Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019

Η στρατηγική του ΚΚΕ την περίοδο 1973 - 1991 β'


  • Δημοσιεύουμε το τρίτο και τελευταίο μέρος αποσπασμάτων από το κείμενο του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ με τίτλο: «Η πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του ΚΚΕ» που δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ τεύχος 6/2013
  • Η αρθρογραφία για την περίοδο 1989 - 1991 θα συνεχιστεί τα επόμενα Σαββατοκύριακα
 
Στο 12ο Συνέδριο (1987) κεντρικό ζήτημα αποτελούν οι δύο δρόμοι ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας: Ο δρόμος της παράδοσης στις αυθόρμητες δυνάμεις της καπιταλιστικής αγοράς και της προσαρμογής στις απαιτήσεις του ξένου κεφαλαίου και των υπερεθνικών οργάνων της ΕΟΚ ή η «ανάπτυξη νέου τύπου» με την αμετάκλητη ρήξη του καθεστώτος της εξάρτησης και της μονοπωλιακής ασυδοσίας.
 
Στη βάση αυτή αναδιατυπώνεται το Πρόγραμμα του Κόμματος, αν και το 12ο δεν ήταν προγραμματικό, ως «αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό», επισημαίνοντας ότι βαθαίνει ο αντιιμπεριαλιστικός αντιμονοπωλιακός της χαρακτήρας. Επαναλαμβανόταν ότι η αλλαγή μπορεί να τύχει της συγκατάθεσης ή της ουδετερότητας των μη μονοπωλιακών αστικών τμημάτων.

Εθετε ως προϋπόθεση την οικοδόμηση ενός συνασπισμού των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων στη βάση ενός κοινού προγράμματος. Η νέα λαϊκή πλειοψηφία θ' αναδείκνυε την κυβέρνηση της αλλαγής.


Στα ντοκουμέντα του Συνεδρίου (σελίδα 44 - 45) αναφέρεται ότι η «αλλαγή δεν αποτελεί μια νομοτέλεια για το πέρασμα στην επαναστατική διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό. [...] Δίνει όμως άμεση πολιτική απάντηση στις αγωνίες και τους πόθους του λαού, προσφέρει την εναλλακτική λύση ενάντια στο δικομματισμό, διευκολύνει την παραπέρα συσπείρωση των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων της ίδιας της αλλαγής και του σοσιαλισμού. Μπορεί να αποτελέσει το πέρασμα στην ενιαία επαναστατική διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό. [...] Ο αγώνας των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων της αλλαγής, με μοχλό την κυβέρνηση της Αριστεράς, πρέπει να κατευθύνεται στην κατάκτηση του συνόλου της εξουσίας από τις αντιιμπεριαλιστικές, αντιμονοπωλιακές δυνάμεις, δηλαδή της εξουσίας της Δημοκρατίας του Λαού, πρώτου σταδίου της επαναστατικής διαδικασίας μετάβασης στο σοσιαλισμό».

Το πρόγραμμα της αλλαγής, όπως χαρακτηριστικά δηλωνόταν, «κινείται σε αντίθεση με τον εξαρτημένο ΚΜΚ, προωθεί μια εθνικά ανεξάρτητη θέση της Ελλάδας στο σύγχρονο κόσμο, ξεκινά τη δημιουργία νέων θεσμών σε βασικούς τομείς της οικονομικής, κοινωνικής, δημόσιας ζωής με κριτήριο να βρίσκονται σε ανταγωνιστική αντίθεση με τη μονοπωλιακή ολιγαρχία, τον ιμπεριαλισμό, να προωθούν την κοινωνική και πολιτική αποδυνάμωσή τους, να διευκολύνουν την ουδετερότητα και την προσέλκυση δυνάμεων του μη μονοπωλιακού επιχειρηματικού κόσμου».

Η «ανάπτυξη νέου τύπου» που θα υλοποιούσε ως κατεύθυνση η κυβέρνηση της αλλαγής, σύμφωνα με το 12ο Συνέδριο, είναι στην ίδια κατεύθυνση με τα προηγούμενα συνέδρια, με ορισμένους εκσυγχρονισμούς και περισσότερες λεπτομέρειες. Για πρώτη φορά προβάλλεται στην προσυνεδριακή συζήτηση το ΚΚΕ ως κόμμα διακυβέρνησης στις συνθήκες του καπιταλισμού. Αναφέρεται ότι οι λύσεις προς όφελος του λαού, για να είναι βιώσιμες, πρέπει να εντάσσονται σ' ένα μακρόχρονο αναπτυξιακό πρόγραμμα, σε ανταγωνιστική αντίθεση με τα κριτήρια και τη λογική του εξαρτημένου κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού με κύριο μοχλό το δημόσιο τομέα, με δημοκρατικό αντιμονοπωλιακό εκσυγχρονισμό του πιστωτικού συστήματος και των άλλων οικονομικών μηχανισμών του κράτους στο πλαίσιο του δημοκρατικού προγραμματισμού, δηλαδή ο μοχλός είναι οι μεταρρυθμίσεις στο αστικό κράτος με αιχμή τον δημόσιο τομέα, δηλαδή τον κρατικό καπιταλιστικό τομέα.

Η πρόταση του ΚΚΕ για συνεργασία και κυβέρνηση της Αριστεράς απευθυνόταν με κάλεσμα για τη δημιουργία κοινού μετώπου με αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις που βρίσκονταν ακόμα στο χώρο επιρροής του ΠΑΣΟΚ, που ήταν δικό τους ζήτημα να βρουν δικό τους τρόπο πολιτικής έκφρασης (όπως αναφέρεται στη σελίδα 47 των ντοκουμέντων), με πολιτικές δυνάμεις και κινήσεις που προήλθαν από το χώρο του ΠΑΣΟΚ, ενώ θα παρακολουθούσε τις εξελίξεις και στον υπόλοιπο χώρο της Αριστεράς και της προόδου. Εκφραζόταν η κατανόηση στο γεγονός ότι μια σειρά δυνάμεις έριχναν το βάρος των προσπαθειών τους στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας τους (είναι η περίοδος που ο οπορτουνισμός με τον τίτλο «ΚΚΕ εσωτερικού» ξεκινά με διαπάλη εσωτερικό διάλογο στο ερώτημα αν έπρεπε να αποκομμουνιστικοποιηθεί ο τίτλος του ή να παραμείνει, ανάλογα ποια τακτική και μέθοδος βόλευε να παίζει το ρόλο του αναχώματος ή του συνεταίρου στο ΚΚΕ, ή να πλαγιοκοπούσε τους απογοητευμένους της αλλαγής του ΠΑΣΟΚ κ.λπ.).

Το 12ο Συνέδριο άφηνε ανοιχτό με ποιες δυνάμεις από το χώρο του οπορτουνισμού μπορούσε να γίνει συνεργασία, ανάλογα με τις τότε εξελίξεις γύρω από τον τίτλο του «ΚΚΕ εσωτερικού».

Η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ τον Μάη του 1988, ένα χρόνο μετά από το 12ο Συνέδριο, υπογράμμιζε (σελίδα 106 της έκδοσης «Από το 12ο στο 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ») ότι το Κόμμα έπρεπε «να βάλει στο κέντρο της τακτικής του την ανάγκη ν' αποκλειστούν οι αυτοδύναμες λύσεις τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ, να έχει στόχο του ν' αναδειχτεί πιο ισχυρό το ΚΚΕ και, ευρύτερα, πιο ισχυρή συνασπισμένη Αριστερά». Αναφερόταν στην ίδια Ολομέλεια ότι «ένα ισχυρό ΚΚΕ και μια συνασπισμένη Αριστερά αποτελούν τη μόνη διέξοδο για τα συμφέροντα του λαού και της χώρας και ως δύναμη μάχης και ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης και ως δύναμη που μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση, στη βάση προγράμματος, ακόμα και κυβερνητικών λύσεων, που θα ξεπερνάνε τα πλαίσια του δικομματισμού».
 
Η Απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ του Δεκέμβρη του 1988 επικύρωσε το Πόρισμα της ομάδας εργασίας ΚΚΕ - ΕΑΡ, το εκτίμησε ως μια πρώτη προσέγγιση ανάμεσα στα δύο κόμματα σε βασικά θέματα, με συγκλίσεις που επιτεύχθηκαν με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Εκτιμούσε ότι μπορούσε να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας προγραμματικής διακήρυξης των δυνάμεων της Αριστεράς και της προόδου, που θα έβαζε τις βάσεις ενός συνασπισμού μακράς πνοής, αποτελούσε επίσης κείμενο προετοιμασίας του εκλογικού προγράμματος, με τη συμβολή των απόψεων και των ιδεών όλων των δυνάμεων που θα έπαιρναν μέρος σ' αυτόν (σελίδα 147 των ντοκουμέντων «Από το 12ο στο 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ»).

Σημειωνόταν επίσης ότι το κοινό πόρισμα της ομάδας εργασίας ΚΚΕ - ΕΑΡ διέρρευσε από την επιτροπή που το επεξεργαζόταν πριν να έρθει στο ΠΓ και στη συνέχεια στην ΚΕ για συζήτηση και απόφαση. Αποτελεί και αυτό ένα δείγμα, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα, για το πώς οι οπορτουνιστές μέσα κι έξω από το Κόμμα προσπαθούσαν να το φέρουν προ τετελεσμένων γεγονότων. Δεν είναι βέβαια ζήτημα του παρόντος κειμένου η συζήτηση για τα γενικά και ειδικά προβλήματα που συνδέθηκαν και με τη διαδικασία συγκρότησης του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου».

Κάτω από το παραπάνω πρίσμα, στις εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου 1989 - 1991 το Κόμμα δεν κατέβηκε αυτοτελώς στις εκλογές, αλλά ως «Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου»· Πήρε μάλιστα στην πλάτη του την ευθύνη να πριμοδοτήσει και βουλευτές που ανήκαν στις άλλες δυνάμεις του φορέα, πριν απ' όλα της οπορτουνιστικής ΕΑΡ ή πρώην «ΚΚΕ εσωτερικού». Στο ίδιο πλαίσιο έγινε ενιαία κοινοβουλευτική ομάδα, αναστάλθηκε μέρος της δραστηριότητας της ΚΝΕ, όπως το Φεστιβάλ, που διοργανώθηκε ως του «Συνασπισμού».

Το 1989 το ΚΚΕ, με Απόφαση της ΚΕ και του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ, προχώρησε στη συμμετοχή σε κυβέρνηση συνεργασίας μεταβατικής - υπηρεσιακής και όχι κανονικής προγραμματικής, αρχικά με τη ΝΔ και στη συνέχεια και με τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ. Οι λόγοι σχηματισμού της πρώτης κυβέρνησης, με τη ΝΔ, είναι γνωστοί, να κερδηθεί ο απαιτούμενος χρόνος μέχρι τις επόμενες εκλογές ώστε να μην παραγραφεί το σκάνδαλο Κοσκωτά, το οποίο από σκοπιμότητα, πριν απ' όλα από την πλευρά της ΝΔ, μετατράπηκε σε μείζον πολιτικό πρόβλημα ώστε να διευκολυνθεί η επιστροφή της στη διακυβέρνηση ύστερα από 8 χρόνια ΠΑΣΟΚικής θητείας. Η δεύτερη κυβέρνηση με τη συμμετοχή και του ΠΑΣΟΚ έγινε με στόχο ν' αποκλειστούν οι αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις σε μια περίοδο που το πρώτο κόμμα δεν είχε την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να διαμορφώσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Δεν είναι της πρόθεσης του κειμένου να προχωρήσει σε μια πιο λεπτομερειακή ανάλυση της περιόδου εκείνης, που σίγουρα η επιλογή της συγκυβέρνησης όξυνε την κρίση που υπέβοσκε στο Κόμμα και η οποία με ευθύνη των δεξιών και «αριστερών» οπορτουνιστών είχε μεταφερθεί μελετημένα και μέσα στην ΚΝΕ. Και οι δύο ομαδοποιήσεις, που δρούσαν καθαρά ως φράξιες, αλληλεπικαλύπτονταν και αλληλοσυνεργάζονταν, δεν ασκούσε κριτική η μια στην άλλη, ενώ εμφανίζονταν με εκ διαμέτρου διαφορετικές απόψεις. Στην πραγματικότητα συνέβαινε το αντίθετο: Είχαν πλήρη σύμπνοια μεταξύ τους όσον αφορά την πολεμική κατά της πλειοψηφίας της ΚΕ με στόχο την αλλοίωση του επαναστατικού χαρακτήρα του Κόμματος, την ανοιχτή απομάκρυνσή του από το μαρξισμό - λενινισμό.

Δεν θα σταθούμε επίσης στη στάση των περίφημων συμμάχων των οπορτουνιστών στο πλαίσιο του τότε ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ που, μόλις ξέσπασε ανοιχτά η κρίση στο Κόμμα, έπαιρναν αποστάσεις - οι περισσότεροι - στο σχηματισμό των δύο κυβερνήσεων για να στριμώξουν το Κόμμα στη γωνία και ν' ανοίξουν διαύλους επικοινωνίας με το ΠΑΣΟΚ.

ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ
 
1. Η συμμετοχή και στήριξη των δύο κυβερνήσεων του 1989 - 1990 από τυπική πλευρά δεν αποτελεί παραβίαση του Προγράμματος του Κόμματος, δεδομένου ότι στη γενικότητά της ήταν ενταγμένη στη λογική συνεργασίας και με αστικές πολιτικές δυνάμεις. Εκφραζόταν ακόμα και η αντίληψη ότι, όταν το αστικό πολιτικό σύστημα δυσκολεύεται να εξασφαλίσει σταθερή αστική κυβέρνηση κι επομένως εμφανίζεται ένα είδος αστάθειας, που έχουν διαπαιδαγωγήσει το λαό να την φοβάται αντί να την αξιοποιεί, τότε δεν είναι θέμα αρχής το Κόμμα να μετέχει ή να στηρίζει κυβέρνηση για τη σταθεροποίηση, που θα εξασφάλιζε βελτίωση της θέσης του.

Για πολλά χρόνια μετά από το 1974, κεντρικό πολιτικό αίτημα αποτέλεσε η διεκδίκηση της απλής αναλογικής όχι μόνο ως εκλογικό σύστημα που εξισώνει για όλα τα κόμματα τις προϋποθέσεις για την εκλογή βουλευτή, αλλά και ως σύστημα που μπορούσε να στερήσει από την αστική τάξη τη δυνατότητα μονοκομματικής κυβέρνησης, ως κλειδί για πολιτική συνεργασία, για την ανάδειξη του ΚΚΕ σε ρυθμιστή στο σχηματισμό κυβέρνησης.

2. Η συμμετοχή του Κόμματος σε τέτοιες κυβερνήσεις φούντωσε μέσα στο Κόμμα τον οπορτουνισμό, που σήκωσε ανοιχτά κεφάλι με επικεφαλής μέλη της ΚΕ και τον τότε ΓΓ της ΚΕ Γρηγόρη Φαράκο.

3. Ως επακόλουθο των αναλύσεών μας για το τι πραγματικά σήμαινε κρίση του πολιτικού συστήματος (που βεβαίως δεν ταυτίζεται με αδυναμία για ένα διάστημα να εξασφαλίσει σταθερή κυβέρνηση) ήταν η εκτίμηση ότι το σκάνδαλο Κοσκωτά και η διάψευση ελπίδων από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ μπορούσε να οδηγήσει στη μεγάλη αποδυνάμωσή του κι έτσι ν' απελευθερωθούν οι εργατικές - λαϊκές δυνάμεις που ήταν εγκλωβισμένες, να δυναμώσει ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ πολιτικά και κοινοβουλευτικά ή να σχηματιστεί μια νέα αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή σοσιαλδημοκρατία που θα ευνοούσε τη συνεργασία και νέο κυβερνητικό συνασπισμό στο πλαίσιο του αστικού κράτους, στο έδαφος του καπιταλισμού. Να έσπαγε δηλαδή η συσκευασία που έκλεινε μέσα το «καλό» και το «κακό» ΠΑΣΟΚ. 
Η άποψη για την «καλή» και «κακή» σοσιαλδημοκρατία κυριαρχούσε σε όλο τον 20ό αιώνα, σε πείσμα των πραγματικών εξελίξεων και των χιλιάδων αποδείξεων από την εποχή ακόμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και κυρίως από το διάστημα του Μεσοπόλεμου.

4. Η αποδυνάμωση του αστικού πολιτικού συστήματος μπορεί να συντελείται σταδιακά ή και με γρήγορους ρυθμούς ανάλογα με την όξυνση των εσωτερικών αντιφάσεών του και την αντανάκλασή της στο εσωτερικό πολιτικό επίπεδο και σ' επίπεδο διακρατικών συμμαχιών. Βέβαια, πρόκειται για διαδικασία που επιδρά στις διαθέσεις της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, στην πρόοδο της πολιτικής συνειδητοποίησης, τον απεγκλωβισμό σε κάποια έκταση και βάθος από τη στρατηγική της καπιταλιστικής ανάπτυξης, και όχι γενικά γιατί υπάρχει δυσαρέσκεια εξαιτίας οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων σε θέματα ηθικής, δημοκρατίας, διαχείρισης απέναντι στα αστικά κόμματα.

Οι εξελίξεις κατά το 2012, συμπεριλαμβανομένων και των εκλογών, προσφέρουν ισχυρή απόδειξη για το γεγονός ότι η κρίση για μεγάλα αστικά κυβερνητικά κόμματα δεν ταυτίζεται με την πραγματική αστική πολιτική κρίση. Ουσιαστική αποδυνάμωση του αστικού πολιτικού συστήματος δεν υπήρξε, όπως προέκυψε και από τις εκλογές του Ιούνη, όπου η παλιά διαχωριστική γραμμή «Δεξιά - αντιδεξιά» πήρε τη μορφή «Μνημόνιο - Αντιμνημόνιο».

Τα επίσημα κόμματα της αστικής τάξης καταποντίστηκαν - ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ - κι όμως το αστικό πολιτικό σύστημα, όσο κι αν δεν μπορεί να διαχειρίζεται τη λαϊκή δυσαρέσκεια με την ίδια ευκολία, όσο κι αν δεν μπορεί να υπηρετείται από μονοκομματικές κυβερνήσεις, έχει σημαντικές εφεδρείες, ανάμεσα στις οποίες δεσπόζουσα θέση κατέχει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ριζοσπάστης   Σάββατο 12 Οχτώβρη 2019 - Κυριακή 13 Οχτώβρη 2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου