Βουλιμία
Μάζευαν κι άρπαζαν, μα δε χόρταιναν ποτέ. Διαρκώς ζητούσαν κι άλλο. Στο τραπέζι χιλιάδες πιάτα με τα πιο νόστιμα φαγητά, κι όμως, μόνο που τα κοίταζες, σ’ έπιανε το στομάχι σου. Κρέατα, ψάρια, σάλτσες, ζυμαρικά, λίπη, όσπρια, λαχανικά, μπαχαρικά, παγωτά, όλα ανακατεμένα. Κάθε λίγο και λιγάκι, έκαναν τις πιο απίθανες παραγγελίες. Τελείωνε το ένα γεύμα και καλούσαν το γκαρσόνι, για να τους φέρει το επόμενο.
Το υπηρετικό προσωπικό, κάθε βράδυ,
έβαζε τ’ αποφάγια και τα κόκαλα σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Το πρωί
τις άδειαζαν και μοίραζαν τα «προϊόντα» σε ειδικές συσκευασίες, με
διαφορετικές ετικέτες. Ηταν έτοιμα να πουληθούν. Είχαν στήσει, μάλιστα,
κι έναν ολόκληρο μηχανισμό διαφήμισης για τ’ αποφάγια τους!
Ενίοτε, διοργάνωναν φανταχτερές
εκδηλώσεις, με την κατάλληλη μουσική υπόκρουση και τα απαραίτητα
χαμόγελα. Οι κυρίες των κυρίων «χάριζαν» μικρές ποσότητες στους πολύ
ταλαιπωρημένους. «Δάκρυζαν» για τον άδικο τούτο κόσμο. Αργότερα,
γυρνούσαν στο τραπέζι, αφιέρωναν (για… ποικιλία) λίγα λεπτά στις
«περιπέτειες των δυστυχισμένων» κι άρχιζαν το επόμενο φαγοπότι.
Οι συμμετέχοντες στο τραπέζι δεν είχαν
σταθερό αριθμό. Τρωγοπίναν, αντάλλασσαν φιλοφρονήσεις και μαχαιριές, το
ίδιο μαχαίρι για το φαγητό, το ίδιο για τις μαχαιριές. Δεν είχαν
κανένα, απολύτως, πρόβλημα να το χρησιμοποιούν και για τις δυο
«δουλειές». Τα τραύματα, για ορισμένους, ήταν ανεπανόρθωτα κι έχαναν τη
θέση τους.