Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΩΝ




Πριν δυο μέρες η  τροπολογία που κατέθεσε ο υπουργός Δικαιοσύνης Στ. Κοντονής για δίωξη αυτών που παρεμποδίζουν πλειστηριασμούς, «βελτιωμένο» στο σκέλος που απαιτείται έγκληση από το θύμα και όχι αυτεπάγγελτη δίωξη, υπερψηφίστηκε από τη συμπολίτευση, παρόλη την …εκφρασμένη δυσαρέσκεια των κυβερνητικών βουλευτών και γενικά την κριτική που ασκείται στην κυβέρνηση για το νέο «ιδιώνυμο» με το οποίο ποινικοποιούνται κινητοποιήσεις. Εξάλλου δεν βρήκε αντίθετα τα αστικά κόμματα της αντιπολίτευσης, ακόμα κι αν περιορίστηκαν στο «παρών» για μικροπολιτικούς λόγους, με τη Νέα Δημοκρατία να πλειοδοτεί στην έκταση της εφαρμογής της και  τη Χ.Α να συνεχίζει το αντισυστημικό παιχνίδι της καταψηφίζοντάς τη. 
 
Την επόμενη μέρα η ένωση δικαστών και εισαγγελέων σε ανακοίνωσή της για τη βομβιστική ενέργεια στο Εφετείο  κατηγορεί  εν ολίγοις την κυβέρνηση ως «ηθικό αυτουργό» για το τρομοκρατικό χτύπημα, ενώ από  την πλευρά της κυβέρνησης ο υπουργός Δικαιοσύνης Στ. Κοντονής απαντώντας  στις αιχμές των δικαστικών κάνει λόγω για προσπάθεια αποπροσανατολιστική και υποβολιμαία» αλλά και «πρωτίστως προκλητική»
 
 Από τη μια η κυβέρνηση της «ριζοσπαστικής αριστεράς» θωρακίζει το κράτος με νόμους που ποινικοποιούν τις κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες και από την άλλη εμφανίζεται να συγκρούεται με το δικαστικό σώμα σε μια επίδειξη ανατρεπτικού λόγου, κρίνοντας τη δικαστική εξουσία σε επιμέρους τομείς που καθόλου δεν αλλοιώνουν την ουσία της καπιταλιστικής εξουσίας  όπως εκφράζεται και στο δίκαιο. 
 
               Οι σοσιαλδημοκράτες παντού υποστηρίζουν την ιμπεριαλιστική αντίδραση, αναδεικνύονται σε υπηρέτες της καπιταλιστικής τάξης κι αν υπάρχει ένα θετικό είναι πως έχοντας διακηρύξει ανοιχτά  την πολιτική τους γραμμή δεν μπορούν πια να τοποθετούνται ως κομμουνιστές. Όλοι αυτοί οι αριστεροί που δρουν κάτω από μια υποτιθεμένη αριστερή και ριζοσπαστική μεταμφίεση υπήρξαν οι πιο επικίνδυνοι για το λαϊκό κίνημα  και  τα καλύτερα φερέφωνα της άρχουσας τάξης. Δρουν αποτελεσματικά στην ενίσχυση των εκστρατειών προπαγάνδας για δαιμονοποίηση των κοινωνικών ομάδων που θα μπορούσαν να αντιταχθούν στην άρχουσα τάξη. Δρουν με ένα  ριζοσπαστικό προσωπείο ομολογώντας κυνικά, με μισή καρδιά πάντα, την αλλαγή απόψεών τους. Και αναζητώντας πεδία που θ’ αναδείξουν τη ριζοσπαστικότητά τους καταφεύγουν σε λόγο συγκρουσιακό, που είναι όμως απατηλός και συγχρόνως και αποκαλυπτικός των συμφερόντων που υποκρύπτονται. Τροφοδοτούνται έτσι αυταπάτες για κριτική σε  πρόσωπα ή θεσμούς που μπορεί να ευθύνονται για τις πολιτικές επιλογές και στα οποία θα πρέπει να κατευθύνεται η δυσαρέσκεια, σταθερή παραπλανητική θέση των ριζοσπαστών αριστερών της σοσιαλδημοκρατίας ότι οι εν ευθέτω χρόνω μεταρρυθμιστικές βελτιώσεις του κοινωνικού συστήματος θα δώσουν ανθρώπινο πρόσωπο στον  καπιταλισμό με την εσωτερική διάβρωση που θα προκαλούν αυτές οι μεταρρυθμίσεις. Για τη συγκεκριμένη τροπολογία ο υπουργός Οικονομικών, κατά την ειδησεογραφία, δήλωσε πως «Δεν μπορούμε να κάνουμε όλους τους ελιγμούς που θα θέλαμε και στους χρόνους που θα θέλαμε».
 
           Συγχρόνως συντηρείται το κλίμα αντιπαράθεσης  εκτελεστικής εξουσίας και δικαστικής με τις ανακοινώσεις ένθεν κακείθεν που αναδεικνύουν χαρακτηριστικά ευνοϊκά για αμφότερες τις εξουσίες.  Η κυβέρνηση προσπαθεί να επιδείξει ένα λαϊκό προφίλ μ’ αυτήν τη σύγκρουση, από τη στιγμή που η δικαστική εξουσία δικαίωσε τις πολιτικές επιλογές που εξαθλιώνουν, οι δικαστές να διακηρύξουν την ανεξαρτησία τους και παναπεί τη δύναμή τους. 
 
         Μόνο που η δικαιοσύνη  δεν είναι παρά έκφραση του κυρίαρχου πολιτικοοικονομικού συστήματος και εκφράζει την οικονομική πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία της άρχουσας τάξης.
 
             Κι αν στο αστικό καθεστώς το  νομικό εποικοδόμημα μοιάζει να έχει μια σχετική αυτοτέλεια, η οποία καθιστά δυνατή την αντεπίδραση των νομικών μορφών στις κοινωνικές σχέσεις, είναι όμως ο συσχετισμός ταξικών δυνάμεων ο καθοριστικός παράγοντας της εμφάνισης  σχετικής αυτοτέλειας του δικαίου από την οικονομική του βάση. Κι αν εμφανίζονται καταστάσεις  κατά τις οποίες η κρατική εξουσία αναγκάζεται συχνά να μην εφαρμόζει ή να ανέχεται τη μη ουσιαστική εφαρμογή του νόμου κάτω από την πίεση των καταπιεζόμενων κοινωνικών στρωμάτων και με στόχο να εκτονώσει τις πιέσεις που υφίσταται, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η όποια αντανάκλαση του συσχετισμού των δυνάμεων στο νομικό εποικοδόμημα δεν μπορεί ποτέ να υπερβαίνει το θεμελιώδες στοιχείο, δηλ. την κυρίαρχη τάξη και  το κράτος της. Αυτό σημαίνει πως οι νομοθετικές κατακτήσεις των κυριαρχούμενων τάξεων είναι εκ των πραγμάτων δευτερεύουσες, τέτοιες που το κυρίαρχο σύστημα μπορεί να τις αφομοιώνει ή και να τις αναιρεί όταν οι συσχετισμοί αλλάζουν.  
 
               Δεν μένει λοιπόν άλλο από μαζικές κινητοποιήσεις σαν αντίδραση σ’ αυτές τις επιλογές της κυρίαρχης εξουσίας. Κι επειδή απέναντι στις λαϊκές κινητοποιήσεις υπάρχει το πάνοπλο από κάθε άποψη κράτος μόνο οι οργανωμένες και πολιτικά σχεδιασμένες κινητοποιήσεις μπορούν να του αντιπαρατεθούν αποτελεσματικά.  
 
Και όσο γίνεται φανερό πως μετά από οκτώ χρόνια μνημονίων μόνο το Κομμουνιστικό Κόμμα απομένει όρθιο και  μπορεί να οργανώνει και να καθοδηγεί το κίνημα τόσο αυξάνονται οι κατηγορίες εναντίον του. Η ανατροπή των ταξικών συσχετισμών εις βάρος των λαϊκών αγώνων,  χρεώνεται πολλές φορές στο ΚΚΕ κατηγορώντας το για  ανικανότητά του για συγκρουσιακή δράση. Υποστηρίζοντας πως η κριτική για την αναποτελεσματικότητα των διαδηλώσεων και απεργιών ή ακόμα και των παρεμβάσεων στη Βουλή γίνεται με αριστερή ματιά απαξιώνεται το ΚΚΕ και εκμηδενίζεται κάθε δράση του. Και η αριστερή κριτική κυνηγά την ουρά της.
 
Dies brumalis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου