Έχω αρχίσει να βαριέμαι τα λογής-λογής "χαράς ευαγγέλια", τα οποία
προσπαθούν να χαϊδέψουν τ' αφτιά μας, πότε από την κυβέρνηση, πότε από
την αντιπολίτευση, πότε από τις Βρυξέλλες και πότε -ακόμη κι αυτό- από
το ΔΝΤ. Και νά τα σαξές στόρυ... και νά η έξοδος στις αγορές... και νά
το τέλος τής κρίσης... και νά η απαρχή τής ανάπτυξης... και νά που
πιάσανε τόπο οι θυσίες... και νά ο άνεμος ο καινούργιος που έρχεται...
Ποτέ τόσοι πολλοί δεν έσωσαν έναν τόπο τόσο πολλές φορές.
Παρ' όλα ταύτα, εμείς επιμένουμε να φτωχαίνουμε καθημερινά. Και ως χώρα και ως πολίτες, επιμένουμε να φτωχαίνουμε, τόσο από μόνοι μας όσο και με την συνδρομή των ξένων σωτήρων μας. Οι γερμανοί, για παράδειγμα, έχουν λυσσάξει να καταργήσουν κάθε μορφής εξισωτικές επιδοτήσεις, επειδή -λένε- οι επιδοτήσεις δημιουργούν στρεβλώσεις στην ελεύθερη οικονομία (καταπώς έλεγε κι ο Φρήντμαν). Τί κι αν χάρη σ' αυτές τις επιδοτήσεις επιβιώνουν μερικές δεκάδες εκατομμυρίων ευρωπαίοι πολίτες; Το παν είναι ο ορθολογισμός. Με άλλα λόγια, αρκεί να πετύχει η εγχείριση κι ας πεθάνει ο ασθενής.
Το πλέον παράδοξο στην θεότρελλη ευρωπαϊκή μας ένωση είναι ότι έχουν χαθεί τα πολιτικά πρόσημα. Την ώρα που ένα ασφυκτικό "δημοσιονομικό σύμφωνο" απειλεί να ισοπεδώσει τα πάντα, οι ευρωπαίοι πολιτικοί έχουν χάσει αβγά και πασχάλια. Στην Γερμανία και στην Ελλάδα συγκυβερνούν τα δυο κόμματα που μονοπωλούν την εξουσία εδώ και πολλές δεκαετίες, ενώ -υποτίθεται πως- ανάμεσά τους υπάρχουν αγεφύρωτες πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές. Στην Αγγλία, ο -και καλά- συντηρητικός Κάμερον συνεχίζει απαρέγκλιτα την γραμμή τού προκατόχου του, του -και καλά- εργατικού Μπράουν. Στην Ισπανία, ο "δεξιός" Ραχόι εξακολουθεί να διαλύει το κοινωνικό κράτος, ακριβώς όπως έκανε και πριν απ' αυτόν ο "σοσιαλιστής" Θαπατέρο. Στην Ιταλία, ο "λαοπρόβλητος" Ρέντσι κινείται στα χνάρια τού τεχνοκράτη Μόντι, τον οποίο "φύτεψαν" στην εξουσία οι τραπεζίτες. Τα ίδια και στην Πορτογαλία, τα ίδια και στην Ιρλανδία, τα ίδια παντού.
Κι αν όλα τούτα ηχούν παράδοξα, το απολύτως θεοπάλαβο είναι ότι όλοι αυτοί οι "θεόπνευστοι" πολιτικοί υπηρετούν μια ιδέα η οποία συρρικνώνει την πολιτική. Ανεξάρτητα από το πόσο δεξιά ή αριστερά βρίσκεται η πολιτική τους αφετηρία, όλοι δείχνουν να έχουν μαγευτεί από την προοπτική διάλυσης των κρατών που διοικούν. Όλοι συμφωνούν πως η μόνη λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν είναι να παραδώσουν τα πάντα στο κεφάλαιο, επειδή τάχατες η ιδιωτική πρωτοβουλία τα κάνει όλα καλύτερα. Έτσι, παρατηρούμε το οξύμωρο φαινόμενο υπουργών υγείας να πανηγυρίζουν επειδή έκλεισαν ένα νοσοκομείο, υπουργών παιδείας να επαίρονται επειδή έκλεισαν ένα σχολείο, υπουργών εργασίας να κορδώνονται επειδή φτώχυναν οι εργαζόμενοι, υπουργών οικονομικών να ικανοποιούνται επειδή υπάκουσαν σε άνωθεν εντολές για την σύνταξη των προϋπολογισμών τους αλλά και πρωθυπουργών που ελπίζουν στην επανεκλογή τους επειδή, ακολουθώντας τις οδηγίες των Βρυξελλών, διέλυσαν την κοινωνία που τους ψηφίζει.
Και μέσα σε τούτη την γενική παράνοια, καλείται ο αυριανός ψηφοφόρος να επιλέξει ανάμεσα στον Σάκη και στον Τάκη, να πάρει την μεγάλη απόφαση να διώξει τον Μάκη και να φέρει τον Λάκη, να καταδικάσει τον Πάρη και να επενδύσει τις ελπίδες του στον Χάρη, να απαλλαγεί από τον Μήτσο και να αλλάξει τον τόπο με τον Κίτσο. Σαν εκείνον που προβληματίζεται ανάμεσα στην Βούλα, την Κούλα, την Λούλα, την Ρούλα και την Τούλα, παραβλέποντας ότι όλες τους δουλεύουν στο ίδιο μπορντέλλο.
Παρ' όλα ταύτα, εμείς επιμένουμε να φτωχαίνουμε καθημερινά. Και ως χώρα και ως πολίτες, επιμένουμε να φτωχαίνουμε, τόσο από μόνοι μας όσο και με την συνδρομή των ξένων σωτήρων μας. Οι γερμανοί, για παράδειγμα, έχουν λυσσάξει να καταργήσουν κάθε μορφής εξισωτικές επιδοτήσεις, επειδή -λένε- οι επιδοτήσεις δημιουργούν στρεβλώσεις στην ελεύθερη οικονομία (καταπώς έλεγε κι ο Φρήντμαν). Τί κι αν χάρη σ' αυτές τις επιδοτήσεις επιβιώνουν μερικές δεκάδες εκατομμυρίων ευρωπαίοι πολίτες; Το παν είναι ο ορθολογισμός. Με άλλα λόγια, αρκεί να πετύχει η εγχείριση κι ας πεθάνει ο ασθενής.
Το πλέον παράδοξο στην θεότρελλη ευρωπαϊκή μας ένωση είναι ότι έχουν χαθεί τα πολιτικά πρόσημα. Την ώρα που ένα ασφυκτικό "δημοσιονομικό σύμφωνο" απειλεί να ισοπεδώσει τα πάντα, οι ευρωπαίοι πολιτικοί έχουν χάσει αβγά και πασχάλια. Στην Γερμανία και στην Ελλάδα συγκυβερνούν τα δυο κόμματα που μονοπωλούν την εξουσία εδώ και πολλές δεκαετίες, ενώ -υποτίθεται πως- ανάμεσά τους υπάρχουν αγεφύρωτες πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές. Στην Αγγλία, ο -και καλά- συντηρητικός Κάμερον συνεχίζει απαρέγκλιτα την γραμμή τού προκατόχου του, του -και καλά- εργατικού Μπράουν. Στην Ισπανία, ο "δεξιός" Ραχόι εξακολουθεί να διαλύει το κοινωνικό κράτος, ακριβώς όπως έκανε και πριν απ' αυτόν ο "σοσιαλιστής" Θαπατέρο. Στην Ιταλία, ο "λαοπρόβλητος" Ρέντσι κινείται στα χνάρια τού τεχνοκράτη Μόντι, τον οποίο "φύτεψαν" στην εξουσία οι τραπεζίτες. Τα ίδια και στην Πορτογαλία, τα ίδια και στην Ιρλανδία, τα ίδια παντού.
Κι αν όλα τούτα ηχούν παράδοξα, το απολύτως θεοπάλαβο είναι ότι όλοι αυτοί οι "θεόπνευστοι" πολιτικοί υπηρετούν μια ιδέα η οποία συρρικνώνει την πολιτική. Ανεξάρτητα από το πόσο δεξιά ή αριστερά βρίσκεται η πολιτική τους αφετηρία, όλοι δείχνουν να έχουν μαγευτεί από την προοπτική διάλυσης των κρατών που διοικούν. Όλοι συμφωνούν πως η μόνη λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν είναι να παραδώσουν τα πάντα στο κεφάλαιο, επειδή τάχατες η ιδιωτική πρωτοβουλία τα κάνει όλα καλύτερα. Έτσι, παρατηρούμε το οξύμωρο φαινόμενο υπουργών υγείας να πανηγυρίζουν επειδή έκλεισαν ένα νοσοκομείο, υπουργών παιδείας να επαίρονται επειδή έκλεισαν ένα σχολείο, υπουργών εργασίας να κορδώνονται επειδή φτώχυναν οι εργαζόμενοι, υπουργών οικονομικών να ικανοποιούνται επειδή υπάκουσαν σε άνωθεν εντολές για την σύνταξη των προϋπολογισμών τους αλλά και πρωθυπουργών που ελπίζουν στην επανεκλογή τους επειδή, ακολουθώντας τις οδηγίες των Βρυξελλών, διέλυσαν την κοινωνία που τους ψηφίζει.
Και μέσα σε τούτη την γενική παράνοια, καλείται ο αυριανός ψηφοφόρος να επιλέξει ανάμεσα στον Σάκη και στον Τάκη, να πάρει την μεγάλη απόφαση να διώξει τον Μάκη και να φέρει τον Λάκη, να καταδικάσει τον Πάρη και να επενδύσει τις ελπίδες του στον Χάρη, να απαλλαγεί από τον Μήτσο και να αλλάξει τον τόπο με τον Κίτσο. Σαν εκείνον που προβληματίζεται ανάμεσα στην Βούλα, την Κούλα, την Λούλα, την Ρούλα και την Τούλα, παραβλέποντας ότι όλες τους δουλεύουν στο ίδιο μπορντέλλο.