Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

Πανδημία Covid-19: Πρόληψη ή θεραπεία;

 

  Πηγή: Associated Press

 

*Του Αιμίλιου Κακλαμάνου

Με το 2ο κύμα της πανδημίας ακόμη να καλπάζει και τους πρώτους εμβολιασμούς να έχουν μόλις ξεκινήσει, η συζήτηση γύρω από τα εμβόλια έχει φουντώσει.

Οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο, όπως και στην Ελλάδα, παρουσιάζουν το εμβόλιο ως το άμεσο και οριστικό τέλος του κορονοϊού, της αντιμετώπισης της πανδημίας και των βαριών συνεπειών της στην υγεία και τη ζωή των ανθρώπων.

Ο μαζικός εμβολιασμός του πληθυσμού που θα εξασφαλίζει ικανό επίπεδο ανοσίας μπορεί να έχει ένα τέτοιο αποτέλεσμα.

Αυτό όμως που δεν πρόκειται - και δεν πρέπει - να κρυφτεί πίσω από τους εμβολιασμούς, είναι η προσπάθεια της κυβέρνησης να καλύψει τις τεράστιες ευθύνες της για τα χάλια του δημόσιου συστήματος Υγείας που βρέθηκε «αθωράκιστο» για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Γιατί η πικρή αλήθεια είναι πως ακόμη και κάποια από τα «τελειότερα» - κατά τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας - εθνικά συστήματα Υγείας κατέρρευσαν, όχι λόγω του ιού, αλλά λόγω των πολιτικών εμπορευματοποίησης της Υγείας που εφαρμόζουν.

Η εμφάνιση του νέου κορονοϊού μπορεί να αποτελεί ένα «φυσικό φαινόμενο», όμως η άθλια κατάσταση των δημόσιων μονάδων Υγείας, που προϋπήρχε της πανδημίας και επιδεινώθηκε με αυτήν, δεν αποτελεί «φυσικό φαινόμενο», αλλά αποτέλεσμα της κρατικής υποχρηματοδότησης, της πολιτικής εμπορευματοποίησης των υπηρεσιών Υγείας, του κριτηρίου του «κόστους - οφέλους» και του περιορισμού στο ελάχιστο σε ό,τι έχει σχέση με τις λαϊκές κοινωνικές ανάγκες.

Η κυβέρνηση της ΝΔ όχι μόνο διατήρησε αλλά χειροτέρεψε κιόλας το αποσαθρωμένο και υποστελεχωμένο δημόσιο σύστημα Υγείας που παρέλαβε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αφήνοντάς το αθωράκιστο απέναντι στην πανδημία.

Χωρίς επαρκές προσωπικό και εξοπλισμό, χωρίς Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Και τώρα, ποντάρει στο εμβόλιο, με την ελπίδα να σώσει ό,τι έχει απομείνει, χωρίς να ξοδέψει ούτε ευρώ παραπάνω για το σύστημα Υγείας.

Η θεραπευτική φαρέτρα έναντι της Covid-19

Ευτυχώς, δεν είμαστε πια άοπλοι απέναντι στον SARS-CoV-2. Η εμπειρία και η γνώση που συσσωρεύσαμε όλους αυτούς τους μήνες αλλά και τα αποτελέσματα εντατικών ερευνών έχουν κάνει τον ιό αυτό λιγότερο «αόρατο». Πλέον, έχουμε κάποια μέσα, έστω και λίγα, για να βοηθήσουμε τους ασθενείς μας.

Από τη μία, η φαρμακευτική αγωγή:

Η δεξαμεθαζόνη, οι ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους και η ρεμδεσιβίρη (παρά τα τελευταία αμφιλεγόμενα οφέλη της) αποτελούν την πρώτη γραμμή άμυνας.

Παράλληλα, υπάρχουν και μια σειρά από άλλα, υποσχόμενα φάρμακα, τα οποία είναι ακόμη υπό μελέτη. Οπως, για παράδειγμα, το anakinra, η χορήγηση πλάσματος από αναρρώσαντες από Covid-19 ασθενείς και η χορήγηση μονοκλωνικών αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 (τα οποία ήδη έχουν λάβει επείγουσα έγκριση στις ΗΠΑ).

Οσο περνάει ο καιρός και συσσωρεύονται γνώση και δεδομένα, είναι πιθανόν άλλα φάρμακα να μπαίνουν στο παιχνίδι και άλλα να βγαίνουν εκτός.

Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει κανένα φάρμακο με 100% αποτελεσματικότητα έναντι του ιού. Επομένως, τα φάρμακα από μόνα τους δεν επαρκούν για να σταματήσει η πανδημία.

Από την άλλη, έχουμε την οξυγονοθεραπεία:

Η αξιοποίηση μη επεμβατικών μεθόδων μηχανικής υποστήριξης της αναπνοής, με υψηλή παροχή οξυγόνου (High Flow Nasal Cannula, Ventu mask κ.λπ.), αποτελεί ισχυρό όπλο στα χέρια μας για να αποτρέψουμε τη διασωλήνωση ενός ασθενούς και να δώσουμε τον χρόνο στον οργανισμό του να ανακάμψει.

Επιπλέον βοήθεια σε όλο αυτό, μας προσφέρει και η αξιοποίηση της πρηνούς θέσης, ακόμη και σε μη διασωληνωμένους ασθενείς, ώστε να βελτιώνεται ο αερισμός τους.

Με την εφαρμογή των παραπάνω μέσων και τεχνικών, έχουν μειωθεί σημαντικά οι ασθενείς οι οποίοι χρειάστηκε εν τέλει να διασωληνωθούν. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικότατες οι ευθύνες της κυβέρνησης, για το γεγονός ότι, ενώ η γνώση για τα μηχανήματα αυτά υπήρχε ήδη από το 1ο κύμα, δεν φρόντισε ώστε όλα τα νοσοκομεία να τα προμηθευτούν έγκαιρα σε επαρκή αριθμό, για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις ανάγκες του 2ου κύματος.

Το εμβόλιο

Μετά τις τεράστιες χρηματοδοτήσεις που έλαβαν οι φαρμακοβιομηχανίες - ακόμη κι αυτές που δεν ανέπτυξαν εν τέλει ένα εμβόλιο - από τα κράτη, η ανάπτυξη εμβολίων έναντι του κορονοϊού είναι γεγονός.

Το εμβόλιο της «Pfizer» έχει πάρει έγκριση σε Ευρώπη και Αμερική και έχουν ξεκινήσει οι πρώτοι εμβολιασμοί, ενώ το εμβόλιο της «Moderna» έχει εγκριθεί στις ΗΠΑ και αναμένεται να εγκριθεί σύντομα και στην Ευρώπη.

Σε ό,τι αφορά την ασφάλειά τους, τα μέχρι τώρα δεδομένα υποστηρίζουν ότι είναι αρκετά ασφαλή, για το διάστημα και τους πληθυσμούς, στους οποίους έχουν μελετηθεί.

Παράλληλα, χορηγούνται ήδη στη Ρωσία δύο εμβόλια ρωσικής παραγωγής, ενώ μια σειρά από άλλα εμβόλια (από Αμερική, Κίνα, Κούβα κ.λπ.) είτε έχουν λάβει περιορισμένη άδεια είτε βρίσκονται σε φάση δοκιμών.

Αυτό που πρέπει να κατανοήσουμε είναι το γεγονός ότι το εμβόλιο δεν αποτελεί φάρμακο, δεν θεραπεύει δηλαδή, αλλά αποτελεί κομμάτι της πρόληψης.

Για να μπορέσει το εμβόλιο να είναι αποτελεσματικό σε επίπεδο κοινωνίας και να συνεισφέρει στη λήξη της πανδημίας, πρέπει να χορηγηθεί σε ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Επειτα, πρέπει να περιμένουμε, μέχρις ότου οι εμβολιασθέντες αναπτύξουν αντισώματα (να αναπτυχθεί δηλαδή ανοσία του πληθυσμού).

Κι αυτό, με την προϋπόθεση ότι η χρονική διάρκεια της ανοσίας που προσφέρει το εμβόλιο (ακόμη δεν είναι γνωστή) θα είναι μεγαλύτερη από τις καθυστερήσεις της κυβέρνησης στην πραγματοποίηση των εμβολιασμών.

Ηδη στην Ελλάδα οι αρχικοί υπολογισμοί της κυβέρνησης για διενέργεια 1 - 2 εκατομμυρίων εμβολιασμών το μήνα πήγαν περίπατο, αφού η αρχική παραγγελία μειώθηκε σε 300.000 περίπου εμβόλια και η πρώτη «παρτίδα» που ήρθε είναι 9.000 δόσεις.

Είναι οφθαλμοφανές ότι θα περάσουν αρκετοί μήνες μέχρι να δούμε τα αποτελέσματα των εμβολιασμών, συνεχίζοντας όμως ταυτόχρονα να έχουμε ασθενείς, διασωληνωμένους, αλλά και νεκρούς.

Αυτό σημαίνει ότι θα χρειαζόμαστε παράλληλα όλα τα μέτρα πρόληψης της διασποράς, αλλά και μέτρα ουσιαστικής ενίσχυσης σε προσωπικό, υποδομές, τεχνολογικό εξοπλισμό όλων των δημόσιων μονάδων Υγείας, καθώς και αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων φαρμάκων.

Παράλληλα, πυκνώνουν οι διάφορες αντιεπιστημονικές - μεταφυσικές - συνωμοσιολογικές θεωρίες ενάντια στα εμβόλια, στις μάσκες κ.λπ., οι οποίες μόνο κακό προκαλούν. Είναι άλλο το να κρατάς κριτική στάση, με επιστημονικά πάντα κριτήρια απέναντι σε ένα φάρμακο ή εμβόλιο και τελείως διαφορετικό να τα απορρίπτεις δαιμονοποιώντας τα.

Φάρμακο ή εμβόλιο;

Για να κερδίσουμε μια τόσο δύσκολη μάχη χρειαζόμαστε κάθε διαθέσιμο όπλο. Επομένως, τόσο τα φάρμακα όσο και τα εμβόλια είναι αναγκαία.

Οποιαδήποτε λοιπόν συζήτηση φέρνει σε αντιπαράθεση τα φάρμακα με τα εμβόλια είναι προβληματική και αποπροσανατολιστική.

Μια τέτοια αντιπαράθεση δεν είναι «καινούργια» ούτε είναι απαλλαγμένη - ανεξάρτητα και από τις προθέσεις όσων την προβάλλουν - από τα ιδιαίτερα συμφέροντα της καπιταλιστικής φαρμακοβιομηχανίας, ανάλογα με το εμπόρευμα που παράγει.

Είναι γεγονός ότι η θνητότητα για κάποιον που νοσεί από Covid-19 (case fatality) είναι 2 - 4% (με βάση τα μέχρι τώρα καταγεγραμμένα κρούσματα), αρκετά υψηλότερη από αυτήν της γρίπης. Είναι, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη να συνεχιστεί η έρευνα για την ανακάλυψη/ανάπτυξη νέων φαρμάκων έναντι του κορονοϊού.

Οπως επίσης επιτακτική είναι και η ανάγκη για τη συνέχιση των ερευνών γύρω από τα εμβόλια καθώς και η αξιολόγηση - με επιστημονικά πάντα κριτήρια - όλων των διαθέσιμων εμβολίων, μακριά από προκαταλήψεις και άσχετα από τη χώρα παραγωγής τους.

Επιπρόσθετα, για να μπορέσει ο εμβολιασμός να είναι επιτυχής θα πρέπει καταρχάς να εξασφαλιστεί επαρκής αριθμός εμβολίων. Θα πρέπει να υπάρξει ένα οργανωμένο πανεθνικό σχέδιο για τον δωρεάν εμβολιασμό των ευπαθών ομάδων και όλων όσοι το επιθυμούν, σε οργανωμένες δομές, υπό την παρουσία και επίβλεψη ιατρικού προσωπικού.

Παράλληλα, επειδή ορισμένα εμβόλια έχουν πάρει επείγουσα έγκριση (λόγω της πανδημίας) και δεν έχουν μελετηθεί σε βάθος χρόνου, είναι αναγκαία η παρακολούθηση των εμβολιαζόμενων και η λεγόμενη φαρμακοεπαγρύπνηση, έτσι ώστε να παρεμβαίνουμε έγκαιρα, εάν εμφανιστεί κάποια ανεπιθύμητη παρενέργεια.

Τέλος, θα πρέπει να εκπαιδευτεί σωστά ο πληθυσμός, καθώς μετά τον εμβολιασμό του ένα άτομο δεν γίνεται αυτόματα άτρωτο από τον ιό (χρειάζονται 2 δόσεις και μερικές επιπλέον μέρες για την παραγωγή αντισωμάτων).

Επίσης, δεν είναι ακόμη γνωστό αν κάποιος που έχει εμβολιαστεί, μπορεί χωρίς να νοσήσει να μεταδώσει τον ιό. Επομένως, εμβολιάζομαι δεν σημαίνει ότι σταματάω να προσέχω και να εφαρμόζω τα μέτρα προστασίας!

Οταν λέμε πρόληψη, απαιτούμε πραγματική και ολόπλευρη προσέγγιση

Από αρχαιοτάτων χρόνων, είχε γίνει κτήμα της ανθρώπινης λογικής ότι η πρόληψη είναι καλύτερη και σημαντικότερη από τη θεραπεία. Και όμως, σήμερα, στον 21ο αιώνα και ενώ οι λοιμωξιολόγοι προειδοποιούν για ένα βαρύτερο 3ο κύμα της πανδημίας μετά τις γιορτές, η κυβέρνηση δεν ασχολείται με την πραγματική πρόληψη της Covid-19, αλλά βαφτίζει «πρόληψη» μονάχα την ατομική ευθύνη.

Για την πραγματική πρόληψη είναι αναγκαία η ολόπλευρη προσέγγιση του ανθρώπου και όχι το μηχανιστικό «κομμάτιασμά του».

Είναι γνωστό ότι το στρες και η κατάθλιψη καταστέλλουν το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού και μας κάνουν ευάλωτους σε λοιμώξεις και άλλα νοσήματα, όπως αυτά του καρδιαγγειακού ή μεταβολικά νοσήματα (παχυσαρκία, διαβήτης κ.ο.κ.).

Αν αναλογιστούμε την πολύ άσχημη κατάσταση που βιώνει ο λαός εν μέσω καραντίνας, με τις απολύσεις, τα χρέη που τον πνίγουν κ.ο.κ., αντιλαμβανόμαστε πόσο ευάλωτος μπορεί να είναι.

Αντίστοιχα αποτελέσματα έχουν και η σωματική και ψυχική κόπωση από την υπερεργασία, ο κακός ύπνος, αλλά και η κακή διατροφή, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τους υγειονομικούς, λόγω των διαχρονικά τεράστιων ελλείψεων σε προσωπικό. Παρόμοιες επιπτώσεις έχουν και οι συνθήκες ζωής του ανθρώπου (στέγαση, θέρμανση κ.λπ.).

Είναι ευρέως γνωστό ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά θανάτων από Covid-19 παρουσιάζονται στα φτωχότερα λαϊκά στρώματα, σε ανέργους, σε μειονότητες κ.ο.κ. με κακές συνθήκες διαβίωσης.

Στα φτωχότερα αυτά λαϊκά στρώματα αντιστοιχούν στοιχειώδεις - ανεπαρκέστατες παροχές σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, με αποτέλεσμα ένα χειρότερο επίπεδο υγείας γενικότερα.

Ολοι οι παραπάνω παράγοντες προϋπήρχαν της πανδημίας και επιδεινώθηκαν σημαντικά λόγω αυτής.

Ενα άλλο σημαντικότατο κομμάτι της πρόληψης είναι η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Πλέον, γνωρίζουμε ότι οι ασθενείς με καρδιαγγειακά νοσήματα, διαβήτη, παχυσαρκία, νοσήματα του αναπνευστικού, καρκίνο κ.ο.κ., είναι υψηλού κινδύνου και έχουν χειρότερη πρόγνωση.

Ωστόσο, εν μέσω πανδημίας, το σύστημα Υγείας έχει μετατραπεί σε μιας νόσου. Ετσι, πάρα πολλοί ασθενείς με τέτοια νοσήματα έχουν καθυστερήσει ή ακόμη και διακόψει την παρακολούθησή τους στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων και καθίστανται ακόμη πιο ευάλωτοι στην Covid-19 ή στο νόσημα από το οποίο πάσχουν.

Ενα καλά οργανωμένο και στελεχωμένο σύστημα ΠΦΥ θα μπορούσε (και θα έπρεπε) να καλύπτει αυτούς τους ασθενείς, οι οποίοι παραμένουν αβοήθητοι, εκτός αν έχουν χρήματα για να καταφύγουν στον ιδιωτικό τομέα. Δυστυχώς, τέτοια παραδείγματα έχουμε πάρα πολλά, ήδη από το 1ο κύμα της πανδημίας.

Επίσης, ένα καλά οργανωμένο σύστημα ΠΦΥ θα μπορούσε να παρακολουθεί τους ασθενείς με Covid-19 ακόμη και στο σπίτι τους, εντοπίζοντας νωρίς την επιδείνωσή τους και παρεμβαίνοντας έγκαιρα θεραπευτικά ή παραπέμποντάς τους στο νοσοκομείο, βελτιώνοντας έτσι τις πιθανότητές τους για ίαση.

'Η θα μπορούσε, με τη χρήση εξειδικευμένων (αλλά εύκολα υπολογίσιμων) κριτηρίων, να εντοπίσει τους ασθενείς υψηλού κινδύνου και να τους χειριστεί αναλόγως. Με μία τέτοια αντιμετώπιση θα αποτρεπόταν και η υπερφόρτωση των νοσοκομείων.

Αντίστοιχα, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε άτομα υψηλού κινδύνου λόγω περιβαλλοντικών ή άλλων συνθηκών (για παράδειγμα, η ατμοσφαιρική ρύπανση ευνοεί την επιβίωση του ιού στο περιβάλλον και στις επιφάνειες) και να παρέμβουμε έγκαιρα, πριν από τη δημιουργία εστιών μόλυνσης και υπερμετάδοσης.

Επιπρόσθετα, με την εφαρμογή μαζικών δωρεάν ελέγχων για Covid-19 θα μπορούσαμε να έχουμε πολύ καλή και διαρκώς ενημερωμένη επιδημιολογική επιτήρηση, ώστε να εντοπίζουμε εγκαίρως την όποια αρχόμενη τοπική αύξηση κρουσμάτων και να την αντιμετωπίζουμε εν τη γενέσει της.

Δυστυχώς, όμως, για την πολιτική που εφαρμόζουν όλα αυτά τα χρόνια στην Υγεία, τόσο οι ελληνικές κυβερνήσεις, όσο και η ΕΕ, η ΠΦΥ αντιμετωπίζεται ως κόστος, το οποίο πρέπει να περικοπεί και να μετακυληθεί στις τσέπες των (εν δυνάμει) ασθενών.

Η ΠΦΥ θα μπορούσε να προσφέρει πάρα πολλά και να σώσει πραγματικά ανθρώπινες ζωές, ιδίως - αλλά όχι μόνο - στην περίοδο της πανδημίας. Ωστόσο, η κυβέρνηση φρόντισε, στον κρατικό προϋπολογισμό για την Υγεία το 2021, να περικόψει από την ήδη υποχρηματοδοτούμενη ΠΦΥ επιπλέον 96 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2020.

Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε και τα μέτρα προστασίας που θα πρέπει να εφαρμόζονται και να τηρούνται σωστά και εκτενώς (αποστάσεις, μάσκες κ.λπ.).

Ωστόσο, ο συνωστισμός στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, ο συνωστισμός στις σχολικές αίθουσες, η μη χορήγηση από τους εργοδότες μέσων προστασίας στους μεγάλους χώρους δουλειάς (βλέπε Δυτική Αττική) είναι πρωτίστως ευθύνη των αρμόδιων υπουργείων και της κυβέρνησης.

Βλέπουμε φως στην άκρη του τούνελ;

Οι τελευταίες εξελίξεις γύρω από τα εμβόλια προκαλούν μια συγκρατημένη αισιοδοξία σχετικά με την αντιμετώπιση της πανδημίας. Ωστόσο, για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, πρέπει να υπάρξει μια σοβαρή και ολόπλευρη προσέγγιση του ζητήματος.

Αφενός, να αξιοποιηθούν τα όποια φάρμακα έχουμε ή μπορεί να αναπτύξουμε. Αφετέρου, με τον εμβολιασμό αλλά και την εφαρμογή μιας σειράς άλλων μέτρων πρόληψης. Είναι επιτακτική ανάγκη, έστω και τώρα, στο «και πέντε», η κυβέρνηση να αναλάβει τις τεράστιες ευθύνες της και να σταματήσει να κρύβεται πίσω από το αφήγημα τού «δεν γνωρίζαμε»...

Η όλη πείρα μας από την πανδημία και τη διαχείρισή της μέχρι τώρα σε παγκόσμιο επίπεδο, μας δείχνει τις τεράστιες δυνατότητες που έχουν η επιστήμη και η τεχνολογία σήμερα. Συνάμα, όμως, μας δείχνει και το πόσο αυτές οι δυνατότητες φρενάρονται μέσα στο πλαίσιο του κοινωνικοοικονομικού συστήματος που ζούμε, του καπιταλισμού.

Η Υγεία, το Φάρμακο, το εμβόλιο αποτελούν εμπορεύματα και άρα πηγή κέρδους για τις φαρμακευτικές και άλλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις.

Η ανταγωνιστικότητα, το κέρδος, η κατοχύρωση της «πατέντας» αποτελούν εχθρό της επιστημονικής συνεργασίας, ώστε όλες οι διαθέσιμες επιστημονικές και τεχνολογικές δυνάμεις να δουλεύουν μαζί, αξιοποιώντας όλη την υπάρχουσα γνώση για έναν κοινό σκοπό.

Αντ' αυτού, η επιστημονική γνώση αποκρύπτεται και «προστατεύεται» μέσω της πατέντας, ενώ το κάθε εργαστήριο δουλεύει ανταγωνιστικά με τα υπόλοιπα.

Επίσης, βλέπουμε να δαπανώνται τεράστια ποσά μόνο για περιπτώσεις που αναμένεται ακόμη μεγαλύτερο κέρδος. Οταν όμως ο «ενδιαφερόμενος» πληθυσμός είναι μικρός ή φτωχός, η έρευνα και η παραγωγή ματαιώνονται, διότι δεν υπάρχει το οικονομικό κίνητρο. 'Η εάν υπάρχει αποτέλεσμα της έρευνας, αυτό μένει στα «συρτάρια» μέχρι να αποκτήσει οικονομικό ενδιαφέρον η παραγωγή του (π.χ. ανάπτυξη εμβολίων για τον Εμπολα ή τον MERS κ.λπ.).

Βέβαια, όποιο φάρμακο ή εμβόλιο κι αν παραχθεί και αποδειχτεί ασφαλές και αποτελεσματικό, αποτελεί ένα όπλο για την ανθρωπότητα. Κι εμείς ως υγειονομικοί, που βιώνουμε την πανδημία από τα «μέσα», δεν μπορούμε παρά να αξιοποιήσουμε στο έπακρο τα όπλα αυτά.

Ταυτόχρονα, όμως, να παλεύουμε για ένα σύστημα στο οποίο η επιστήμη και η τεχνολογία θα αξιοποιούνται για να προασπίζουν την Υγεία, που θα υπηρετεί καθολικά και δωρεάν τις σύγχρονες ανάγκες του λαού: Τον σοσιαλισμό - κομμουνισμό.

Αυτό είναι το «φως στο τούνελ» από την πλευρά των λαϊκών συμφερόντων, σε αντιπαράθεση με την «επιστροφή της κανονικότητας» της κυβέρνησης, υπέρ του κεφαλαίου και κατά των λαϊκών αναγκών.

*Ο Αιμίλιος Κακλαμάνος είναι Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, Ειδικευόμενος Παθολόγος στο ΓΝΑ Λαϊκό, εργαζόμενος στην κλινική COVID-19 (το άρθρο αναδημοσιεύεται από τον «Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου»). 

902gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου