Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018

ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΚΑΙ ΦΟΒΟΙ ΜΙΚΡΟΑΣΤΏΝ




Στην τραγική υπόθεση του Ζακ Κωστόπουλου γίνεται διάφανος ο ρόλος της δημοσιογραφίας, η θέση της αστυνομίας, η κατάσταση της σιωπηλής πλειοψηφίας. Στα βίντεο που κυκλοφόρησαν, από τη μια φαίνονται οι δυο ιδιοκτήτες να  κλωτσούν βάναυσα τον ανήμπορο νέο, παρόλο που ο ίδιος δεν αντιστέκεται, και από την άλλη μεριά κάποιοι θεατές, που από ό,τι μάθαμε αργότερα εκτός από έναν δεν αντέδρασαν σ’ αυτήν τη βαναυσότητα. 
 
               Κι εκ των υστέρων ξεκίνησε  η κριτική για τη συμπεριφορά των ιδιοκτητών και του σιωπηλού πλήθους, με την τελική επωδό για τον εκφασισμό της κοινωνίας. Μόνο που για τον εκφασισμό της κοινωνίας πρέπει να μιλήσουμε πολιτικά πρώτα και κύρια και μετά να προσθέσουμε τις ψυχολογικές και κοινωνιολογικές μας αναλύσεις, τις παντός καιρού. 
 
Γιατί φαίνεται πως η σταδιακή στροφή σημαντικού τμήματος της κοινωνίας σε ρατσιστικές κι εθνικιστικές αντιλήψεις έχει παρελθόν ενός τέταρτου του αιώνα, αν ορίσουμε ως αφετηρία τα αλήστου μνήμης συλλαλητήρια για το Μακεδονικό. Στοχευμένα, στα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης παίχτηκε από τα αστικά κόμματα το παιχνίδι του εθνικισμού και ρατσισμού επιδιώκοντας να δημιουργήσουν δήθεν αίσθημα ασφαλείας, υποδεικνύοντας σαν εχθρό και αίτιο των συμφορών μας το μετανάστη. Στη δεκαετία του ’90 παρουσιάζονταν  σαν απειλή για την ασφάλειά μας οι πρώτοι αλβανοί μετανάστες, μετά κάθε μετανάστης ως υγειονομική βόμβα και στο κέντρο της Αθήνας γίνονταν επιχειρήσεις σκούπας εναντίον των μεταναστών, επί εποχής κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, ο Α. Λοβέρδος ως υπουργός Υγείας  για να …προφυλάξει την ελληνική οικογένεια έστηνε ολόκληρο σκηνικό διαπομπεύοντας οροθετικές γυναίκες, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εγκλωβίζοντάς τους πρόσφυγες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης τους αφήνει έκθετους στο ρατσιστικό μένος. 
 
Κάπως έτσι δημιουργήθηκαν οι πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες για να ενισχυθούν και να τολμήσουν να εκδηλωθούν βάναυσες και χυδαίες συμπεριφορές. Κάτω από την ομπρέλα της αστικής δημοκρατίας, με την ευγενική χορηγία των αστικών κομμάτων απόκτησε ο φασισμός ιδεολογικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο οικοδομούνται κρατικές πολιτικές που επιδιώκουν το διαχωρισμό των εκμεταλλευόμενων (ντόπιοι εναντίον μεταναστών, εργαζόμενοι εναντίον άλλων εργαζομένων), την καταστολή εκείνων που αντιστέκονται και τη διείσδυση φασιστών στους μηχανισμούς καταστολής. Η λεκτική βία, ο ψυχολογικός τραμπουκισμός διευρύνοντας τα όρια του επιτρεπτού προετοίμασαν και τη φυσική βία με την επίδειξη της ωμής δύναμης ως απόδειξη της ισχύος τους.
 
Κι έτσι προετοιμαζόταν το έδαφος για να δώσει, σ’ ένα οικονομικά επισφαλές περιβάλλον, ο φασισμός στις φοβισμένες, ανασφαλείς, κακομοίρικες  υπάρξεις τα μέσα και το πρόσχημα  για να κλωτσήσουν τον πιο αδύναμο με όλη την αχρειότητα των ανθρώπων που είναι ικανοί γι’ αυτό. 
 
Στα χρόνια της ευμάρειας, οι μικροαστοί, μικροκαταστηματάρχες, μικροϊδιοκτήτες, μικροεπιχειρηματίες κλπ., όσο καιρό η κυρίαρχη τάξη κολάκευε τις επιδιώξεις και πόθους τους να διεισδύσουν στην προνομιούχα μειοψηφία της αστικής τάξης με την κοινωνική κινητικότητα, υποτάσσονταν πρακτικά στις επιταγές της. Στην εποχή όμως των μνημονίων, σ’ έναν συμπυκνωμένο χρόνο, βίωσαν την εκδίωξή τους από τις παραδοσιακές σφαίρες των δραστηριοτήτων τους και την ενίσχυση της  εξάρτησής τους  από το μεγάλο κεφάλαιο που προκάλεσαν την επιδείνωση των συνθηκών  της ύπαρξής τους, τη δημιουργία  απόλυτης αβεβαιότητας για το μέλλον, την αύξηση του φόβου και της ανασφάλειας, τη σταδιακή υποβάθμισή τους στην κοινωνική ιεραρχία. Κι επειδή οι αντιφάσεις της δικής τους κοινωνικής ύπαρξης θεωρούν πως πρέπει να επιλυθούν με τη διατήρηση του status quo που τους εξασφάλιζε τη θέση τους ως μικροϊδιοκτήτες, με την ελπίδα της κοινωνικής αναρρίχησης,  όταν φοβούνται πως  αυτό είναι αδύνατο η μόνη προσφυγή τους είναι να πιέσουν για την άμεση αναδιοργάνωση της κοινωνίας  έτσι που θα απέτρεπε την προλεταριοποίηση τους.
 
Η καπιταλιστική κρίση προκαλώντας το φόβο ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί, όπως λειτουργούν, δεν έχουν τη δύναμη να αλλάξουν το οικονομικό περιβάλλον και να εξασφαλίζουν την  ευημερία ενθαρρύνει την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Το κυρίαρχο σύστημα λοιπόν είναι έτοιμο να τις προσφέρει και οι μικροαστοί να τις αποδεχτούν.
 
Γιατί οι ιδιαιτερότητες της ταξικής συνείδησης των μικροαστικών στρωμάτων που καθορίζεται από  την αντιφατική φύση τους κάνει  ασαφή και αναποφάσιστη τη στάση τους με τη θεωρία και την πρακτική του κομμουνισμού. Ο μικροαστός δεν δέχεται τον κομμουνισμό, που καταργεί την ατομική ιδιοκτησία, αλλά την ίδια στιγμή μπορεί να απευθύνεται σε αυτόν, διότι καταργεί το μεγάλο κεφάλαιο και απορρίπτει τις σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής. Αφού όμως μεθοδικά  διαστρεβλώθηκε και συκοφαντήθηκε  κάθε απόπειρα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας και  οι σοσιαλίζοντες, αριστεροί ή σοσιαλδημοκράτες, φρόντισαν να  απαξιώσουν τις αριστερές λύσεις, με το εργατικό κίνημα σε ύφεση, ο συντηρητισμός γίνεται ο κυρίαρχος παράγοντας της συνείδησης του μικροαστού.
 
Εξάλλου, επειδή η μάζα των μικροαστών είναι απογοητευμένη από τις ενέργειες των καπιταλιστών πολιτικών να διατηρήσουν το status quo, η κυρίαρχη εξουσία διαμορφώνει νέα όπλα να παραπλανά τους μικροαστούς διατηρώντας τους δεμένους στα συμφέροντά της. Παίζει με διεξόδους που έχουν χαρακτηριστικά φασιστικά, εκμεταλλευόμενη τα προβλήματα και τη δυσαρέσκειά  τους.   Και ο στενός  πολιτικός ορίζοντας των μικροαστών, που τους κάνει να ενδίδουν εύκολα στη δημαγωγία, η οποία  έχει αντικαθεστωτική μορφή,  των πιο αντιδραστικών κύκλων της αστικής τάξης, τους κάνει ευάλωτους στην επίδειξη δύναμης των φασιστών και στις υποσχέσεις για την άμεση αναδιοργάνωση της κοινωνίας που θα απέτρεπε την προλεταριοποίησή τους.
 
Κι έτσι οι οικονομικές συνθήκες της ζωής θέτουν τη σφραγίδα τους στην ψυχολογία και ιδεολογία της μικροαστικής τάξης.
 
Οι εικόνες με τους δυο ιδιοκτήτες να κλωτσούν βάναυσα τον ανήμπορο νεαρό και τους αστυνομικούς να συνεχίζουν τις βιαιοπραγίες πάνω στο αναίσθητο σώμα του μοιάζει να έρχονται από το μέλλον. Η ευρεία συνεργία, στη συγκεκριμένη περίπτωση,  ευυπόληπτων  μελών της κοινωνίας, -μικροκαταστηματαρχών, αστυνομίας, εργαζομένων στο ΕΚΑΒ με την ανοχή, όπως φαίνεται, της πολιτικής ηγεσίας- στην επίδειξη βαναυσότητας σηματοδοτεί και την ευρύτητα της αποδοχής της. 
 
Αν παραβλεφθούν τέτοιες αποτρόπαιες υπερβολές, που μπορεί βραχυπρόθεσμα να μη φαίνονται τόσο καταστροφικές ή ακόμα να θεωρούνται και τυχαίες αλλά κυρίως να γίνονται εν μέρει αποδεκτές, μπορεί  η βαθμιαία συσσώρευσή τους να οδηγήσει σε τερατώδη αποτελέσματα.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου