Ενα
από τα ζητήματα τα οποία εμφανίζονται ως πεδίο όξυνσης των αντιθέσεων
ανάμεσα στην Κομισιόν και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), με αφορμή
τη διαπραγμάτευση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ με τους δανειστές της
είναι το κρατικό χρέος της Ελλάδας. Η εκτίμηση του ΔΝΤ ταυτίζεται με
αυτή της κυβέρνησης, ότι το κρατικό χρέος της Ελλάδας δεν είναι
«βιώσιμο». Τι σημαίνει αυτό; Οτι η Ελλάδα δεν μπορεί να το εξοφλήσει
στους δανειστές.
Αυτή την εκτίμηση η κυβέρνηση τη συνοδεύει με τη
διεκδίκηση «απομείωσής» του, όπως λέει, και μάλιστα θέτει ως όρο για την
υπογραφή συμφωνίας, τουλάχιστο να υπάρχει δήλωση ότι θα συζητηθούν
τρόποι «απομείωσης» ή «αναδιάρθρωσής» του.
Αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ και ως αντιπολίτευση το έθετε, άλλοτε προβάλλοντας την ανάγκη «κουρέματος», άλλοτε, στη συνέχεια, με την επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησης σε συνδυασμό με μείωση των επιτοκίων. Ενώ στο τραπέζι είχε πέσει και η πρόταση σύνδεσης της αποπληρωμής του με «ρήτρα ανάπτυξης». Δηλαδή, να πληρώνει εφόσον υπάρχει καπιταλιστική ανάκαμψη, ανάλογα με τους ρυθμούς του ΑΕΠ.
Για την ιστορία υπενθυμίζουμε ότι η εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα της Ελλάδας έχουν πείρα από το «κούρεμα» (PSI) το 2012, και ποιος το πλήρωσε ακριβά αφού χάθηκαν τεράστια ποσά από αποθεματικά ασφαλιστικών ταμείων, νοσοκομείων, Πανεπιστημίων και ΤΕΙ, άλλων δημόσιων οργανισμών που καλύπτουν ορισμένες λαϊκές ανάγκες κ.λπ. Δηλαδή, το πλήρωσε ο λαός και όχι βεβαίως οι καπιταλιστές, οι επιχειρηματικοί όμιλοι.
Το ΔΝΤ προβάλλει ότι το κρατικό χρέος της Ελλάδας πρέπει να «κουρευτεί» ή να αναδιαρθρωθεί, σε συνδυασμό με νέες μόνιμες μεταρρυθμίσεις που θα μειώνουν τα έξοδα του κρατικού προϋπολογισμού ώστε να εξασφαλίζονται σίγουρα τα πλεονάσματα και έτσι να υπάρχουν σταθερές προϋποθέσεις αποπληρωμής του χρέους.
Τα πλεονάσματα, για να εξασφαλιστούν, απαιτούν μεγάλους φόρους και περικοπές από τα έξοδα του κρατικού προϋπολογισμού. Μεγάλους μόνιμους φόρους δεν μπορούν να βάλουν στο κεφάλαιο γιατί είναι ένας από τους παράγοντες που δυσκολεύει την κερδοφορία και εμποδίζει τις καπιταλιστικές επενδύσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα φοροληστεία για το λαό κυρίως με έμμεσους φόρους, σαν αυτούς που περιλαμβάνονταν τόσο στα προηγούμενα μνημόνια, όσο και στην πρόταση των 47 σελίδων της κυβέρνησης στη διαπραγμάτευση. Ταυτόχρονα, σημαίνει γενναίες περικοπές σε τομείς όπως Υγεία, Πρόνοια, Εκπαίδευση, κ.λπ., τομείς δηλαδή που καλύπτουν κάποιες λαϊκές ανάγκες.
Τα πλεονάσματα χρειάζονται και για να μπορούν να διοχετευτούν χρήματα σε «επενδύσεις», κυρίως σε υποδομές, είτε για επιδότηση επιχειρηματικών ομίλων προκειμένου να στηριχτεί η λεγόμενη
ανάπτυξη, δηλαδή η ανάκαμψη της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων.