Τρίτη 16 Ιουλίου 2019

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ



Από τη μια  η υφυπουργός εργασίας Δ. Μιχαηλίδου κάνει λόγο για «αγιοποίηση του αντιδικτατορικού αγώνα» και υιοθετώντας απόψεις του Απ. Δοξιάδη χαρακτηρίζει «ψυχικά νοσούντες» τους αγωνιστές που αντιστάθηκαν στη χούντα. Από την άλλη, ο …κομμουνιστοφάγος υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Μ. Βορίδης, μετά τις αντιδράσεις του Ισραήλ για το αντισημιτικό  παρελθόν του, έσπευσε να υπογράψει «δήλωση μετανοίας» αποκηρύσσοντας το και παραθέτοντας, απολογούμενος, δράσεις του που συνάδουν με τα συμφέροντα του Ισραήλ. 
               Αμφότεροι οι υπουργοί είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Εκπροσωπούν, υπερηφάνως, την άρχουσα τάξη και την ιδεολογία της, που εκφράζει την  οπτική της για την κατανόηση του κόσμου, αφού οι κυρίαρχες ιδέες δεν είναι άλλο από την ιδεατή έκφραση των κυρίαρχων υλικών σχέσεων, εκφράζουν δηλ. τις υλικές σχέσεις που  κάνουν μια τάξη κυρίαρχη.
               H υφυπουργός προσπαθεί, σε μια περίοδο που δεν ήταν πάνω της τα φώτα της δημοσιότητας, σε παρουσίαση του βιβλίου του Στ. Τσακυράκη «Από πού κι ως που όλοι οι αγώνες είναι δίκαιοι» με αρκετά προκλητικό λόγο, ταιριαστό στις απόψεις που εκφράζονταν κατά την παρουσίαση, ν’ απαξιώσει τον αντιστασιακό αγώνα κατά της δικτατορίας. Στο  ίδιο το βιβλίο του Στ. Τσακυράκη, που είναι η απομαγνητοφωνημένη συζήτηση του με τον Απ. Δοξιάδη για την μεταπολίτευση, ο βασικός προβληματισμός έχει να κάνει με την αμφισβήτηση των αγώνων εναντίον της κρατικής εξουσίας, που για τον συγγραφέα ταυτίζεται με όλους εμάς. Το συμπέρασμα της συζήτησης είναι  ο τίτλος του βιβλίου, ενώ την ψυχολογική ερμηνεία για τους αγωνιστές του  αντιδικτατορικού αγώνα, πως η απώλεια για το «μεθυστικό κλίμα νοήματος που έδινε η αντίσταση» ισοδυναμεί με την «απώλεια αγαπημένου προσώπου  ή σκληρότερα με την απώλεια που νιώθει κάποιος τοξικομανής όταν του παίρνουν τα ναρκωτικά του» τη δίνει ο Απ. Δοξιάδης. Με άλλοθι την αντιστασιακή τους δράση δεν κάνουν άλλο από το να κατασκευάζουν νέα μοντέλα για ερμηνεία των αγωνιστικών κινητοποιήσεων, που με αφοριστικό λόγο τις  υποβαθμίζουν. Μ’ άλλα λόγια χειραγωγούν το παρελθόν για να εκφράσουν όχι μόνο την αμφισβήτησή τους, αλλά και την απαξίωσή τους για  κάθε ανατρεπτική δράση, προσδιορίζοντας και τους αποδιοπομπαίους τράγους, που δεν είναι άλλοι από αυτούς που αγωνίζονται για συλλογικές διεκδικήσεις. 
               Φαίνεται δηλ. πως οι απόψεις που εκφράστηκαν από την υφυπουργό δεν είναι ούτε μεμονωμένες ούτε απλώς ατομικές. Ουσιαστικά η απαξίωση της αντίστασης εκείνης της περιόδου συνυφαίνεται με πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες του καιρού μας.
Αν στη μεταπολίτευση χρησιμοποιήθηκε η αντίσταση τμήματος της αστικής τάξης για να της δώσει  κύρος να νομιμοποιήσει  την εξουσία της και σε λαϊκά στρώματα, που η μνήμη της ηττημένης επανάστασης και οι ταξικοί αγώνες ήταν ζωντανοί, ταυτίζοντας δημοκρατική ομαλότητα και  αστική δημοκρατία που πήρε διαταξική  διάσταση, στα χρόνια μας πια, με την καπιταλιστική κρίση και την εμφανή ταξική διαφοροποίηση, επιχειρείται όχι μόνο η συρρίκνωση αλλά και η απαξίωση κάθε αγωνιστικής παρακαταθήκης στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Κι’ αυτό, γιατί ακόμα κι αν μεγάλο τμήμα των εργαζομένων έχει προσχωρήσει  συνειδητά ή ασυναίσθητα στην υποστήριξη των θέσεων της κυρίαρχης ιδεολογίας, η ίδια η κυρίαρχη τάξη παίρνει τα μέτρα της  οργανώνοντας την ιδεολογική της επίθεση. Ενσταλάζεται, με διάφορες μεταμφιέσεις, σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου, στην ίδια τη σκέψη μας η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης για να εξασφαλιστεί η άνευ αντιδράσεως  προσχώρηση στον τρόπο ζωής που αυτή επιβάλλει. Ο ευτελισμός της αντίστασης, η ψυχολογική της ερμηνεία, δεν είναι παρά μια αντανάκλαση της απειλής που αισθάνεται η αστική τάξη στις αντιδράσεις των υποτελών τάξεων, τις οποίες προσπαθεί να προλάβει, γιατί βλέπει οποιαδήποτε αντίσταση ως ένα επικίνδυνο προηγούμενο. 
Όσο για την απολογητική δήλωση του Μ. Βορίδη για να «κατευναστούν οι ανησυχίες που εξέφρασε ο Γενικός Γραμματέας του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Βίκτωρ Ελιέζερ», δείχνει τα όρια των ακροδεξιών και φασιστικών βερμπαλισμών, που ενδύονται με τη μορφή του αντισυστημικού. Η φασιστική δημαγωγία υποκλίνεται και αποκαλύπτεται μπροστά  στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, αποδεικνύοντας τη στενή σχέση του φασισμού με τον καπιταλισμό. Ο φασισμός του καιρού μας μπορεί να αποκλείει πρόσφυγες, μετανάστες, μουσουλμάνους γενικά τον «άλλο» όχι με κριτήρια βιολογικά, που έχουν αποδοκιμαστεί μετά τα ναζιστικά εγκλήματα, αλλά με βάση πολιτικών διακρίσεων, αποκλείοντας αυτούς που υποτίθεται δεν υιοθετούν τις αξίες μας, της δημοκρατίας και της ανοχής.  Ο φασιστικός λόγος στις μέρες μας δεν έχει ανάγκη τον αντισημιτισμό, που το Ισραήλ μοιάζει να το εκμεταλλεύεται, ταυτίζοντας κάθε κριτική της πολιτικής του με τον  αντισημιτισμό. Ο καπιταλισμός όμως έχει ανάγκη από το  φασισμό, ιδιαίτερα όταν είναι παρών ο φόβος για απώλεια του ελέγχου της εργατικής τάξης από την άρχουσα τάξη.
Οι δύο λοιπόν  υπουργοί μας με τις δηλώσεις τους ουσιαστικά εκφράζουν όχι μόνο μια συγκεκριμένη εικόνα και ερμηνεία για το παρελθόν, αλλά και μια πτυχή της κυρίαρχης ιδεολογίας της αστικής τάξης στις μέρες μας, αυτής που οι ίδιοι υπηρετούν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου