Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Η αντιλαϊκή «κανονικότητα»


 
 
Τα επόμενα χτυπήματα στα Εργασιακά, τα ζητήματα της Ενέργειας, καθώς και οι αναδιαρθρώσεις, που κρίνονται αναγκαίες στην προοπτική της προσέλκυσης νέων κερδοφόρων επενδύσεων, αποτελούν τους κεντρικούς άξονες της τρέχουσας «αξιολόγησης». Κυρίαρχη θέση κατέχει και το ζήτημα του δημοσιονομικού «κόφτη», που θα λειτουργεί ως πρόσθετη δικλίδα διασφάλισης της αντιλαϊκής πολιτικής και των μέτρων «μόνιμου χαρακτήρα και επαναλαμβανόμενης απόδοσης» στους κρατικούς προϋπολογισμούς και για την περίοδο μετά το 2018.

Τα πάντα, στην κυριολεξία, υποτάσσονται στη στρατηγική για την ανάκαμψη των εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων και των ισχυρών επιχειρήσεων, ζήτημα που με τη σειρά του προϋποθέτει την εμπέδωση κλίματος «επιχειρηματικής εμπιστοσύνης», ιδιαιτέρα, μάλιστα, σε συνθήκες που εκδηλώνονται μια σειρά από «κίνδυνοι» και αβεβαιότητες γύρω από τις εξελίξεις στην Ευρωζώνη και γενικότερα στην παγκόσμια οικονομία.


Σε αυτό το φόντο, κυβέρνηση, αστικά κόμματα, κάθε είδους διαχειριστές και τα επιτελεία τους προδιαγράφουν ως διαδοχικό κρίκο σε αυτήν την αλυσίδα το κλείσιμο της δεύτερης «αξιολόγησης», ως αναγκαίο βήμα για να προχωρήσουν στις επόμενες παρεμβάσεις στήριξης της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Τα αντιλαϊκά μέτρα, που τη συνοδεύουν, αποτελούν την αναγκαία υποδομή και το υπόβαθρο για την εμφάνιση των όποιων ρυθμών «βιώσιμης» καπιταλιστικής ανάκαμψης και είναι προϋπόθεση για τη διαμόρφωση του κατάλληλου «επιχειρηματικού περιβάλλοντος».

Τα επόμενα βήματα αφορούν ζητήματα της ένταξης ελληνικών χρεογράφων στα προγράμματα της νομισματικής χαλάρωσης που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η εκ νέου πρόσβαση του ελληνικού κράτους για δάνεια στις διεθνείς χρηματαγορές, σε συνδυασμό, βέβαια, με την αποκατάσταση της χρηματοδότησης των εγχώριων τραπεζικών ομίλων.

Ο ΣΕΒ, «σπρώχνοντας» τη συγκυβέρνηση στο άμεσο κλείσιμο της «αξιολόγησης», τόνισε τις προάλλες πως «χρειαζόμαστε ένα "Ελληνικό Μνημόνιο Plus", που θα ξεπερνάει το manual (σ.σ. το εγχειρίδιο) των δανειστών (...)» και πως η «συνεχιζόμενη διελκυστίνδα» κυβέρνησης - δανειστών «μεγαλώνει την αβεβαιότητα και απομακρύνει τη βιώσιμη επανεκκίνηση της οικονομίας». Σε κάθε περίπτωση, το κριτήριο είναι η απόσπαση επιχειρηματικών κερδών, ο προσανατολισμός σε εξαγωγικές δραστηριότητες στη διεθνή αγορά, η συμπίεση του κόστους παραγωγής, ζητήματα γύρω από τα οποία συμπλέουν και μάλιστα σε στρατηγική κατεύθυνση τόσο η συγκυβέρνηση όσο και τα κόμματα της αστικής διαχείρισης, παρά τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς.

Τον ίδιο προσανατολισμό έρχεται να διασφαλίσει και το ζήτημα της διαχείρισης του ελληνικού κρατικού χρέους, πάντα με κεντρικό ζητούμενο την άρση της αβεβαιότητας των επενδυτών. Σε αυτό το φόντο, η λεγόμενη «βιωσιμότητα» του ελληνικού κρατικού χρέους, και μάλιστα με ορίζοντα το 2060, όπως συμφωνήθηκε στη συνεδρίαση του προηγούμενου συμβουλίου Γιούρογκρουπ, αποτελεί έναν από τους βασικούς μηχανισμούς κλιμάκωσης της αντιλαϊκής πολιτικής σε ορίζοντα πολλών δεκαετιών.

Επίσης, με την απόφαση του Γιούρογκρουπ «υπενθυμίζεται» η «σημασία μιας δημοσιονομικής πορείας που θα ευθυγραμμίζεται με τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις που ορίζει το πλαίσιο της ΕΕ». Εξάλλου, ως πρόσθετο αντιλαϊκό εργαλείο και συμπληρωματικά με όλα τα προηγούμενα, το «πλαίσιο της ΕΕ» προβλέπει ειδικούς εποπτικούς ελέγχους μέχρις ότου αποπληρωθεί τουλάχιστον το 75% των δανείων που χορηγήθηκαν σε κάθε κράτος, μέσω των «μηχανισμών στήριξης». Σε αυτό το πλαίσιο, δρομολογείται επίσης η χρονική επέκταση και αναβάθμιση του «δημοσιονομικού κόφτη» με σειρά από διαρθρωτικές παρεμβάσεις, που θα εξειδικευθούν στη συνέχεια.

Την ίδια ώρα, η προσέλκυση επενδύσεων του κεφαλαίου απαιτεί ακόμη σταθερό «επενδυτικό περιβάλλον», για το οποίο άλλωστε κόπτεται και ο ΣΕΒ, δηλαδή κρατικές ενισχύσεις στις επιχειρήσεις, χαμηλούς συντελεστές φορολόγησης στα επιχειρηματικά κέρδη, «φιλικό περιβάλλον» σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση των κονδυλίων στους κρατικούς προϋπολογισμούς για επενδύσεις, ακόμη μεγαλύτερη ευελιξία στην «αγορά εργασίας», τόσο στους μισθούς και τις ασφαλιστικές εισφορές όσο και στις εργασιακές σχέσεις, στις απολύσεις κ.ά.

Σε αυτό το πλαίσιο, η καπιταλιστική ανάκαμψη και ανάπτυξη, σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, έχει προϋπόθεση τα μόνιμα μνημόνια, τους ενισχυμένους κανόνες δημοσιονομικής εποπτείας, που ισχύουν σε ολόκληρη την ΕΕ, δηλαδή αυτό που κατονομάζεται ως «ευρωπαϊκή κανονικότητα» και ανεξάρτητα από μηχανισμούς στήριξης και δανειακές συμβάσεις.

Αναδημοσιεύεται από την στήλη «Η Άποψή μας», Ριζοσπάστης, Τρίτη 31 Γενάρη 2017

902gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου