Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2021

Ενα χρόνο μετά τη δίκη της Χρυσής Αυγής: Στο ίδιο έργο θεατές

 

Από τη μεγάλη αντιφασιστική συγκέντρωση - συναυλία που έγινε την Πέμπτη στο Σύνταγμα 
Από τη μεγάλη αντιφασιστική συγκέντρωση - συναυλία που έγινε την Πέμπτη στο Σύνταγμα

 

Του Αντώνη Αντανασιώτη*


Ενα χρόνο μετά, τα συμπεράσματα και τα διδάγματα από τη δίκη της εγκληματικής ναζιστικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής επιβεβαιώνονται πανηγυρικά. Ενώ ακόμα δεν έχει καθαρογραφεί η καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου, τα πρόσφατα γεγονότα σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα υπενθυμίζουν με χειροπιαστό τρόπο το εγκληματικό πρόσωπο του φασισμού, την ανοχή που απολαμβάνει η δράση του από την αστυνομία και τον κρατικό μηχανισμό, τη συνειδητή προσπάθεια αθώωσής της από τους αστούς πολιτικούς και δημοσιογράφους, μέσω της ανιστόρητης θεωρίας των «δύο άκρων». Στο ίδιο έργο θεατές, θα μπορούσε να πει κανείς.

Επιβεβαιώνουν, όπως είχαμε επισημάνει από την πρώτη στιγμή ως Πολιτική Αγωγή των κομμουνιστών και συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ, ότι η δικαιολογημένη ικανοποίηση που ένιωσε ο λαός μας για την καταδικαστική απόφαση δεν πρέπει να οδηγήσει σε κανέναν εφησυχασμό. Με τον φασισμό δεν τελειώσαμε, αφού δεν τελειώσαμε με το εκμεταλλευτικό σύστημα που τον γεννά και τον τρέφει επειδή τον έχει ανάγκη. Για να τον αξιοποιεί πολύπλευρα ως δύναμη κρούσης ενάντια στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, ως πολιτική εφεδρεία για δύσκολες καταστάσεις, όπως η καπιταλιστική οικονομική κρίση, ως εργαλείο για τον εγκλωβισμό της λαϊκής δυσαρέσκειας και τη διάδοση του αντικομμουνισμού, ως φόβητρο για την ανοχή και στήριξη φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, με βάση τη λογική του «μικρότερου κακού».

Γι' αυτό, το αστικό κράτος και οι θεσμοί του ούτε θέλουν ούτε μπορούν ποτέ να ξεκόψουν οριστικά από τον φασισμό. Κι αυτό ούτε θέλουν ούτε μπορούν να το κατανοήσουν όσοι υποστηρίζουν το αντίθετο με αφορμή τη συγκεκριμένη δίκη, π.χ. η εφημερίδα «Εποχή» στο τελευταίο φύλλο της, αλλά διαψεύδονται ηχηρά από την ίδια τη ζωή.

Πίσω από τον φαύλο κύκλο της ανοχής και παραπομπής στη Δικαιοσύνη

Οι μεταβολές στη στάση των αστικών κυβερνήσεων και της Δικαιοσύνης απέναντι στις φασιστικές οργανώσεις υπαγορεύονται κυρίως από τις εκάστοτε ανάγκες και προτεραιότητες της αστικής τάξης. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Χρυσής Αυγής: Aνοχή και σιωπηρή ενίσχυση της ανάπτυξής της αρχικά, δικαστική παραπομπή στη συνέχεια, ύστερα και από τη λαϊκή κατακραυγή που ξεσηκώθηκε εξαιτίας της εγκληματικής δράσης της, μεγάλη καθυστέρηση στη διάρκεια της δίκης, προκλητικά αθωωτική πρόταση από την εισαγγελέα της έδρας, καταδίκη της ηγεσίας της αλλά με ιδιαίτερα επιεικείς ποινές, υποβιβασμός και τελικά παραγραφή της υπόθεσης της δολοφονικής επίθεσης στους κομμουνιστές και συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ στο Πέραμα, νέα ανοχή σήμερα απέναντι στη δράση της ίδιας και των παραφυάδων της. Στα πρόσφατα γεγονότα, είναι χαρακτηριστική η στάση τόσο της διεύθυνσης του ΕΠΑΛ στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης, που πήρε υπό την προστασία της τα εγκληματικά φασιστικά στοιχεία, όσο και της αστυνομίας, που αντί να τα συλλάβει, επιτέθηκε στους συγκεντρωμένους γονείς, μαθητές και φοιτητές που διαμαρτύρονταν για τη δράση τους. Εξίσου αποκαλυπτική είναι η προσπάθεια της κυβέρνησης για συγκάλυψη της φασιστικής δράσης, η οποία κυβέρνηση διά στόματος της υπουργού Παιδείας εξίσωσε προκλητικά τους θύτες με τα θύματα. Οι συνειρμοί με αντίστοιχες κρατικές πρακτικές και πολιτικές δηλώσεις, λίγα χρόνια πριν, είναι κάτι παραπάνω από σαφείς.

Ο συνεπής αγώνας κατά του φασισμού υπονομεύεται με την καλλιέργεια ψευδαισθήσεων για τη δυνατότητα οριστικής αναχαίτισης της εγκληματικής δράσης του, μέσω της «αμερόληπτης» και προς «πάσα κατεύθυνση» απονομή της δικαιοσύνης. Αιτήματα όπως η επέκταση της εφαρμογής της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας (του άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα) και στο «άλλο άκρο» του πολιτικού συστήματος, ανεξάρτητα από προθέσεις, αντικειμενικά ρίχνουν νερό στον μύλο της απαράδεκτης θεωρίας των «δύο άκρων», νομιμοποιούν στη συνείδηση του λαού τέτοια βαθιά αντιδραστικά και επικίνδυνα για τις λαϊκές ελευθερίες νομοθετήματα. Για τον ίδιο λόγο, εξάλλου, αρνηθήκαμε ως Πολιτική Αγωγή τη συμμετοχή μας στην εξέταση των ανώνυμων «προστατευόμενων» μαρτύρων κατηγορίας στη συγκεκριμένη δίκη της Χρυσής Αυγής.

Η ανιστόρητη θεωρία των «δύο άκρων»

Αρνητικές υπηρεσίες στον αντιφασιστικό αγώνα προσφέρουν όσοι συσκοτίζουν την ταξική ουσία του φασισμού, ως πολιτικού ρεύματος που στηρίζει την εξουσία του κεφαλαίου, και τον εμφανίζουν απλώς ως έκφραση ακραίας βιαιότητας, έλλειψης ανοχής στη διαφορετικότητα κ.λπ.

Οσοι προβάλλουν ως αντίπαλο του φασισμού την αστική δημοκρατία, δηλαδή μια μορφή της δικτατορίας του κεφαλαίου, η οποία στο όνομα της τυπικής ισότητας συγκαλύπτει την πραγματική ανισότητα και την ταξική εκμετάλλευση, καταστέλλει βίαια τους αγώνες των εργαζομένων για τα δικαιώματά τους, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα βρίσκεται κάθε φορά στην κυβέρνηση, ενώ εξέθρεψε ιστορικά στην Ευρώπη τον ναζισμό και τον φασισμό, όπως και στη χώρα μας πρόσφατα τη Χρυσή Αυγή.

Η ίδια η ζωή αποκαλύπτει τι κρύβεται πίσω από την τυπική ισότητα των πολιτών απέναντι στον νόμο και την ψήφο, πίσω από την επίκληση των δικαιωμάτων του κάθε πολίτη που πρέπει να γίνονται σεβαστά από τους άλλους πολίτες. Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, το δικαίωμα στην εργασία του απολυμένου και το δικαίωμα του απεργού να διεκδικήσει την αύξηση του μισθού του από τη μία μεριά, και το δικαίωμα του τραπεζίτη και του εφοπλιστή να αυξήσουν τα κέρδη τους από την άλλη. Οποια μορφή κι αν έχει η δικτατορία του κεφαλαίου (κοινοβουλευτικής ή φασιστικής διακυβέρνησης), το ιερό και απαραβίαστο δικαίωμα που κατοχυρώνει είναι πάντοτε η καπιταλιστική ιδιοκτησία. Για τους εργαζόμενους αυτό μεταφράζεται στην «ελευθερία» να εκλέγουν το αφεντικό τους, και φυσικά στο στόχαστρο του αστικού κράτους βρίσκονται όσοι αμφισβητούν την κοινωνία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Εδώ και αρκετά χρόνια ο αντικομμουνισμός έχει υιοθετηθεί ως επίσημη ιδεολογία της ΕΕ, μέσα από την ανιστόρητη θεωρία των «δύο άκρων» και του «ολοκληρωτισμού», που εξισώνει τον φασισμό με τον κομμουνισμό, τη ναζιστική Γερμανία με τη σοσιαλιστική Σοβιετική Ενωση, τον Χίτλερ με τον Στάλιν. Σε αρκετά κράτη - μέλη της τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα είναι παράνομα και διώκονται, ενώ παράλληλα δικαιώνονται οι συνεργάτες των ναζιστών.

Παρά τις αψιμαχίες τους, τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχονται την ουσία της θεωρίας των «δύο άκρων», γιατί πίνουν νερό στο όνομα της ΕΕ, του αντισοβιετισμού, της υπεράσπισης της δικτατορίας του κεφαλαίου και της τυπικής ισότητας της αστικής δημοκρατίας. Αποτελούν δηλαδή στηρίγματα του συστήματος που γεννά και χρειάζεται το φασιστικό ρεύμα.

Αυτό που χρειάζεται σήμερα, ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά ο φασισμός, είναι ο οργανωμένος και μαζικός αγώνας των εργαζομένων και της νεολαίας, που θα στοχεύει όχι μόνο τον ίδιο τον φασισμό, την αναγκαία απόκρουση και απομόνωσή του παντού, σε κάθε χώρο δουλειάς και μόρφωσης, σε κάθε γειτονιά, αλλά συνολικά τον πραγματικό αντίπαλο, τη ρίζα του κακού, τη δικτατορία του κεφαλαίου σε όλες τις μορφές της. Γιατί, όπως τόσο εύστοχα έγραφε ο Μπρεχτ, «ο φασισμός δεν μπορεί να πολεμηθεί παρά μονάχα ως καπιταλισμός στην πιο ωμή και καταπιεστική του μορφή, ως ο πιο θρασύς και ο πιο δόλιος καπιταλισμός».

Για μια κοινωνία πραγματικά ελεύθερη, απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, όπου δεν θα έχουν χώρο αλλά και λόγο ύπαρξης τέτοια φασιστικά και ναζιστικά εκτρώματα. Για να οργανώσει ο λαός την πάλη του και να ανοίξει ο δρόμος της ανατροπής, μπαίνουν μπροστά σήμερα οι δυνάμεις του ΚΚΕ.

*Ο Αντ. Αντανασιώτης είναι μέλος του Τμήματος Δικαιοσύνης και Λαϊκών Ελευθεριών της ΚΕ του ΚΚΕ, συνήγορος Πολιτικής Αγωγής των κομμουνιστών και συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ (το άρθρο αναδημοσιεύεται από τον «Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου»)

902gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου