«Με
αρνητικό πληθωρισμό το 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ αύξησε τον κατώτερο μισθό κατά
11%, ενώ σήμερα, με πληθωρισμό πάνω από 8%, η ΝΔ αυξάνει τον κατώτερο
μισθό κατά μόλις 7,7%». Αυτό το επιχείρημα διακινούν τις τελευταίες ώρες
οι ΣΥΡΙΖΑίοι, στον ανταγωνισμό τους με τη ΝΔ για το ποιος μπορεί
καλύτερα να ξεγελάσει τους εργαζόμενους με αυξήσεις - κοροϊδία και να
χειραγωγήσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια, είτε τότε για τη λιτότητα και τα
μνημόνια είτε σήμερα για την ακρίβεια. Ο διάολος όμως κρύβεται στις
λεπτομέρειες και ξεσκεπάζει τον εμπαιγμό και των δύο. Ο ΣΥΡΙΖΑ αύξησε
τον κατώτατο μισθό αφού τον κράτησε επί 4 χρόνια καθηλωμένο στα επίπεδα
που τον άφησε η κυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ. Κι όχι μόνο αυτό αλλά το έκανε
εφαρμόζοντας για πρώτη φορά τον κατάπτυστο νόμο Βρούτση - Αχτσιόγλου,
που αποτελεί ορόσημο για το κεφάλαιο στη μείωση του λεγόμενου «κόστους
εργασίας», με τη συγκράτηση και τη μείωση του μέσου μισθού. Ενδεικτικά,
το 2019 που ο ΣΥΡΙΖΑ καυχιέται ότι έδωσε αυξήσεις στους μισθούς, ο μέσος
μισθός διαμορφώθηκε στα 886,1 ευρώ καθαρά, από 886,7 ευρώ το 2018, όταν
το 2011 ήταν στα 1.051 ευρώ. Γι' αυτό άλλωστε η αύξηση είχε το «πράσινο
φως» της εργοδοσίας, που σύμφωνα με τον νόμο Βρούτση - Αχτσιόγλου
συμμετέχει με τα ινστιτούτα και τις ενώσεις της στη διαμόρφωση της
εισήγησης προς την κυβέρνηση για το ύψος του νέου κατώτατου μισθού από
χρόνο σε χρόνο. Τι
δείχνει αυτό; Οτι οι αυξήσεις που δόθηκαν και τότε, όχι μόνο δεν
παρέκκλιναν ρούπι από τον στόχο της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας,
τον οποίο επικαλείται σήμερα και η ΝΔ, αλλά έπεσαν και στο τρύπιο βαρέλι
της εργασιακής ζούγκλας, που διαμορφώνουν με τους νόμους τους όλες οι
κυβερνήσεις. Οι νόμοι αυτοί παραμένουν ανέγγιχτη και με ΝΔ, και με
ΣΥΡΙΖΑ. Ετσι, ακόμα και οι όποιες αυξήσεις, πέρα από το γεγονός ότι
αφορούν έναν μικρό αριθμό χαμηλόμισθων, δεν επιδρούν ουσιαστικά στον
μέσο μισθό, αφού το συνολικότερο αντεργατικό πλαίσιο στέκεται στο ύψος
του, με την ημιαπασχόληση, την «ευελιξία», τη διευθέτηση του χρόνου
εργασίας και τα άλλα «ιερά δισκοπότηρα» του κεφαλαίου. Γι' αυτό ο αγώνας
για ουσιαστικές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, ως βάση για παραπέρα
αυξήσεις, με διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε εργαζόμενους και εργοδοσία, δεν
μπορεί παρά να βάζει στο στόχαστρο τους αντεργατικούς νόμους που
υπονομεύουν τις Συμβάσεις, καταργούν τον σταθερό ημερήσιο χρόνο εργασίας
και τη σταθερή δουλειά, χάριν της κερδοφορίας των εργοδοτών. Κι αυτό
απαιτεί σύγκρουση με τα κόμματα που τους ψήφισαν και τους υλοποιούν,
παραδίνοντας ο ένας τη σκυτάλη στον άλλο.