Οι κοκορομαχίες ανάμεσα σε
κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση σχετικά με την δεύτερη αξιολόγηση του
τρίτου πακέτου …διάσωσης της ελληνικής
οικονομίας καλά κρατούν, παρόλο που όλο και περισσότερο γίνεται εμφανής η άνευ
περιεχομένου λεκτική σύγκρουσή τους, αφού
ούτε η κυβέρνηση ούτε η αντιπολίτευση αμφισβητούν την εφαρμογή επιβαλλόμενων
από ΕΕ και ΔΝΤ μεταρρυθμίσεων που συνθλίβουν τη ζωή των εργαζομένων. Και όλες αυτές οι πολιτικές, κι εδώ και σ’ άλλες
χώρες, ενδύονται το μανδύα της
επιστημονικότητας, με προβλέψεις που διαψεύδονται κι εκτιμήσεις που
αλληλοαναιρούνται. Π.χ. Οι εκτιμήσεις κομισιον για το πρωτογενές πλεόνασμα, ότι
θα επιτευχθεί ο στόχος του 1,75% και 3,5% για τα έτη 2017 και 2018, ενώ το ΔΝΤ
το αμφισβητεί. Η ακόμα και η διάψευση των οικονομολόγων σχετικά με το βαθμό
επιδείνωσης της κατάστασης της βρετανικής οικονομίας λόγω του Brexit.
Για την αξία όλων αυτών των
αναλύσεων, εκτιμήσεων, προβλέψεων κλπ.
των οικονομολόγων ο λόγος του Μαρξ συνεχίζει να είναι διαφωτιστικός για την κατανόησή τους.
«(...)Οι οικονομολόγοι έχουν ένα
ξεχωριστό τρόπο ενέργειας. Για τους οικονομολόγους δεν υπάρχουν παρά μονάχα δυο
λογιών θεσμοί, οι τεχνητοί κι οι φυσικοί. ΟΙ φεουδαλικοί θεσμοί είναι τεχνητοί,
ενώ οι θεσμοί της αστικής τάξης είναι φυσικοί. Οι οικονομολόγοι μοιάζουν σε τούτο
με τους θεολόγους, που κι αυτοί αναγνωρίζουν δυο λογιών θρησκείες. Κάθε
θρησκεία, έξω από τη δική τους, είναι δημιούργημα των ανθρώπων, ενώ η δική τους
είναι αποκάλυψη του Θείου Λόγου (Εκπορεύεται απ’ τον Θείο Λόγο)
Όταν
λένε οι οικονομολόγοι πως οι σύγχρονες σχέσεις –οι σχέσεις της αστικής
παραγωγής- είναι φυσικές, θέλουν να πουν (υπονοούν) πως είναι οι σχέσεις που
μέσα σ’ αυτές δημιουργείται ο πλούτος κι αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις,
σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Οι σχέσεις λοιπόν αυτές, είναι οι ίδιοι οι
φυσικοί νόμοι, ανεξάρτητοι απ’ την επίδραση του χρόνου. Είναι οι αιώνιοι νόμοι
που πρέπει να κυβερνούν πάντα την κοινωνία. Υπήρξε λοιπόν η ιστορία, μα δεν
υπάρχει πια. Υπήρξε η ιστορία, γιατί υπήρξαν οι φεουδαρχικοί θεσμοί και γιατί,
μέσα στους φεουδαρχικούς θεσμούς βρίσκουμε ολότελα διαφορετικές παραγωγικές
σχέσεις από κείνες της αστικής κοινωνίας, που οι οικονομολόγοι θέλουν να
παρουσιάσουν σα φυσικές και συνακόλουθα αιώνιες.(…)
Η
αστική τάξη κάνει την εμφάνισή της μ’ ένα προλεταριάτο που κι αυτό είναι
απομεινάρι του προλεταριάτου των φεουδαρχικών χρόνων. Στην πορεία της ιστορικής
της ανάπτυξης, η αστική τάξη αναπτύσσει
αναγκαστικά τον ανταγωνιστικό της χαρακτήρα, που στα πρώτα της βήματα,
συμβαίνει νάναι περισσότερο ή λιγότερο μασκαρεμένος, που βρίσκεται σε
λανθάνουσα κατάσταση. Στο βαθμό που η αστική τάξης αναπτύσσεται, αναπτύσσεται
μέσα στα σπλάχνα της ένα καινούργιο
προλεταριάτο, ένα σύγχρονο προλεταριάτο: αναπτύσσεται μια πάλη ανάμεσα στην προλεταριακή και στην αστική
τάξη, πάλη που πριν να την αισθανθούν, τη διακρίνουν, τη σταθμίσουν, την
καταλάβουν, την ομολογήσουν και την αναγνωρίσουν επίσημα και δημόσια κι οι δυο
πλευρές, δεν εκδηλώνεται παρά με μερικές
και στιγμιαίες συγκρούσεις, με καταστροφικά γεγονότα. Από μια άλλη πλευρά, αν
κι όλα τα μέλη της σύγχρονης αστικής τάξης έχουν το ίδιο συμφέρον μια και
σχηματίζουν μια τάξη που βρίσκεται αντιμέτωπη με μιαν άλλη, έχουν ωστόσο κι
αντίθετα, ανταγωνιζόμενα συμφέροντα, έτσι που βρίσκονται τούτα τα μέλη
αντιμέτωπα μ’ εκείνα. Τούτη η αντίθεση των συμφερόντων ξεπηγάζει απ’ τις
οικονομικές συνθήκες της αστικής τους ζωής.
Από μέρα σε μέρα, γίνεται λοιπόν όλο και πιο πολύ ολοφάνερο πως οι
οικονομικές σχέσεις, που μέσα σ’ αυτές κινείται και δρα η αστική τάξη, δεν
έχουν έναν ενιαίο, απλό χαρακτήρα, μα διπλοπρόσωπο χαρακτήρα. Πώς μέσα στις
ίδιες τούτες σχέσεις που παράγεται ο πλούτος, δημιουργείται επίσης και η
αθλιότητα. Πώς μέσα στις ίδιες τούτες σχέσεις που υπάρχει ανάπτυξη των παραγωγικών
δυνάμεων, υπάρχει και μια δύναμη που παράγει καταπίεση. Πώς τούτες οι σχέσεις
δημιουργούν τον αστικό πλούτο δηλ. τον πλούτο της αστικής τάξης, εκμηδενίζοντας
ολοένα τον πλούτο των μελών που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της τάξης,
και δημιουργώντας απ’ αυτά τα μέλη ένα καθημερινά αυξανόμενο προλεταριάτο. Όσο
πιο πολύ έρχεται στο φως της μέρας ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας, τόσο πιο πολύ
οι οικονομολόγοι, οι επιστημονικοί αντιπρόσωποι της αστικής παραγωγής, έρχονται
σε σύγκρουση με την ίδια τους τη θεωρία: σχηματίζονται διάφορες σχολές.
Έχουμε
τους μοιρολάτρες οικονομολόγους που στη θεωρία τους δείχνουν τόση αδιαφορία γι’ αυτά που ονομάζουν τα μειονεκτήματα της
αστικής παραγωγής, όσο κι οι ίδιοι οι αστοί είναι αδιάφοροι στην πράξη για τα
βάσανα των προλετάριων που τους βοηθάνε ν’ αποχτήσουν πλούτη. Σ’ αυτή τη
μοιρολατρική σχολή υπάρχουν κλασικοί και ρωμαντικοί. Οι κλασικοί, όπως ο Αναμ
Σμιθ κι ο Ρικάρντο, που αντιπροσωπεύουν μιαν αστική τάξη που παλεύει ακόμα με
τ’ απομεινάρια της φεουδαρχικής κοινωνίας αγωνίζονται να ξεκαθαρίσουν τις
οικονομικές σχέσεις απ’ τις φεουδαρχικές μουτζούρες, ν’ αυξήσουν τις
παραγωγικές δυνάμεις και να δώσουν στη βιομηχανία και το εμπόριο μιαν
καινούργια ορμή. Το προλεταριάτο που παίρνει μέρος σ’ αυτή την πάλη, απορροφημένο
σε τούτη την πυρετώδικη απασχόληση δεν έχει παρά παροδικά, τυχαία βάσανα που
και το ίδιο τα βλέπει σαν τέτοια. Οι οικονομολόγοι όπως ο Ανταμ Σμιθ κι ο
Ρικάρντο, που είναι οι ιστορικοί αυτής της εποχής, δεν έχουν άλλη αποστολή παρά
να δείξουν, πώς αποχτιέται ο πλούτος μέσα στις σχέσεις της αστικής παραγωγής,
να διατυπώσουν αυτές τις σχέσεις σε κατηγορίες, σε νόμους και να δείξουν πόσο
αυτοί οι νόμοι, οι κατηγορίες είναι για την παραγωγή των αγαθών ανώτερες απ΄
τις κατηγορίες και τους νόμους της
φεουδαρχικής κοινωνίας. Η αθλιότητα δεν είναι στα μάτια τους παρά η οδύνη που
συντροφεύει κάθε γέννα τόσο στη φύση όσο και στη βιομηχανία
Οι
ρωμαντικοί ανήκουν στην εποχή μας, εποχή που η αστική βρίσκεται σ’ άμεση
αντίθεση με το προλεταριάτο: εποχή που η αθλιότητα γεννιέται σε τόσο μεγάλη
αφθονία όσο κι ο πλούτος. Οι οικονομολόγοι ποζάρουν τότε σα μοιρολάτρες μπλαζέ
(βαριεστημένοι από κάθε λογής κατάχρηση) που, απ’ το ύψος της θέσης τους,
ρίχνουν μιαν αλαζονική ματιά, γιομάτη περιφρόνηση, πάνω στους ανθρώπους –ατμομηχανές
που φτιάχνουν τα πλούτη(…)
Έρχεται
ύστερα η ανθρωπιστική σχολή, που παίρνει κατάκαρδα την κακή πλευρά των
σημερινών παραγωγικών σχέσεων. Τούτη δω η σχολή, για νάχει αναπαυμένη τη
συνείδηση, βάνει τα δυνατά της να συγκαλύψει, όσο είναι βολετό, τις πραγματικές
αντιθέσεις. Θρηνολογάει ειλικρινά για την αγωνιώδικη θέση του προλεταριάτου,
για τον ξέφρενο συναγωνισμό των αστών μεταξύ τους. Ορμηνεύει τους εργάτες νάναι
λιγόφαγοι, να δουλεύουν περισσότερο και να κάνουν λίγα παιδιά. Κάνει συστάσεις
στους αστούς να βάλλουν στην παραγωγή μια συνετή ορμή. Ολάκερη η θεωρία τούτης
της σχολής στηρίζεται πάνω σ’ ατέλειωτες διακρίσεις ανάμεσα στη θεωρία και την
πράξη, ανάμεσα στις αρχές και τα’ αποτελέσματα, την ιδέα και την εφαρμογή, το
περιεχόμενο και τη μορφή, την ουσία και την πραγματικότητα, το δίκιο κι αυτό
που γίνεται, την καλή και την κακή πλευρά.
Η
φιλανθρωπική σχολή είναι βελτιωμένη έκδοση της ανθρωπιστικής σχολής. Αρνιέται
την αναγκαιότητα του ανταγωνισμού. Θέλει να κάμει όλους τους ανθρώπους αστούς.
Θέλει να πραγματοποιήσει τη θεωρία στο σημείο
που ξεχωρίζει από την πράξη και δεν κλείνει μέσα της ανταγωνισμό.
Δεν
χρειάζεται να το πούμε πως στη θεωρία είναι εύκολο να κάμει κανένας αφαίρεση
των αντιφάσεων που συναντάει, κάθε στιγμή, στην πραγματικότητα. Οι φιλάνθρωποι
θέλουν λοιπόν να διατηρήσουν τις κατηγορίες που εκφράζουν τις αστικές σχέσεις
χωρίς νάχουν τον ανταγωνισμό που τις συνθέτει και που είναι αξεχώριστες απ’
αυτές. Στοχάζονται στα σοβαρά πως πολεμάνε την αστική πραχτική κι είναι περισσότερο
αστοί από τους άλλους (…)»
(Κ. Μαρξ «Η
αθλιότητα της φιλοσφίας», εκδ. Γερ. Αναγνωστίδη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου