«Black Friday» ή «Blind Friday»
Οι μεγάλες ουρές έξω από τα εμπορικά πολυκαταστήματα της πόλης δεν ήταν μια είδηση ενός αμερικάνικου τηλεοπτικού δικτύου ούτε μια σουρεαλιστική, λανθιμική σκηνή για τον κοινωνικό κομφορμισμό. Οι καταναλωτές/-τριες είχαν σχεδιάσει πριν από μέρες την αναμέτρηση τους με την «εκπληκτική οικονομική προσφορά» δαπανώντας πολύ χρόνο για τη μελέτη και την σύγκριση των καλύτερων τιμών, πολύ ενέργεια για την αναμονή στην ουρά, την μετακίνηση, την επικοινωνία και την αλλαγή σχεδίων. Η απατηλή σχέση ανάμεσα στην προσφορά της χαμηλότερης τιμής και την απόκτηση του επιθυμητού προϊόντος προκάλεσε στο ευρύ καταναλωτικό κοινό μια ισχυρή ψευδαίσθηση ατομικής ευκαιρίας για το κόψιμο μιας αόρατης, απαγορευτικής ζώνης προς την ατομική υλική ευδαιμονία. Το υψηλό φρόνημα των καταναλωτών κατά την στοίχιση τους στην ατελείωτη ουρά των ταμείων, ο βίαιος και συχνά απροκάλυπτος ανταγωνισμός για το προϊόν προς εξάντληση, οι εντάσεις με τους εργαζόμενους στα πολυκαταστήματα είναι λίγες μόνο εικόνες από τα νέα πρόσωπα ενός πλήθους που απεγνωσμένα και επίμονα αποζητά μια βραχύβια συγκίνηση. Οι οικονομολόγοι και οι αναλυτές των δομών της αγοράς γνωρίζουν πως η οργάνωση καταναλωτικών γεγονότων, όπως το «Black Friday» είναι μια δραματουργική κατασκευή του χρηματικού κεφαλαίου που δείχνει ότι το σύστημα τιμών έχει αποτύχει να ευθυγραμμίζει την προσφορά και την ζήτηση (Sandel, 2016, σελ. 32).