Παρασκευή 3 Μαΐου 2019

«Πάρτι» κερδών στις πλάτες του λαού

 
«ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ» ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ



Τον περασμένο Απρίλη δόθηκαν στη δημοσιότητα τα οριστικά οικονομικά αποτελέσματα της ΔΕΗ για το 2018, αλλά και η τέταρτη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την «Ενεργειακή Ενωση», δύο κείμενα που ήρθαν να επιβεβαιώσουν με τον πιο επίσημο και κατηγορηματικό τρόπο ότι η «απελευθέρωση» του τομέα της Ενέργειας, όπως και κάθε άλλου τομέα της οικονομίας, όχι μόνο δεν οδηγεί σε μείωση των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος εν προκειμένω, εξαιτίας της «ενίσχυσης του ανταγωνισμού», σύμφωνα με την κυρίαρχη προπαγάνδα, αλλά αντίθετα οδηγεί σε εκτόξευση των τιμών για τα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα και ταυτόχρονη εκτίναξη των κερδών για τους ιδιωτικούς μονοπωλιακούς ομίλους του χώρου της Ενέργειας.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης για την «κατάσταση της Ενεργειακής Ενωσης», που δημοσίευσε στις 9 Απρίλη η Επιτροπή, προκύπτει ότι το διάστημα 2010 - 2017 οι τιμές χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας (οι τιμές δηλαδή με τις οποίες αγοράζουν οι προμηθευτές ηλεκτρισμού από τις εταιρείες παραγωγής) μειώθηκαν κατά 6,4%, οδηγώντας έτσι, σημειώνεται στην έκθεση, σε μείωση των τιμών για τα νοικοκυριά κατά 6% και για τη βιομηχανία κατά 30%. Κι αν απ' αυτό το στοιχείο φαίνεται ότι μειώθηκαν οι τιμές έστω και λίγο για τα νοικοκυριά ακόμη κι αν η μείωση για τη βιομηχανία ήταν κατά πολύ υψηλότερη, τα στοιχεία που παρατίθενται στη συνέχεια δείχνουν ότι τελικά οι τιμές μειώθηκαν μόνο για τους βιομηχανικούς ομίλους ενώ εντέλει για τα νοικοκυριά υπήρξε μεγάλη αύξηση των τελικών τιμών.


Υπολογίζοντας το ύψος των φόρων και των διαφόρων άλλων χρεώσεων που προστίθενται στα τιμολόγια ηλεκτρισμού οι τελικές τιμές εμφανίζονται αυξημένες κατά 19,3% για τα νοικοκυριά και κατά 8,7% για τους βιομηχανικούς καταναλωτές. Με απλά λόγια, δηλαδή, για τα νοικοκυριά οι τελικές τιμές αυξήθηκαν κατά 13,6% και για τους βιομηχανικούς καταναλωτές μειώθηκαν κατά 21,3% κατά μέσο όρο σε ολόκληρη την ΕΕ. Στη συγκεκριμένη έκθεση δεν δίνονται περαιτέρω στοιχεία για την πορεία των τιμών σε κάθε χώρα ξεχωριστά, ωστόσο είναι γνωστό ότι ειδικά στην Ελλάδα τα τιμολόγια ηλεκτρισμού, συνυπολογίζοντας το σύνολο των φόρων και χρεώσεων κατά την παραπάνω περίοδο, έχουν αυξηθεί περισσότερο από 150%.

«Ενεργειακή Ενωση» για κέρδη των ομίλων
 
Την ίδια ώρα, οι στόχοι που θέτει η «Ενεργειακή Ενωση» της ΕΕ, όπως καταγράφονται εκ νέου στην έκθεση της Επιτροπής, υπόσχονται ακόμη περισσότερα οφέλη για τους μονοπωλιακούς ομίλους, αφού επιδιώκεται η επιτάχυνση των επενδυτικών προγραμμάτων της ΕΕ στον ενεργειακό τομέα, ιδίως γύρω από τον άξονα «καθαρή Ενέργεια». Η ΕΕ στο πλαίσιο της γενικότερης τάχα «φιλοπεριβαλλοντικής» της πολιτικής, με στόχο τις «πράσινες» μπίζνες του κεφαλαίου, έχει θέσει ως στόχο τη μείωση των εκπομπών ρύπων τουλάχιστον κατά 40% συγκριτικά με τα επίπεδα του 1990, τη συμμετοχή των ΑΠΕ στη συνολική παραγωγή ηλεκτρισμού κατά 32% και αντίστοιχα η εξοικονόμηση Ενέργειας να φτάσει τουλάχιστον το 32,5%.

Καθοριστικός παράγοντας για την επίτευξη όλων των παραπάνω, σημειώνεται στην έκθεση, είναι η ενίσχυση των ηλεκτρικών διασυνδέσεων μεταξύ των κρατών - μελών, προκειμένου οι επιχειρηματικοί όμιλοι να εμπορεύονται στην ενιαία αγορά ηλεκτρισμού, γι' αυτό και σημειώνεται η ανάγκη να αυξηθεί το ποσοστό τους στο 15% τουλάχιστον μέχρι το 2030 σε σχέση με σήμερα. 
Παράλληλα, τονίζεται ότι απαιτούνται «επενδύσεις μεγάλης κλίμακας» για να βελτιωθούν τα δίκτυα ηλεκτρισμού πανευρωπαϊκά και για να υπάρξει μεγαλύτερη αξιοποίηση της παραγωγής ηλεκτρισμού από ΑΠΕ. Το ύψος των επενδύσεων που απαιτούνται μόνο στον τομέα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας υπολογίζεται σε περισσότερα από 150 δισ. ευρώ για την περίοδο 2021 - 2030, ενώ σημειώνεται ότι αυτές οι επενδύσεις θα πρέπει να συνδυαστούν με την «ψηφιοποίηση» των δικτύων - εισαγωγή των λεγόμενων έξυπνων μετρητών - όπως επίσης και με την ανάπτυξη υποδομών αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας.

Συνολικά, η «Ενεργειακή Ενωση» χαρακτηρίζεται «ευκαιρία - κλειδί» για το γενικότερο επενδυτικό πλάνο της ΕΕ, αφού για την επίτευξη του συνόλου των στόχων που αυτή θέτει θα απαιτηθούν 180 δισ. ευρώ επενδύσεων κατ' έτος μέχρι το 2030 και ακόμη τόσα κάθε χρόνο μέχρι το 2050.

Με δεδομένα τα τεράστια ποσά που απαιτούνται, στην έκθεση ομολογείται ξεκάθαρα ότι η ενεργειακή πολιτική της ΕΕ θα πρέπει να διασφαλίζει τη μείωση του «ρίσκου» των επενδυτών, ενώ τονίζεται ότι τα κράτη - μέλη θα πρέπει να συνεχίσουν να παίζουν κεντρικό ρόλο στη διασφάλιση των κερδών για τις νέες επενδύσεις στους τομείς της «καθαρής Ενέργειας», παρέχοντας και τις επόμενες δεκαετίες «καθεστώτα στήριξης» στους επενδυτές. Συνέχιση και ενίσχυση δηλαδή του ισχύοντος καθεστώτος άμεσων κρατικών επιδοτήσεων, όσο και των δεκάδων άλλων διευκολύνσεων και προνομίων προς τους επιχειρηματικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στον τομέα των ΑΠΕ και γενικότερα της «καθαρής» Ενέργειας, προκειμένου να έχουν εξασφαλισμένη κερδοφορία.

Βαρύ τίμημα για τα λαϊκά στρώματα
 
Την ίδια ώρα, τα οικονομικά αποτελέσματα που δημοσίευσε η ΔΕΗ την περασμένη βδομάδα, δείχνουν ακόμη πιο γλαφυρά ποιος έχει ωφεληθεί όλα αυτά τα χρόνια από την πολιτική της «απελευθέρωσης» που πιστά εφαρμόζουν όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις στο πλαίσιο της «Ενεργειακής Ενωσης» της ΕΕ. Η επιχείρηση καταγράφει ζημιές συνολικού ύψους 542 εκατ. ευρώ, αφού μειώνονται τα μερίδιά της στη λιανική, πληρώνει εξωφρενικές τιμές για «δικαιώματα ρύπων» και παράλληλα οι δυνατότητες που έχει για παραγωγή φτηνής ηλεκτρικής ενέργειας μέσω λιγνίτη και υδροηλεκτρικών, αντί να πηγαίνουν για να καλύψουν τις λαϊκές ανάγκες σε φτηνό ρεύμα, αξιοποιούνται για να προμηθεύει ρεύμα σε τιμές κάτω του κόστους τους ιδιωτικούς ομίλους, οι οποίοι το εξάγουν σε πολλαπλάσιες τιμές κερδίζοντας έτσι τη διαφορά προς όφελός τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περσινή χρονιά οι εξαγωγές ηλεκτρικού ρεύματος από τους ιδιώτες παρόχους αυξήθηκαν κατά 75,2%. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος, άλλωστε, που η ΕΕ επιθυμεί την ενίσχυση των διασυνδέσεων μεταξύ των κρατών - μελών, αφού έτσι δίνεται η δυνατότητα του διασυνοριακού εμπορίου ηλεκτρισμού.

Την ίδια στιγμή οι ιδιώτες προμηθευτές αφαιρούν συνεχώς μερίδιο λιανικής από τη ΔΕΗ, στη χαμηλή και μέση τάση, όχι όμως και στην υψηλή. Εκεί το μερίδιο της ΔΕΗ παραμένει σταθερά υψηλό και αυξάνεται, αφού το 2018 έφτασε στο 97,6% έναντι 97,3% το 2017. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το σύνολο σχεδόν της βιομηχανικής παραγωγής παραμένει σταθερά υπό τη «σκέπη» της ΔΕΗ απολαμβάνοντας τα χαμηλά τιμολόγια και τις «ευκολίες πληρωμής» που τους παρέχει η ΔΕΗ. Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο προκλητική αν αναλογιστεί κανείς πως κάποιοι εγχώριοι μεγάλοι βιομηχανικοί όμιλοι λειτουργούν παράλληλα και εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και εταιρείες παραγωγής ηλεκτρισμού μέσω ΑΠΕ.

Με απλά λόγια, ο ίδιος μονοπωλιακός όμιλος, ως παραγωγός ρεύματος πουλάει πανάκριβα στη ΔΕΗ (γιατί τα τελευταία χρόνια η ΔΕΗ αναγκάζεται και αγοράζει ρεύμα αφού έχει μειωθεί το μερίδιό της στην παραγωγή και αντιστοιχεί περίπου στο 50% της συνολικής), ως προμηθευτής ρεύματος αγοράζει από τη ΔΕΗ κάτω του κόστους μέσω των δημοπρασιών τύπου «ΝΟΜΕ» και το εξάγει σε αγορές του εξωτερικού με πολύ υψηλότερες και ως βιομηχανικός καταναλωτής παραμένει «πελάτης» της ΔΕΗ με προνομιακά χαμηλά τιμολόγια.

Το «πάρτι» που γίνεται όλα αυτά τα χρόνια στις πλάτες των εργαζόμενων λαϊκών στρωμάτων συνεχίζεται βεβαίως με τις τεράστιες επιδοτήσεις που λαμβάνουν οι παραγωγοί ηλεκτρισμού μέσω ΑΠΕ. Μόνο την περασμένη χρονιά στον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ), από τον οποίο επιδοτούνται οι όμιλοι του χώρου, εισέρρευσαν συνολικά 1,857 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 1,747 δισ. πιστώθηκαν στους ομίλους. Μεταξύ των εισροών ενίσχυσης του ΕΛΑΠΕ είναι και το τέλος ΕΤΜΕΑΡ, συνολικού ύψους 576,75 εκατ., χρήματα που κατέβαλαν άμεσα οι καταναλωτές μέσω των τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά και άλλες χρεώσεις που έμμεσα περνούν στην κατανάλωση, όπως το «τέλος λιγνίτη», ύψους 26,63 εκατ. ή η «χρέωση προμηθευτών» που στοίχισε 220,77 εκατ.

Να σημειώσουμε ότι το ποσό του ΕΤΜΕΑΡ σχεδόν σε απόλυτο βαθμό καταβλήθηκε από τα λαϊκά νοικοκυριά, αφού η κυβέρνηση, με τη σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έσπευσε να διαθέσει ένα σημαντικό τμήμα του πλεονάσματος που εμφάνισε ο ΕΛΑΠΕ, ύψους 110 εκατ. ευρώ, για τη μείωση του ενεργειακού κόστους των μεγάλων ενεργοβόρων βιομηχανικών ομίλων, ως... πρώτη δόση του συνολικότερου πακέτου στήριξης για τη μείωση του ενεργειακού κόστους των βιομηχανιών...

Ταυτόχρονα, βέβαια, όπως ανακοίνωσε πρόσφατα η ΔΕΗ και επιβεβαίωσε εκ νέου μετά την ανακοίνωση των δυσμενών οικονομικών αποτελεσμάτων, σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται η διαδικασία μείωσης των ανεξόφλητων οφειλών προς την επιχείρηση με τον σχεδιασμό να περνά στην επόμενη φάση, αυτόν της «τιτλοποίησης» των ληξιπρόθεσμων, μέσω της οποίας επιδιώκει την άντληση επιπλέον ρευστότητας έως και 300 εκατ. ευρώ.

Ολο το προηγούμενο διάστημα η επιχείρηση είχε επιδοθεί σε μια σειρά μεθόδων πίεσης προς λαϊκά νοικοκυριά που έχουν οφειλές, όπως απειλητικά ραβασάκια ή και διακοπές ρεύματος, ενώ είχε προσλάβει και εταιρεία με πείρα στην είσπραξη οφειλών, η οποία «ενορχήστρωσε» την όλη διαδικασία. Τώρα, με τη μέθοδο της «τιτλοποίησης», η ΔΕΗ προσβλέπει στη λήψη χρηματοδότησης με αντάλλαγμα τις οφειλές που διατηρούν πελάτες προς την ίδια. Αν προσωρινά η μεθόδευση αυτή αφορά «μεγάλους» και «στρατηγικούς κακοπληρωτές», τίποτε δεν αποκλείει στο εγγύς μέλλον το ίδιο να πράξει και με χρέη που διατηρούν λαϊκά νοικοκυριά που αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στο πανάκριβο ρεύμα. Να υπενθυμίσουμε ότι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές στη ΔΕΗ είχαν φτάσει μέχρι και τα 3,5 δισ. ευρώ το 2017, ενώ σήμερα βρίσκονται περίπου στα 2,5 δισ. ευρώ.

Φ. Κ.
 
 
Ριζοσπάστης  Παρασκευή 3 Μάη 2019
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου