Ο Αυστραλός
δημοσιογράφος και συγγραφέας Μπερτ Μπερτλς προτείνει στη σύντροφό του
Ντόρα να συναντηθούν στην Ελλάδα. Είχε να τη δει τρία χρόνια καθώς
εκείνη « είχε φύγει από την Αυστραλία με δυο φίλες της πάνω σε μια
σκούνα δέκα μέτρων με στόχο μια θαλασσινή περιπλάνηση στην Παπούα, στις
Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, στη Μαλαισία, στη Σιγκαπούρη. Στη διάρκεια
των τριών αυτών χρόνων, η Ντόρα είχε επισκεφτεί επίσης την Ιαπωνία, την
Κίνα και διάφορες ευρωπαϊκές χώρες ( χώρες που αγνοούσα, εφόσον δεν
είχα ταξιδέψει ποτέ εκτός Αυστραλίας) και τώρα ερχόταν από το Λονδίνο
για να με συναντήσει».
Στην πρότασή του απαντά: « Εντάξει, στον Παρθενώνα με το ηλιοβασίλεμα»
Η συνάντηση στον
Παρθενώνα ξεφεύγει από τα συνηθισμένα ρομαντικά πλαίσια και η ματιά του
Μπερτλς μας προϊδεάζει για το διαφορετικό ύφος και περιεχόμενο της
αφήγησής του.
« Οι περισσότεροι άνθρωποι που έρχονται σε αυτή τη χώρα αισθάνονται καθήκον τους να επισκέπτονται τον Παρθενώνα σαν να είναι Διαμαρτυρόμενοι ιερείς , είχε πει κάποτε η Ντόρα. Είχαμε μιλήσει και μ’ έναν άλλο νεαρό που τον είχε βρει θαυμάσιο. Τον είχε επισκεφτεί κάποτε και αισθανόταν ότι είχε κάνει το καθήκον του απέναντι στην Ελλάδα, έχοντας δει ένα θαύμα μοναδικό. Εμείς πάντως δεν εκτιμήσαμε ιδιαίτερα αυτό το αφηγηματικό σκεπτικό για τον Παρθενώνα, λες και ήταν άσχετο με την ιστορία της χώρας και με τη ζωή των ανθρώπων της. Θεωρούσαμε την Αφηρημένη Ομορφιά χίμαιρα, έτσι τουλάχιστον πίστευα εγώ. Για μένα τα πράγματα είναι όμορφα ή όχι, ανάλογα με τη σχέση τους. Εκείνο που βρήκαμε διαφωτιστικό σχετικά με τον Παρθενώνα ήταν το γεγονός ότι, το 1687, οι Τούρκοι είχαν αποθηκεύσει εκεί το μπαρούτι τους και οι Ενετοί το είχαν ανατινάξει. Κατά την ανατίναξη το κτίσμα καταστράφηκε με αποτέλεσμα να χαθούν τριακόσιες ζωές. « Να λοιπόν τι συμβαίνει στην αφηρημένη ομορφιά, όταν συγκρούονται ανταγωνιστικοί ιμπεριαλισμοί» σκέφτηκα όταν το πληροφορηθήκαμε.
Τέλος Αυγούστου – αρχές Σεπτεμβρίου του 1935 οι Μπερτλς έρχονται για διακοπές στην Αθήνα και αυτό το ταξίδι έγινε η αφορμή για να γνωρίσουν την πραγματική Ελλάδα, τον τόπο, τους ανθρώπους, την καθημερινότητα και την πολιτική πραγματικότητα. Οι πρώτες τους μέρες στην Αθήνα σημαδεύονται από πυροβολισμούς που « στην πραγματικότητα ήταν τα προεόρτια του πραξικοπήματος μέσω του οποίου καταργήθηκε το δημοκρατικό πολίτευμα και αποκαταστάθηκε η μοναρχία, μόνο που εμείς δε γνωρίζαμε ακόμα τίποτε» Περιπλανιέται στην Αθήνα του μεσοπολέμου και μεταφέρει τις εντυπώσεις του για ό,τι συναντά μπροστά του, ανθρώπους, καταστήματα, καφενεία, τρόφιμα, ποτά, ενδυμασία όλα σχολιασμένα υπό το πρίσμα μιας διαφορετικής κουλτούρας αλλά και της αριστερής ιδεολογίας.
« Παρ’ όλα αυτά, στην αρχή και ως ένα σημείο, η ιδέα των διακοπών μας προστάτευε από τη φορτισμένη ατμόσφαιρα της ελληνικής πολιτικής. Έπειτα από οκτώ ολόκληρα χρόνια απασχόλησης σε μια καθημερινή εφημερίδα, από τα είκοσι έξι ως τα τριάντα τέσσερα μου χρόνια, αισθανόμουν μια σχετική ανακούφιση που ήμουν απελευθερωμένος από τις βιαιότητες, την πολιτική, τα ναυάγια και τις εξεγέρσεις. Είχαμε δυο τρία χρόνια μπροστά μας για να περιπλανηθούμε στον κόσμο χωρίς να γράψουμε λέξη, εκτός κι αν το θέλαμε πραγματικά. Γιατί λοιπόν εγώ τρωγόμουν να μάθω οτιδήποτε συνέβαινε; Είχα πια μπουχτίσει απ’ όλα αυτά και κατέκρινα τον εαυτό μου. Δεν θα μπορούσε δηλαδή κάποιος να ρίξει απλώς μια ματιά στα μέρη που τον ενδιέφεραν και κατόπιν να συνεχίσει; Προσπαθήσαμε να το κάνουμε, αλλά σιγά σιγά μάθαμε ότι τα ταξίδια πρέπει να έχουν αντικειμενικούς στόχους. Εφόσον είχαμε έρθει στην Ελλάδα με μοναδικό σκοπό την αναψυχή μας, δεν σκοπεύαμε να μείνουμε περισσότερο από δυο τρεις μήνες, καθώς όμως αρχίσαμε να ενδιαφερόμαστε για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο ελληνικός λαός και μεγάλωνε το ενδιαφέρον μας για την πολιτική κατάσταση, παρατείναμε την επίσκεψή μας, παραμένοντας σχεδόν για ένα χρόνο. Κατά συνέπεια, ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κάτι παραπάνω από απολαυστικές διακοπές, εξελίχτηκε σε μια πνευματική περιπέτεια. Για το σκοπό, επισκεφτήκαμε νησιά που δεν θα είχαμε σκεφτεί να επισκεφτούμε ποτέ, νησιά που δεν αναφέρονταν στους τουριστικούς χάρτες μας και συναντήσαμε ανθρώπους που τώρα πια γνωρίζουμε ότι θα ήταν τραγωδία αν δεν συναντούσαμε.»
« Οι περισσότεροι άνθρωποι που έρχονται σε αυτή τη χώρα αισθάνονται καθήκον τους να επισκέπτονται τον Παρθενώνα σαν να είναι Διαμαρτυρόμενοι ιερείς , είχε πει κάποτε η Ντόρα. Είχαμε μιλήσει και μ’ έναν άλλο νεαρό που τον είχε βρει θαυμάσιο. Τον είχε επισκεφτεί κάποτε και αισθανόταν ότι είχε κάνει το καθήκον του απέναντι στην Ελλάδα, έχοντας δει ένα θαύμα μοναδικό. Εμείς πάντως δεν εκτιμήσαμε ιδιαίτερα αυτό το αφηγηματικό σκεπτικό για τον Παρθενώνα, λες και ήταν άσχετο με την ιστορία της χώρας και με τη ζωή των ανθρώπων της. Θεωρούσαμε την Αφηρημένη Ομορφιά χίμαιρα, έτσι τουλάχιστον πίστευα εγώ. Για μένα τα πράγματα είναι όμορφα ή όχι, ανάλογα με τη σχέση τους. Εκείνο που βρήκαμε διαφωτιστικό σχετικά με τον Παρθενώνα ήταν το γεγονός ότι, το 1687, οι Τούρκοι είχαν αποθηκεύσει εκεί το μπαρούτι τους και οι Ενετοί το είχαν ανατινάξει. Κατά την ανατίναξη το κτίσμα καταστράφηκε με αποτέλεσμα να χαθούν τριακόσιες ζωές. « Να λοιπόν τι συμβαίνει στην αφηρημένη ομορφιά, όταν συγκρούονται ανταγωνιστικοί ιμπεριαλισμοί» σκέφτηκα όταν το πληροφορηθήκαμε.
Τέλος Αυγούστου – αρχές Σεπτεμβρίου του 1935 οι Μπερτλς έρχονται για διακοπές στην Αθήνα και αυτό το ταξίδι έγινε η αφορμή για να γνωρίσουν την πραγματική Ελλάδα, τον τόπο, τους ανθρώπους, την καθημερινότητα και την πολιτική πραγματικότητα. Οι πρώτες τους μέρες στην Αθήνα σημαδεύονται από πυροβολισμούς που « στην πραγματικότητα ήταν τα προεόρτια του πραξικοπήματος μέσω του οποίου καταργήθηκε το δημοκρατικό πολίτευμα και αποκαταστάθηκε η μοναρχία, μόνο που εμείς δε γνωρίζαμε ακόμα τίποτε» Περιπλανιέται στην Αθήνα του μεσοπολέμου και μεταφέρει τις εντυπώσεις του για ό,τι συναντά μπροστά του, ανθρώπους, καταστήματα, καφενεία, τρόφιμα, ποτά, ενδυμασία όλα σχολιασμένα υπό το πρίσμα μιας διαφορετικής κουλτούρας αλλά και της αριστερής ιδεολογίας.
« Παρ’ όλα αυτά, στην αρχή και ως ένα σημείο, η ιδέα των διακοπών μας προστάτευε από τη φορτισμένη ατμόσφαιρα της ελληνικής πολιτικής. Έπειτα από οκτώ ολόκληρα χρόνια απασχόλησης σε μια καθημερινή εφημερίδα, από τα είκοσι έξι ως τα τριάντα τέσσερα μου χρόνια, αισθανόμουν μια σχετική ανακούφιση που ήμουν απελευθερωμένος από τις βιαιότητες, την πολιτική, τα ναυάγια και τις εξεγέρσεις. Είχαμε δυο τρία χρόνια μπροστά μας για να περιπλανηθούμε στον κόσμο χωρίς να γράψουμε λέξη, εκτός κι αν το θέλαμε πραγματικά. Γιατί λοιπόν εγώ τρωγόμουν να μάθω οτιδήποτε συνέβαινε; Είχα πια μπουχτίσει απ’ όλα αυτά και κατέκρινα τον εαυτό μου. Δεν θα μπορούσε δηλαδή κάποιος να ρίξει απλώς μια ματιά στα μέρη που τον ενδιέφεραν και κατόπιν να συνεχίσει; Προσπαθήσαμε να το κάνουμε, αλλά σιγά σιγά μάθαμε ότι τα ταξίδια πρέπει να έχουν αντικειμενικούς στόχους. Εφόσον είχαμε έρθει στην Ελλάδα με μοναδικό σκοπό την αναψυχή μας, δεν σκοπεύαμε να μείνουμε περισσότερο από δυο τρεις μήνες, καθώς όμως αρχίσαμε να ενδιαφερόμαστε για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο ελληνικός λαός και μεγάλωνε το ενδιαφέρον μας για την πολιτική κατάσταση, παρατείναμε την επίσκεψή μας, παραμένοντας σχεδόν για ένα χρόνο. Κατά συνέπεια, ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κάτι παραπάνω από απολαυστικές διακοπές, εξελίχτηκε σε μια πνευματική περιπέτεια. Για το σκοπό, επισκεφτήκαμε νησιά που δεν θα είχαμε σκεφτεί να επισκεφτούμε ποτέ, νησιά που δεν αναφέρονταν στους τουριστικούς χάρτες μας και συναντήσαμε ανθρώπους που τώρα πια γνωρίζουμε ότι θα ήταν τραγωδία αν δεν συναντούσαμε.»
Πρώτη έκδοση στο Λονδίνο το 1938