Άρθρο
του Ραφαήλ Παπαδόπουλου (Σταυριώτη)
Πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών Α.Π.Θ
Λέγεται πολύ ορθά
ότι τα προβλήματα πολιτικής και κοινωνικής αποσύνθεσης που βιώνει η χώρα
οφείλονται πρώτιστα στην έλλειψη ουσιαστικής κι ανθρωπιστικής παιδείας. Κι ότι
ένας λαός που δε μαθαίνει την ιστορία του ειδικά στις τραγικές στιγμές της,
είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει. Αυτές οι σκέψεις μου έρχονται στο νου
κάθε χρόνο όταν πλησιάζει η «εθνική» επέτειος της 28ης Οκτωβρίου.
Σε πολλές σχετικές
συζητήσεις επισημαίνεται το εκ πρώτης όψεως ιστορικό παράδοξο του εορτασμού της
έναρξης του πολέμου, που οδήγησε στην πείνα, τις στερήσεις και την ανθρωπιστική
τραγωδία της Κατοχής, κι όχι της απελευθέρωσης από τους ναζί, στις 12 Οκτωβρίου
του 1944. Κωμικό και τραγικό ταυτόχρονα, όμως διόλου παράδοξο αν αναλογιστούμε
τους λόγους και τις συνθήκες της
επιλογής της συγκεκριμένης επετείου ως «εθνικής» εορτής.
Ο πόλεμος εναντίον
του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού ναζισμού παρουσιάζεται από το επίσημο
κράτος ως ιστορική απόδειξη του ομόθυμου αγώνα του ελληνικού λαού εναντίον του
φασισμού, και συνεπώς ως διαπιστευτήριο δημοκρατικής νομιμότητας των πολιτικών
ηγεσιών της χώρας τόσο πριν όσο και μετά την Κατοχή. Αγνοείται επιδεικτικά το
γεγονός ότι ο πόλεμος διεξήχθη από μια δικτατορία που είχε την ενεργό στήριξη
του θρόνου, ο επικεφαλής της οποίας μάλιστα ήταν δηλωμένος θαυμαστής των Χίτλερ
και Μουσολίνι. Η επιλογή του καθεστώτος Μεταξά και των πολιτικών και κοινωνικών
συμφερόντων που εκπροσωπούσε να αντιταχθούν στις δυνάμεις του άξονα δεν ήταν
λοιπόν δείγμα πατριωτισμού ή δημοκρατικής ευαισθησίας, αλλά απέρρεε από τις
γεωστρατηγικές και πολιτικές συνθήκες
εξάρτησης της άρχουσας τάξης της χώρας από την Αγγλία, και αργότερα από τις
ΗΠΑ. Απόδειξη αυτού είναι η άρνηση του καθεστώτος να αποφυλακίσει αριστερούς
και κομμουνιστές, προκειμένου να πολεμήσουν κι αυτοί όπως είχε ζητήσει ο Ν.
Ζαχαριάδης με επιστολή του από τη φυλακή. Η συστράτευση στον πόλεμο του 40,
όπως την αντιλαμβανόταν το καθεστώς Μεταξά, ήταν κάθε άλλο παρά καθολική και
δημοκρατική, σε αντίθεση με ό,τι προπαγανδίζεται από τότε ως σήμερα. Όσο για
τον άλλο πόλο κι εγγυητή της αστικής εξουσίας, το θρόνο, φυγαδεύτηκε από τη
χώρα μαζί με εξέχοντες εκπροσώπους της άρχουσας πολιτικής κι οικονομικής ελίτ,
και καθ’ όλη τη διάρκεια των μαύρων χρόνων της Κατοχής, εντελώς απόντες από το
δράμα αλλά και από τη μεγαλειώδη αντίσταση του λαού στον κατακτητή, παρίσταναν
μια «κυβέρνηση» υπό την εγγύηση των
«συμμαχικών» δυνάμεων, χωρίς την παραμικρή λαϊκή νομιμοποίηση. Κι όμως,
αναγορεύτηκαν σε πρωταγωνιστές της αντίστασης από το μετεμφυλιακό καθεστώς.