«Τώρα, στο άλλο ερώτημά σας, για τη Συμφωνία των Πρεσπών (...) Φανταστείτε να μην είχε γίνει αυτή η Συμφωνία. Τι πιέσεις θα δεχόταν σήμερα η ελληνική κυβέρνηση, όποια κυβέρνηση, όποιος πρωθυπουργός, για να μπει η γειτονική μας χώρα στο ΝΑΤΟ με συνταγματική ονομασία "Μακεδονία", όπως ήταν πριν τη Συμφωνία. Φανταστείτε, όταν εδώ με τις τελευταίες εξελίξεις διαμορφώνεται ένα κλίμα ψυχροπολεμικό, όταν με τις τελευταίες εξελίξεις ακόμα και χώρες που ποτέ δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι θα ήθελαν να μπούνε στο ΝΑΤΟ, η Φιλανδία και η Σουηδία, αποφασίζουν να μπούνε, φανταστείτε τι πιέσεις θα δεχόταν και ποιος θα μπορούσε να βγει και να πει ότι, "ξέρετε, η συνταγματική ονομασία να αλλάξει" κ.λπ. Νομίζω ότι υπηρετήσαμε το εθνικό συμφέρον κατά τρόπο απόλυτο...».
Το 2018 ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλ. Τσίπρας σέρβιραν την ευρωατλαντικής κοπής Συμφωνία των Πρεσπών σαν μια «μεγάλη διπλωματική νίκη», που έδινε τέλος σε μια «πολύχρονη προστριβή» ανάμεσα στην Ελλάδα και την ΠΓΔΜ και άνοιγε τον δρόμο «για την ειρήνη και την ασφάλεια» στην περιοχή. Απέκρουε μάλιστα μετά βδελυγμίας κάθε κριτική για το ΝΑΤΟικό χαρακτήρα της Συμφωνίας και αρνούνταν τον χαρακτηρισμό της τότε κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ως «σημαιοφόρου» της ευρωατλαντικής στρατηγικής στα Βαλκάνια, που στόχο έχει να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ όλα τα κράτη της περιοχής και να αντιμετωπιστεί η επιρροή της Ρωσίας και της Κίνας.