Παιδί μου,
Για λόγους
που ακόμα δεν ξέρεις βρέθηκες στα πιο τρυφερά χρόνια της ζωής σου να ζεις μέσα
σ’ ένα χαρτόκουτο βρεγμένο από τις λάσπες. Βρέθηκες στους αδύναμους ακόμα ώμους
σου να κουβαλάς το βιός σου και μαζί να κουβαλάς όλο το άδικο του κόσμου.
Βρέθηκες να θαλασσοπνίγεσαι, να πεινάς, να κρυώνεις, να είσαι άρρωστο και να
μην υπάρχει ένα φάρμακο να γίνεις καλά, ενώ οι γονείς σου ρημαγμένοι και
ξεσπιτωμένοι αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή για σένα.
Εκεί που
ήσουν, παιδί μου, ήσουν αναλώσιμη ψυχή στο έλεος εκείνων που ήρθαν να σε
«σώσουν», να σε «εκπολιτίσουν» και σε βομβάρδισαν ανελέητα, σου ρήμαξαν το
σπίτι, σου σκότωσαν γονείς και αδέρφια. Το μόνο που ήθελαν ήταν να πάρουν το
τόπο σου.
Εδώ που
ήρθες, στην «πολιτισμένη» Δύση, ανακαλύπτεις, κι ας μην είσαι σε θέση ακόμα να
το καταλάβεις, το πιο απάνθρωπο πρόσωπο της. Εδώ δεν είσαι μόνο μια αναλώσιμη
ψυχή. Εδώ είσαι ο ανεπιθύμητος, ο περιττός και θα γίνεις επιθυμητός μόνο αν
κάποιοι αποφασίσουν για σένα ότι θα είσαι ένας χρήσιμος φτηνός εργάτης στη
δούλεψή τους. Και μόνο τότε θα επιβιώσεις προσπαθώντας να σε πείσουν ότι η
εξαθλίωση είναι ζωή.