Από herko
Ο γερο-Λιάς, συνταξιούχος με βαρέα κι ανθυγιεινά ένσημα εδώ και είκοσι χρόνια, κράτησε τη συνήθεια του χωριού του: Κάθε απόγευμα πηγαίνει στον καφενέ. Πίνει τον καφέ του, και με την παρέα του παίζει καμμιά παρτίδα δηλωτή ή ξερή.
Παλιότερα η παρέα ήταν πολυπληθής. Έπιναν και κανένα κατρούτσο κρασί με μεζεδάκι. Τώρα η παρέα αραίωσε. Άλλοι αναχώρησαν δια παντός. Κι άλλοι σταμάτησαν τις …εξόδους. Τους αναζήτησε η παρέα.
Έκαναν υποθέσεις για την απουσία τους. Σχεδόν όλοι συνέκλιναν ότι η εξαφάνιση συνδυάζεται με το οικονομικό πρόβλημα.
Έβλεπαν και το Μανώλη, συνταξιούχος κι αυτός, και μόνιμο, παλιότερα, μέλος της παρέας, να γυρίζει κάθε μέρα γύρω απ’ το οικοδομικό τετράγωνο που είναι ο καφενές και να επιστρέφει στο σπίτι του.
Ο γερο-Λιάς φρόντισε να συναντηθούν και τον ρώτησε: