«Μέλι» έσταζε ο Αμερικανός πρέσβης στην Ελλάδα,
Τζ. Πάιατ, για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, κατά τη διάρκεια της περιοδείας
του υπουργού Οικονομίας, Δ. Παπαδημητρίου, στις ΗΠΑ. Οπως γράφαμε το
περασμένο Σάββατο, μιλώντας σε εκδήλωση του «German Marshall Fund», ο
Πάιατ είπε ότι είναι «ευτύχημα» για τις ΗΠΑ το γεγονός ότι, «αν και
αριστερή, η συγκεκριμένη κυβέρνηση έχει φιλοαμερικανική πολιτική». Σε
άλλη εκδήλωση, σύμφωνα με όσα γράφτηκαν σε κυριακάτικη εφημερίδα, εξήρε
«τη μεγάλη προσοχή που έχει δώσει ο Αλέξης Τσίπρας στις ξένες επενδύσεις
και πιο συγκεκριμένα στις αμερικανικές», προσθέτοντας πως «ο
πρωθυπουργός έχει στείλει ένα πολύ ισχυρό μήνυμα στις ΗΠΑ, δημοσίως και
ιδιωτικά, σχετικά με την ανάγκη προσέλκυσης επενδύσεων και συγκεκριμένα
την επιθυμία να δουν μια πιο ισχυρή αμερικανική παρουσία». Σε συνέντευξή
του στην ίδια εφημερίδα, ο πρέσβης έφερε και συγκεκριμένο παράδειγμα,
επισημαίνοντας ότι «υπάρχει μια φανταστική ευκαιρία να χτίσουμε στο
θετικό μομέντουμ από τη μεγάλη καινούργια επένδυση που έχουμε από το
Calamos Group. Είναι επιτυχία τους που επελέγησαν ως πλειοδότες για την
"Εθνική Ασφαλιστική" και ελπίζω πολύ ότι και άλλα αμερικανικά επενδυτικά
γκρουπ θα το λάβουν ως σήμα να ρίξουν άλλη μια ματιά στην Ελλάδα και να
εντοπίσουν τις τρομερές ευκαιρίες που βλέπουμε εμείς». Θυμίζουμε ότι ο
Τζ. Πάιατ είχε παρέμβει με δηλώσεις του για να επιλεγεί ο αμερικανικός
όμιλος ως πλειοδότης, έναντι των κινεζικών μονοπωλίων που ενδιαφέρονταν
για την εταιρεία, με το «τυράκι» των περαιτέρω επενδύσεων που θα ανοίξει
μια τέτοια κίνηση.
Αν μη τι άλλο, επιβεβαιώνεται ότι το «φιλοεπενδυτικό περιβάλλον»
για την εισροή κεφαλαίων στην εγχώρια καπιταλιστική οικονομία και ο
στόχος της αστικής τάξης για ανάδειξη της χώρας σε ενεργειακό και
διαμετακομιστικό κόμβο, δεν διαμορφώνονται σε «κενό αέρος» ούτε βέβαια
γενικά κι αόριστα, «χτίζοντας σχέσεις φιλίας και εμπιστοσύνης με
κρίσιμες χώρες της περιοχής (...) και με τις μεγάλες παγκόσμιες
δυνάμεις», όπως είπε σε συνέντευξή του το Σαββατοκύριακο ο πρωθυπουργός.
Αντίθετα, οι επιδιώξεις και οι φιλοδοξίες της ελληνικής αστικής τάξης
οριοθετούνται από τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες
και «κουμπώνουν» με τους σχεδιασμούς ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ στην περιοχή, όπου η
Ελλάδα διεκδικεί να αναβαθμίσει το ρόλο της. Χαρακτηριστικά ως προς
αυτό είναι και όσα είπε ο υπουργός Οικονομίας κατά την περιοδεία του
στις ΗΠΑ: «Οι επενδύσεις στην Ελλάδα θα είναι κερδοφόρες, καθώς είναι
μια χώρα με νομισματική σταθερότητα, με ανταγωνιστικό κόστος εργασίας,
με σημαντική γεωστρατηγική θέση, με σημαντικό πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων
και είναι μέλος οργανισμών όπως η ΕΕ και το ΝΑΤΟ», προσθέτοντας ότι «η
Ελλάδα γίνεται μια σταθερή οικονομία στην περιοχή και έχει τη δυναμική
να γίνει ενεργειακός κόμβος».
Η «σταθερότητα» αυτών των σχεδίων και των επενδύσεων
βρίσκεται στο επίκεντρο και της συζήτησης περί «ασφάλειας» που
κορυφώνεται αυτήν την περίοδο στο εσωτερικό της ΕΕ, αλλά και του ΝΑΤΟ.
Σ' αυτήν την κατεύθυνση, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ πολλαπλασιάζει τις
κοινές ασκήσεις με τις ΗΠΑ, ετοιμάζεται να υπογράψει πολυετή ανανέωση
της συμφωνίας για τη βάση της Σούδας, «φιλοξενεί» το ΝΑΤΟ στο Αιγαίο και
ζητάει επιχειρησιακή και άλλου είδους στήριξη, ώστε να μπορεί για την
ασφάλεια των ενεργειακών και άλλων σχεδίων να επεκτείνει τις
στρατιωτικές της δυνατότητες «έως το Σουέζ». Παράλληλα, δυναμώνει τις
διμερείς σχέσεις με το Ισραήλ και διαμορφώνει νέα «σχήματα» συνεργασίας
με άλλα καπιταλιστικά κράτη της περιοχής, από τη Μ. Ανατολή έως τα
Δυτικά Βαλκάνια, όπου ο Αμερικανός πρέσβης βλέπει την Ελλάδα ως «μέρος
της στρατηγικής των ΗΠΑ». Το μόνο σίγουρο είναι ότι η πολιτική αυτή για
τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων όχι μόνο δεν αποτελεί παράγοντα
σταθερότητας και ευημερίας για το λαό, όπως το παρουσιάζει η κυβέρνηση,
αλλά στην πραγματικότητα μπλέκει ακόμα βαθύτερα τους εργαζόμενους και
τα λαϊκά στρώματα στο κουβάρι επικίνδυνων ανταγωνισμών. Καθόλου τυχαία,
μαζί με συγχαρητήρια στην κυβέρνηση, ο πρέσβης των ΗΠΑ εξέφρασε
«προβληματισμό» για τις «προσπάθειες επιρροής της Ρωσίας στα εσωτερικά
της Ελλάδας» και για το ρόλο «Ρώσων ολιγαρχών», αλλά και για τις
επενδύσεις κινεζικών μονοπωλίων στην Ελλάδα, για τις οποίες, όπως είπε ο
Πάιατ, «σε ιδιωτικές συζητήσεις έχω συστήσει προσοχή, καθώς δεν θα
είναι εύκολο να αποσπάσει η Ελλάδα από την Κίνα όσα η Κίνα από την
Ελλάδα».
Δεν διαφεύγει, τέλος, της προσοχής πως ολοένα και πιο συχνές
είναι οι επισημάνσεις αστικών επιτελείων για τα «αντανακλαστικά» της
κυβέρνησης σε σχέση με τις διεργασίες στην ΕΕ και τη ρευστότητα στο
ευρωατλαντικό στρατόπεδο. Για παράδειγμα, γράφτηκε ότι η Ελλάδα θα
πρέπει πιο αποφασιστικά να διεκδικήσει αναβαθμισμένους ρόλους στην ΕΕ,
με «χαρτί» τη γεωστρατηγική της θέση και παίρνοντας ενεργότερα μέρος
στις αντιπαραθέσεις για το μέλλον της ιμπεριαλιστικής ένωσης, με
«μπηχτές» για υπουργούς που «περί άλλα τυρβάζουν» και αντιμετωπίζουν
«άκαμπτα» τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και την αντιπαράθεση ΗΠΑ και ΕΕ
για την οικονομία και τα ζητήματα της «ασφάλειας». Σε κάθε περίπτωση,
το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι η «δυναμική» για τους στόχους της
αστικής τάξης εμφανίζεται ταυτόχρονα από το τσάκισμα της εργατικής τάξης
στο εσωτερικό και από τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές
ενώσεις και τη βαθύτερη εμπλοκή στα αμερικανοΝΑΤΟικά σχέδια, από τα
οποία νέες θυσίες και νέοι κίνδυνοι προκύπτουν συνεχώς για το λαό. Η
εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα έχουν κάθε συμφέρον να διαχωριστούν
από τους στόχους και τους σχεδιασμούς του κεφαλαίου, εντός κι εκτός
συνόρων, να δυναμώσουν την αλληλεγγύη και την κοινή πάλη με τους
υπόλοιπους λαούς της περιοχής, να παλέψουν πρώτα απ' όλα στη χώρα τους
για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.
***
***
***
Τ. Γαλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου