Ξύπνησε νωρίς σήμερα ο κυρ-Παντελής. Ξυρίστηκε κι ετοιμάστηκε για την εκκλησία. Κάθε Κυριακή θέλει να πηγαίνει πρωί-πρωί, σχεδόν μαζί με τον παπά. Πολλές φορές, μάλιστα, συμμετέχει και στο ψαλτήρι.
Βγήκε απ’ την εξώπορτα του σπιτιού του, έκανε το σταυρό του και τάχυνε το βήμα του. Το κρύο ήταν τσουχτερό, ο χειμώνας είχε αγριέψει για τα καλά. Δεν πρόλαβε ν’ απομακρυνθεί πολύ, όταν απ’ την αντίθετη κατεύθυνση είδε να έρχεται μια νεαρή γυναίκα τυλιγμένη στο γούνινο παλτό της. Τα τακούνια της έκαναν θόρυβο στην ησυχία του πρωινού. Αναγνώρισε ο κυρ-Παντελής τη Ρόζα, την κοπέλα της γειτονιάς, όλοι ήξεραν πως ”κάνει πιάτσα” σε γνωστό στέκι της πόλης. Γύρισε αλλού το κεφάλι του και μια έκφραση αποστροφής και αηδίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. ”Έχει και ο σατανάς τούς πιστούς του” σκέφτηκε και σταυροκοπήθηκε τρεις φορές.