Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από τη σημερινή πρώτη μέρα του εορτασμού της εξέγερσης του Νοέμβρη του 1973, ήταν αυτό το σημείωμα στην Πύλη του Πολυτεχνείου, που αποτύπωσε ο φωτογραφικός φακός του Γιάννη Κέμμου.
“Εμείς, η γενιά του Πολυτεχνείου, φέραμε τη 12ωρη εργασία των 400 ευρώ. Συγγνώμη”
έλεγε το μήνυμα που άφησε μισό αιώνα μετά, πιθανότατα κάποιος από τους βετεράνους αγωνιστές. Και είναι σχεδόν συγκινητικό, γιατί είναι ειλικρινές. Γιατί αποτυπώνει τις ενοχές κάποιου ή κάποιας που πάλεψε για να γκρεμίσει τη χούντα, ονειρεύτηκε να αλλάξει τον κόσμο και τώρα βλέπει πως τον παραδίδει χειρότερο στους νέους, πως οι επόμενες γενιές καλούνται πλέον να ζήσουν χειρότερα από ό,τι οι γονείς τους.
Μόνο που το περιεχόμενο σηκώνει πολλή κουβέντα και αυτό δεν αφορά τις προθέσεις αυτού που το έγραψε. Γιατί η “γενιά του Πολυτεχνείου” δεν ήταν ποτέ κάτι ενιαίο, ως γενιά, ούτε καν κατά τη διάρκεια της εξέγερσής του. Δίπλα σε αυτούς που αγωνίστηκαν, ήταν και αυτοί που λούφαξαν σπίτι τους, δίπλα στο “ψαράκι της γυάλας”, να δουν εκ του ασφαλούς τι θα γίνει και προς τα πού θα γείρει η πλάστιγγα. Μα και από όσους αγωνίστηκαν, δεν είχαν όλοι την ίδια πορεία. Κάποιοι εξαργύρωσαν την πορεία τους, για να κάνουν πολιτική καριέρα. Και άλλοι δεν πρόδωσαν ποτέ το μετερίζι του αγώνα, έμειναν πάντα εκεί να παλεύουν, να θυμίζουν πόσο επίκαιρο είναι το “ψωμί-παιδεία-ελευθερία”, το πνεύμα της εξέγερσης και του αγώνα.