Ξύπνησε νωρίς σήμερα ο κυρ-Παντελής. Ξυρίστηκε κι ετοιμάστηκε για την εκκλησία. Κάθε Κυριακή θέλει να πηγαίνει πρωί-πρωί, σχεδόν μαζί με τον παπά. Πολλές φορές, μάλιστα, συμμετέχει και στο ψαλτήρι.

Βγήκε απ’ την εξώπορτα του σπιτιού του, έκανε το σταυρό του και τάχυνε το βήμα του. Το κρύο ήταν τσουχτερό, ο χειμώνας είχε αγριέψει για τα καλά. Δεν πρόλαβε ν’ απομακρυνθεί πολύ, όταν απ’ την αντίθετη κατεύθυνση είδε να έρχεται μια νεαρή γυναίκα τυλιγμένη στο γούνινο παλτό της. Τα τακούνια της έκαναν θόρυβο στην ησυχία του πρωινού. Αναγνώρισε ο κυρ-Παντελής τη Ρόζα, την κοπέλα της γειτονιάς, όλοι ήξεραν πως ”κάνει πιάτσα” σε γνωστό στέκι της πόλης. Γύρισε αλλού το κεφάλι του και μια έκφραση αποστροφής και αηδίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. ”Έχει και ο σατανάς τούς πιστούς του” σκέφτηκε και σταυροκοπήθηκε τρεις φορές.

Φτάνοντας στο προαύλιο της εκκλησίας αντίκρισε μια μάνα με το μωρό στην αγκαλιά της να κάθεται στα παγωμένα σκαλοπάτια και να ζητιανεύει. Έβγαλε ένα κέρμα, της το έδωσε, εισέπραξε με ικανοποίηση το βλέμμα ευγνωμοσύνης και το ”ευχαριστώ”, και ήσυχος πια ότι έκανε το χρέος του έναντι Θεού και ανθρώπων μπήκε στην εκκλησία.

 

Σαν τέλειωσε η Θεία λειτουργία, πήρε το αντίδωρο, αντάλλαξε ευχές με γνωστούς και φίλους, και ανάλαφρος και χαρούμενος ξεκίνησε για το σπίτι.

 

Περνώντας μπροστά από γνωστό σούπερ-μάρκετ της περιοχής είδε κόσμο με πανό, πλακάτ και συνθήματα. ”Μα  είναι δυνατόν, Κυριακή σήμερα κι αυτοί κάνουν απεργία;” μουρμούρισε ενοχλημένος. ”Αντί να ανάβουν μια λαμπάδα στο αφεντικό τους που τους δίνει δουλειά, διαμαρτύρονται κι από πάνω”; Όχι, καθόλου δεν αναρωτήθηκε ο κυρ-Παντελής γιατί οι εργαζόμενοι πρέπει να δουλεύουν και τις Κυριακές…

 

Γύρισε σπίτι, περιποιήθηκε τη γυναίκα του που ήταν άρρωστη εκείνες τις μέρες, και της τα διηγήθηκε όλα, με λεπτομέρειες. Για τη συνάντηση που είχε μ’ αυτή την ”παστρικιά”, τη Ρόζα, που επέστρεφε χαράματα απ’ τη ”δουλειά” της, για τη ζητιάνα που της έδωσε ελεημοσύνη, για τους ”κομμουνιστάς” απεργούς που διαμαρτύρονταν… ”Ευτυχώς, τα παιδιά μας τα μεγαλώσαμε μ’ ελληνορθόδοξες αρχές, γυναίκα!” είπε.

 

Δεν πέρασε ένας μήνας και η κόρη του, που εργαζόταν σε Τράπεζα, απολύθηκε. Μείωσαν, λέει, το μισθολογικό κόστος και έκλεισαν πολλά καταστήματα. Σαν να μην έφτανε αυτό, απολύθηκε και ο γιος του απ’ την εταιρεία στην οποία δούλευε. Μετά από δεκαπέντε χρόνια  τον έκριναν ”ακατάλληλο”… Έτσι είπαν, και στη θέση του πήραν άλλον με το μισό μισθό!

 

Στενοχωρήθηκε πολύ ο κυρ-Παντελής… Βηθάει όσο μπορεί τα παιδιά του, μα με τις φτωχικές συντάξεις που παίρνουν αυτός και η γυναίκα του τι μπορεί να κάνει; Διπλασίασε, όμως, τις προσευχές του και ελπίζει. ”Ο Θεός μεγάλος είναι!…” λέει πάντα.

 

(2/11/2020)

 

Δημήτρης Βαλαής
δάσκαλος Νάουσα

 

ΥΓ: Κι επειδή… ”κυρ-Παντελήδες” υπάρχουν πολλοί, ας ακούσουμε παρακάτω κι αυτόν του Πάνου Τζαβέλλα. Αξίζει να τον γνωρίσουν οι νεότεροι και να τον ξαναθυμηθούμε οι παλαιότεροι.

 

Ο κυρ-Παντελής
(στίχοι-μουσική: Πάνος Τζαβέλλας)

Έντιμε άνθρωπε, κυρ Παντελή,
έχεις κατάστημα κάπου στη γη.


Πουλάς εμπόρευμα, βγάζεις λεφτά
πολλά λεφτά, πολλά λεφτά.

 

Τις Κυριακές πρωί στην εκκλησιά
σταυροκοπιέσαι στην Παναγιά.

 

Έντιμε άνθρωπε, κυρ Παντελή,
έχεις και σύζυγον, κόρη, παιδί,
μοντέρνα έπιπλα, έγχρωμη TV,
τρως τροφή πνευματική.

 

Μακριά απ’ το Κόμμα μη βρεις μπελά,
“Πατρίς, θρησκεία και φαμελιά”.

Έντιμε άνθρωπε, κυρ Παντελή,
τι κι αν πεθαίνουνε πάνω στη γη
χιλιάδες άνθρωποι χωρίς ψωμί,
μαύροι, λευκοί ή κίτρινοι;

 

Ο γιος σου μονάχα να ’ναι καλά
ν’ αφήσεις τ’ όνομα και τον παρά.

Έντιμε άνθρωπε, κυρ Παντελή,
σκεύρωσες, σάπισες στο μαγαζί.


Τη νιότη ξόδεψες και την ορμή
για τη δραχμή, για το πετσί.

 

Δίπλα σου τ’ όνειρο, η ζωή και το φως
μα εσύ στο κουφάρι σου κλεισμένος εντός.

Ξέρεις πως δώσανε, κυρ Παντελή,
άλλοι τα νιάτα τους και τη ζωή
να γίνει τ’ όνειρο φέτα ψωμί
να φας κι εσύ, κυρ Παντελή;

 

Κι εσύ τι έδωσες, κυρ Παντελή;
Πες μας τι έκανες σ’ αυτή τη γη.
Πες μας τι άφησες κληρονομιά
που να εμπνέει τη νέα γενιά.

 

Έντιμε άνθρωπε, κυρ Παντελή,
έντρομε, άβουλε, συ φασουλή,
βρώμισες τ’ όνειρο και την ψυχή,
άδειο πετσί χωρίς πνοή.

 

Καλοί μου άνθρωποι, νέα γενιά,
θάψτε τους έντιμους μες στα σπαρτά
κι αυτούς που φτιάξανε τον Παντελή
σκουλήκι άχρηστο σ’ αυτή τη γη.