Οταν καλείται ενώπιον της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Υποθέσεων, προς τα τέλη του 1956, ο 41χρονος δραματουργός είναι ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο, το οποίο επιλέγει να μη θυσιάσει το έργο του στις εταιρείες παραγωγής υπέρ της κυβερνητικής αντικομμουνιστικής προπαγάνδας.
Δεν έχει περάσει, από τη σπουδή του θεατρικού τμήματος του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, στο θεατρικό σανίδι, ατσαλάκωτος από τα βάσανα των εργαζομένων.
Ηδη από τα δεκαεννιά του εργάζεται στη βιοτεχνία γυναικείων ενδυμάτων, ιδιοκτησίας του πατέρα του. Μέσα στο μαγαζί ανακαλύπτει ότι η επιχειρηματική ζυγαριά γέρνει υπέρ των ισχυρών.
Απογοητεύεται από τη συμπεριφορά των εύπορων αγοραστών, οι οποίοι κατά κύριο λόγο φέρονται με αγένεια και περιφρόνηση προς τους μικρεμπόρους. Αλλά δεν το βάζει κάτω. Προσπαθεί να αποδείξει στον εαυτό του ότι ανήκει σ' αυτούς που βγάζουν δύσκολα το μεροκάματό τους.
Ο Αρθουρ Μίλερ - χειρώνακτας σε εταιρεία ανταλλακτικών αυτοκινήτων στο Μανχάταν, επισφραγίζει μία κρίσιμη σχέση με την εργατική τάξη, την οποία θα αποτυπώσει στο θεατρικό του «Από Δευτέρα σε Δευτέρα» (πρωτότυπος τίτλος «A Memory of two Mondays», 1955).