνεται ακόμη πιο επιτακτικό να στραφεί κανείς προς μια δύναμη που δεν
ψάχνει να κρυφτεί πίσω από δικαιολογίες. Είναι ζωτικό να μπει κάποιος
στις γραμμές του ΚΚΕ, γιατί το ΚΚΕ είναι το μοναδικό κόμμα που μιλάει
ξεκάθαρα για το ποιος φταίει και για το ποιος μπορεί να αλλάξει την
κατάσταση. Οχι οι «σωτήρες», όχι οι εναλλαγές κυβερνήσεων, αλλά ο ίδιος ο
λαός, οργανωμένος, με σχέδιο και αποφασιστικότητα. Ζωτικό, γιατί σε μια
εποχή που η προπαγάνδα προσπαθεί να μας πείσει πως «δεν υπάρχει
εναλλακτική», το ΚΚΕ είναι η ζωντανή απόδειξη του αντίθετου, μια δύναμη
που δείχνει, με συνέπεια δεκαετιών, ότι υπάρχει δρόμος έξω από την
εκμετάλλευση, έξω από την υποταγή στις αγορές, έξω από το ΝΑΤΟ και τους
ιμπεριαλιστικούς πολέμους, έξω από τη λογική ότι ο λαός πρέπει να
πληρώνει παντού και για πάντα. Και, τελικά, είναι ζωτικό να ενταχθεί
κάποιος στο ΚΚΕ γιατί μέσα στη δυστοπία της εποχής, όπου η αλήθεια
διαστρεβλώνεται καθημερινά, χρειάζεται μια δύναμη που να δίνει νόημα,
προσανατολισμό, προοπτική, μια δύναμη να οργανώνει τον αγώνα χωρίς
αναβολές. Το ΚΚΕ είναι αυτή η δύναμη. Και γι' αυτό, σε καιρούς σαν τους
σημερινούς, το να μπει κανείς στις γραμμές του δεν είναι απλώς μια
επιλογή, είναι πράξη ευθύνης απέναντι στο μέλλον, απέναντι στους
ανθρώπους γύρω του, απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό.Στη σωστή πλευρά της Ιστορίας
Και
έτσι φτάσαμε στο σήμερα, μισό αιώνα μετά. Και ενώ τόσα άλλαξαν γύρω μας
- κυβερνήσεις, μόδες, τεχνολογία, νόμισμα, «εθνοσωτήρες», ιδεολογήματα
μίας χρήσης - εκείνη η βαθιά κόκκινη γραμμή που χαράχτηκε στην εφηβεία
μου όχι μόνο δεν ξεθώριασε, αλλά έγινε πιο έντονη, σχεδόν εκτυφλωτική.
Και μέσα σε όλες τις ψευδαισθήσεις, τις διαψεύσεις και τις μεταλλάξεις
των καιρών, υπάρχει ακόμη ζωντανή, ατόφια η ίδια ματιά που είχαν τότε οι
διανοούμενοι εκείνης της γενιάς, η ίδια πίστη ότι ο αγώνας δεν είναι
ουτοπία, αλλά ευθύνη. Είδα ποιοι λύγισαν και είδα ποιοι δεν λύγισαν
ποτέ. Πέρασαν πενήντα χρόνια λοιπόν από εκείνη τη νύχτα, που το
οικογενειακό φαγοπότι έκρυβε τη μεγαλύτερη πρόκληση μιας ολόκληρης ζωής.
Η εφηβική επιλογή δεν ήταν εφηβική αντίδραση ή πείσμα. Ηταν πολιτική
συνειδητοποίηση που ωρίμασε μαζί μου, δυνάμωσε μαζί μου, και τώρα, που η
χώρα και ο κόσμος όλος δοκιμάζονται ξανά, νιώθω πιο καθαρά από ποτέ ότι
συμμετείχα στην Ιστορία από τη σωστή πλευρά, αφού στον καιρό των
μεγάλων ψευδαισθήσεων κρατήθηκα από το μόνο αληθινό. Και όσο έχω φωνή,
νου και καρδιά, θα συνεχίζω από εδώ, από το ΚΚΕ. Από εδώ που η πολιτική
δεν είναι «καριέρα», αλλά καθήκον. Από εδώ που η αλήθεια δεν φοβάται,
μόνο φωτίζει, διαλύοντας σκοτάδια και ψέματα. Οχι γιατί το λέει κάποια
«γραμμή». Αλλά γιατί το λέει η ζωή.
Της
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου