01-11-2018
Διαφθορά και αδιαφάνεια ορίζονται πάντα από τη σκοπιά των
καπιταλιστικών επιχειρήσεων –για αυτό άλλωστε και μεταβάλλεται το
περιεχόμενό τους. Για παράδειγμα, η πρακτική του lobbying αποτελεί πλέον
μια καθόλα αποδεκτή πρακτική στα πλαίσια της ΕΕ, την οποία μάλιστα η ΕΕ
υποδέχεται θεσμικά, ως στοιχείο της λεγόμενης «πολυεπίπεδης»
διακυβέρνησής της.
Η προφυλάκιση του ζεύγους Παπαντωνίου για υπόθεση μαύρου χρήματος
ύψους 2,8 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων αποτέλεσε πρώτο θέμα στην
ειδησεογραφία. Ο πρώην υπουργός Άμυνας στην κυβέρνηση Κ. Σημίτη, Γ.
Παπαντωνίου, προφυλακίστηκε κατηγορούμενος για νομιμοποίηση εσόδων που
προέρχονται από δωροδοκίες για τη σύμβαση αναβάθμισης έξι φρεγατών του
Πολεμικού Ναυτικού με γαλλική εταιρεία, το 2003, ζημιώνοντας το ελληνικό
δημόσιο κατά περίπου 400 εκατ. ευρώ.
Το γεγονός της ίδιας της σύλληψης χρησιμοποιείται για εδραίωση της θέσης πως μια πιο «διαφανής» και «ηθική» κυβέρνηση, όπως ισχυρίζεται ότι είναι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να ωθήσει τόσο την οικονομική ανάπτυξη όσο και την εξάλειψη νομικών και θεσμικών δυσλειτουργιών του πολιτικού συστήματος.
Οι κατηγορίες εναντίον του εντάσσονται στο πλαίσιο αυτού που αποκαλείται διαφθορά, ταυτίζεται με την έλλειψη διαφάνειας και αφορά την εφαρμογή νόμων και όχι βέβαια τη δημιουργία τους, όπου οι φορείς χάραξης πολιτικής έχουν πολύ λίγους περιορισμούς όσον αφορά στο περιεχόμενο της νομοθεσίας και των κινήτρων τους. Κάπως έτσι εξηγείται και το γιατί το αδίκημα της απιστίας σε βάρος του Δημοσίου έχει παραγραφεί.
Το γεγονός της ίδιας της σύλληψης χρησιμοποιείται για εδραίωση της θέσης πως μια πιο «διαφανής» και «ηθική» κυβέρνηση, όπως ισχυρίζεται ότι είναι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να ωθήσει τόσο την οικονομική ανάπτυξη όσο και την εξάλειψη νομικών και θεσμικών δυσλειτουργιών του πολιτικού συστήματος.
Οι κατηγορίες εναντίον του εντάσσονται στο πλαίσιο αυτού που αποκαλείται διαφθορά, ταυτίζεται με την έλλειψη διαφάνειας και αφορά την εφαρμογή νόμων και όχι βέβαια τη δημιουργία τους, όπου οι φορείς χάραξης πολιτικής έχουν πολύ λίγους περιορισμούς όσον αφορά στο περιεχόμενο της νομοθεσίας και των κινήτρων τους. Κάπως έτσι εξηγείται και το γιατί το αδίκημα της απιστίας σε βάρος του Δημοσίου έχει παραγραφεί.