Η οθωμανική εξουσία διεύρυνε και ενίσχυσε τα προνόμια και τις αρμοδιότητες της Εκκλησίας, καθιστώντας την τμήμα του οθωμανικού κρατικού μηχανισμού. Πράγματι, μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα θρησκευτικών, νομοθετικών, εκπαιδευτικών, φορολογικών κι άλλων εξουσιών, η Εκκλησία κατέστη ο επικεφαλής - και κατά προέκταση ο ρυθμιστής κάθε πτυχής της ζωής - της διαμορφωθείσας κατά το οθωμανικό πλαίσιο «χριστιανικής κοινότητας» των Ρωμαίων (millet-i Rum). Ο Πατριάρχης ήταν υπόλογος μόνο στον ίδιο τον Σουλτάνο.
Οι κληρικοί διαπλέκονταν με την κοσμική εξουσία έως και το επίπεδο της τοπικής / περιφερειακής διοίκησης (διαπλοκή που, βεβαίως, οφειλόταν και στο γεγονός ότι πολλοί ανώτεροι κληρικοί προέρχονταν από την τάξη των μεγαλογαιοκτημόνων - κοτζαμπάσηδων).
Από ένα σημείο και έπειτα σημαντική ήταν επίσης η διασύνδεση της Εκκλησίας με μερίδα της ανερχόμενης αστικής τάξης - και ιδιαίτερα εκείνους που πήραν την προσωνυμία «Φαναριώτες». Η Εκκλησία λειτούργησε ως ισχυρός προστάτης του ελληνικού κεφαλαίου, ως προνομιακός διαμεσολαβητής του με το οθωμανικό κράτος και ως πολύμορφο στήριγμα έναντι των ανταγωνιστών του.
Η Εκκλησία απομυζούσε τους φτωχούς αγροτικούς χριστιανικούς πληθυσμούς και εκμεταλλευόμενη την εργασία τους στις μεγάλες εκτάσεις γης υπό την κατοχή της (μόνο η γαιοκτησία των μοναστηριών εκτιμάτο στο 25% - 30% των χριστιανικών γαιών). Ο Πρώσος διπλωμάτης και περιηγητής Jacob S. Bartholdy περιέγραφε χαρακτηριστικά τον κλήρο ως «πραγματικάς βδέλλας εκμυζώσας το αίμα του λαού», καταλήγοντας συμπερασματικά πως «όπου οι Τούρκοι παρέχουσι τοις κληρικοίς μείζονα εξουσίαν, εκεί οι υπήκοοι πιέζονται και καταδυναστεύονται κατά λόγον διπλάσιον»1. «Εκατόν χιλιάδες (...) μαυροφορεμένοι», καταγγελλόταν αντίστοιχα στην «Ελληνική Νομαρχία», «τρέφονται από τους ιδρώτας των ταλαίπωρων και πτωχών Ελλήνων. Τόσαι εκατοντάδες μοναστήρια (...) τόσαι πληγαί εις την πατρίδα (...) τρώγωσι τους καρπούς της και φυλάττουσι τους λύκους»2.
Οι αγροτικοί πληθυσμοί «που καταληστεύονταν» υπέμεναν κατά κανόνα την εκμετάλλευσή τους με παθητικότητα, καρτερικότητα και φόβο (όπως άλλωστε τους νουθετούσε συστηματικά και διαχρονικά η Εκκλησία). Ενίοτε, ωστόσο, σήκωναν κεφάλι, «διαμαρτύρονταν κι ακολουθούσαν "προστριβαί και στάσεις". Και οι δεσποτάδες για να τους πειθαναγκάσουν και να εισπράξουν τα χρήματα (...) εζήταγαν την ενίσχυση των πασάδων (...)»3.
Εξαιρέσεις βεβαίως υπήρξαν και στις τάξεις του μεσαίου ή και του ανώτερου κλήρου ακόμα. Οπως οι λόγιοι ιερείς, που, επηρεαζόμενοι από τον Διαφωτισμό, ανέπτυξαν προοδευτική για την εποχή τους σκέψη ή όσοι συμπαρασύρθηκαν από τα επαναστατικά σχέδια της ανερχόμενης αστικής τάξης. Ωστόσο, αυτοί δεν υπήρξαν παρά εξαιρέσεις στον κανόνα, μη δυνάμενοι να αλλάξουν τον χαρακτήρα της Εκκλησίας ως τμήματος του οθωμανικού φεουδαρχικού κράτους.
Η Εκκλησία υπήρξε αναπόσπαστο τμήμα, αλλά και πυλώνας, του οθωμανικού φεουδαρχικού καθεστώτος. Η ισχύς και το εύρος της επιρροής της σχεδόν ταυτίζονταν με την ισχύ και την έκταση της αυτοκρατορίας, γι' αυτό υπήρξε και ένας από τους πλέον ενεργούς υπέρμαχούς της, έναντι τόσο των εξωτερικών όσο και των εσωτερικών εχθρών της. Οι διευρυμένες εξουσίες, η οικονομική της δύναμη, η ιδεολογική της ηγεμονία, καθώς και το εκτενές δίκτυο των εκπροσώπων της: Ολα συνηγορούσαν στη με κάθε τρόπο (κατήχηση, παραινέσεις, απειλές, κ.λπ.) διασφάλιση της ευταξίας και υποταγής μεταξύ των πολυάριθμων υποτελών χριστιανικών πληθυσμών.
Χαρακτηριστική ήταν η επιχείρηση προληπτικής νουθέτησης των ραγιάδων με το ξέσπασμα του ρωσοτουρκικού πολέμου το 1807, όπου «ο Οικουμενικός Πατριάρχης μετά της ιεράς και αγίας Συνόδου» πρόσταζαν τους νησιώτες να αχρηστεύσουν τα πλοία τους και «να διαφυλάξωμεν πίστιν και σαδακάτι, υποταγήν και ευπείθειαν εις μόνον τον κραταιότατον ημών άνακτα», δηλαδή τον σουλτάνο5.
Ανάλογες νουθετήσεις είχαν γίνει επανειλημμένα στο παρελθόν τόσο για τις έξωθεν απειλές κατά της αυτοκρατορίας, όσο και για τις έσωθεν. Οπως π.χ. το 1806 - 1807 εναντίον των εξεγερθέντων κλεφταρματολών Θ. Βλαχάβα, Γ. Σταθά, Νικοτσάρα, κ.ά., το 1789 εναντίον του Λάμπρου Κατσώνη, πρωτύτερα για τα «Ορλοφικά», κ.ο.κ.
Προς υπεράσπιση του οθωμανικού καθεστώτος η Εκκλησία επιστράτευσε ακόμη και το πλέον ισχυρό όπλο της, τον αφορισμό: Εναντίον όσων μετείχαν στα «Ορλοφικά» (1770 - 1774), των λαϊκών μαζών της Κέρκυρας που ξεσηκώθηκαν κατά των ευγενών (1796), των Σουλιωτών (1801), των κλεφτών του Μοριά (1805), των εξεγερθέντων κλεφταρματολών (1806 - 1807), κ.ο.κ.
Μεταξύ των αρμοδιοτήτων του Πατριαρχείου, τέλος, ήταν η στρατολόγηση χριστιανών για την επάνδρωση του οθωμανικού στόλου (όταν προέκυπτε ανάγκη), καθώς και η συγκέντρωση πόρων υπέρ της οθωμανικής πολεμικής μηχανής (με έκτακτες φορολογίες των πιστών).
Συχνά, στη σχετική βιβλιογραφία η Ορθόδοξη Εκκλησία παρουσιάζεται ως ο συνδετικός - ενοποιητικός κρίκος του χριστιανικού γένους των Ρωμιών και ως ο βασικός παράγοντας διατήρησης της «εθνικής συνείδησης» κατά την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης.
Η Εκκλησία διαφύλαξε τη γραπτή συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και (ως η θεσμική έκφραση της ορθόδοξης πίστης, που υπήρξε πράγματι το βασικό στοιχείο αναφοράς στη συνείδηση / αυτοπροσδιορισμό των χριστιανικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας), έπαιξε όντως κεντρικό συνδετικό - ενοποιητικό ρόλο. Οχι όμως σε «εθνικές» γραμμές (η θρησκευτική συνείδηση δεν ταυτιζόταν με την εθνική, η οποία δεν είχε διαμορφωθεί ακόμη). Ούτε βεβαίως στην κατεύθυνση της ανατροπής του υφιστάμενου καθεστώτος, αλλά της υποταγής σε αυτό.
Στην πλέον ευρέως διαδεδομένη εκκλησιαστική εκδοχή της Ιστορίας (το «Βιβλίον Ιστορικόν», που τυπώθηκε τουλάχιστον 24 φορές από το 1631 έως το 1818) οι «αναφορές στην αρχαία Ελλάδα και στον πολιτισμό της» έλειπαν εντελώς, ενώ «οι Οθωμανοί σουλτάνοι (...) προβάλλονταν ως οι φυσικοί διάδοχοι των χριστιανών αυτοκρατόρων»6.Για την Εκκλησία, η αρχαία Ελλάδα και οι Ελληνες παρέπεμπαν στην ειδωλολατρία: «Αν και είμαι Ελληνας στη γλώσσα, δεν θα έλεγα ποτέ ότι είμαι Ελληνας», τόνιζε κατηγορηματικά ο Πατριάρχης Γεννάδιος Β', «γιατί δεν σκέπτομαι όπως κάποτε σκέπτονταν οι Ελληνες. Αντίθετα, θέλω να με αποκαλούν σύμφωνα με την πίστη μου. Κι αν με ρωτούσε κανείς τι είμαι, θα του έλεγα πως είμαι χριστιανός». Το Πατριαρχείο θα αντιδράσει ακόμη και στην απόδοση «παλαιών (αρχαίων) ελληνικών ονομάτων εις τα βαπτιζόμενα βρέφη των πιστών», η οποία σηματοδοτούσε τη σταδιακή διαμόρφωση εθνικής συνείδησης από τμήματα της αστικής τάξης, χαρακτηρίζοντάς την σε σχετική του εγκύκλιο (1818) ως «διόλου απροσφυή και ανάρμοστο»7.
Η κυριαρχούσα άποψη επομένως πως η Εκκλησία υπήρξε ο «θεματοφύλακας» της εθνικής συνείδησης την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, δεν θα μπορούσε να βρίσκεται πιο μακριά από την ιστορική αλήθεια.
Κατά την Εκκλησία, η υποταγή ήταν η «θεόπνευστη» φυσική κατάσταση του ανθρώπου. «Οι άνθρωποι», κήρυττε ο Αθανάσιος ο Πάριος, «ούτε γεννώνται ούτε είναι εις τον κόσμο ελεύθεροι»8. «Πας ο ανθιστάμενος τοιαύτη εξουσία (σ.σ. του σουλτάνου)», νουθετούσε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ανθιμος, «εναντιούται φανερά τη προσταγή τη θεία»!9
Οι υπόδουλοι όφειλαν να υπομένουν καρτερικά τη δουλεία τους, διότι ήταν «θέλημα Θεού», «θεϊκή τιμωρία» για τις «αμαρτίες» τους. «Το χρόνο 1453», έγραφε στα μέσα του 18ου αιώνα ο ιερωμένος λόγιος Θ. Πολυειδής, «κάθησε στον αυτοκρατορικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης ο τολμηρός εκείνος ήρωας ο Μωάμεθ ο Β' (...) για να τιμωρηθούν (...) τα έθνη για τα αμαρτήματά τους, ή μάλλον για κάτι περισσότερο: Για να προθυμοποιηθούν όλοι οι άνθρωποι να πορεύονται με το φόβο του Θεού, για να μην αποστρέψει ο Θεός το έλεός του από αυτούς»10.
Ακολούθως, δεν αποτελεί έκπληξη η αντίδραση του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε', όταν έμαθε ότι εμφανίστηκε στη Σμύρνη η «Νέα Πολιτική Διοίκηση» του Ρήγα, δίνοντας εντολή στον μητροπολίτη της περιοχής να κατάσχει κάθε αντίτυπο ώστε «να μην παρεμπέση τοιούτον σύνταγμα εις ανάγνωσιν τω χριστιανικώ εμπιστευθέντα σοι λαώ» εφόσον «πλήρες υπάρχει σαθρότητος εκ των θολερών αυτού εννοιών, τοις δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον»11.
Κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, ωστόσο, οι εξουσίες, η ιδεολογική ηγεμονία και η γενικότερη θέση της Εκκλησίας ως πυλώνα του οθωμανικού φεουδαρχικού κράτους άρχισαν να υπονομεύονται ποικιλοτρόπως:
α) Από τη γενικότερη τάση αποδυνάμωσης του οθωμανικού φεουδαρχικού κράτους, και
β) Από την ιδεολογική επίθεση της ανερχόμενης αστικής τάξης (Διαφωτισμός) αλλά και την επαναστατική της δράση, που, με ορόσημο τη Γαλλική αστική Επανάσταση του 1789, απειλούσε να ανατρέψει συθέμελα τον παλαιό κόσμο της φεουδαρχίας (του οποίου η Ορθόδοξη Εκκλησία - με την τότε μορφή της - αποτελούσε αναπόσπαστο οργανικό μέρος).
Ως ενδεικτικά της αμφισβήτησης - πολεμικής που αναπτύχθηκε στους κόλπους της αστικής τάξης έναντι της Ορθόδοξης Εκκλησίας θα μπορούσαν να αναφερθούν η «Ελληνική Νομαρχία» (όπου οι ιερείς καταγγέλλονταν ως βασικοί «συνεργοί της τυραννίας» και προαγωγοί της «αμάθειας» και της «δεισιδαιμονίας») και ο Αδ. Κοραής (που έκανε λόγο για «βάρβαρους καλογερίσκους, χειρότερους και απ' αυτούς τους εξωτερικούς τυράννους»). Η Εκκλησία, κατά τον Κοραή, «ηθέλησεν (...) να κοιμήση την δικαίαν των Γραικών αγανάκτησιν, και να τους εμποδίση από το να μιμηθώσι τα σημερινά υπέρ της ελευθερίας κινήματα πολλών εθνών της Ευρώπης»12.
Με τις θρησκευτικές εκδόσεις να υποχωρούν σταθερά υπέρ των κοσμικών, τα «ανατρεπτικά» βιβλία (ελληνικά και ξένα) να κατακλύζουν το ποίμνιό της, τα σχολεία να πολλαπλασιάζονται και τις ιδέες του Διαφωτισμού να εισχωρούν ακόμη και στις γραμμές της, η λυσσαλέα αντίδραση της Εκκλησίας δεν αποτελεί έκπληξη. Η αντίδραση αυτή περιελάμβανε, μεταξύ άλλων:
α) Την έκδοση πολεμικών κειμένων κατά του Διαφωτισμού, β) Τη δημόσια καύση «των μιαρών εκείνων συγγραμμάτων» και «σατανικών ταυτών βιβλίων» όπως «του αθεωτάτου Βολταίρ»13,γ) Το κλείσιμο σχολείων, όπου η διδασκαλία κρινόταν ως υπερβολικά προοδευτική (όπως στις Κυδωνιές, στη Σμύρνη, στη Χίο κ.α.), δ) Την επιβολή λογοκρισίας (όπως π.χ. στο έργο του Στέφανου Δούγκα «Φυσική», ο οποίος αναγκάστηκε να αποκηρύξει το έργο του ως αιρετικό και να «υπογράψει ομολογία πίστεως στην Ορθοδοξία»), ε) Τη δίωξη προοδευτικών λόγιων ιερέων (όπως π.χ. του Βενιαμίν Λέσβιου, που το 1803 καταδικάστηκε από τη Σύνοδο, ενώ το 1812 αναγκάστηκε σε παραίτηση και από το σχολείο όπου δίδασκε), κ.ο.κ.
Σφοδρότατη ήταν η πολεμική απέναντι στη Γαλλική αστική Επανάσταση, που απειλούσε ευθέως όχι μόνο τα θεωρητικά θεμέλια και την ισχύ της Εκκλησίας, αλλά συνολικότερα το οθωμανικό φεουδαρχικό σύστημα και κράτος. «Προσέχετε χριστιανοί», διακήρυττε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ανθιμος, «φυλάξετε στερεάν την πατροπαράδοτον πίστιν και ως οπαδοί του Ιησού Χριστού απαρασάλευτον την υποταγήν εις την πολιτικήν διοίκησιν ήτις χαρίζει όσα αναγκαία μόνον εις την παρούσαν ζωήν (...) Αι περί ελευθερίας καιναί διδασκαλίαι ως απαδούσαι εις την θείαν γραφήν και την αποστολικήν διδασκαλίαν είνε άρα αξιομίσητοι»!14
Εχοντας υπόψη τα παραπάνω, η στάση της Εκκλησίας έναντι της Επανάστασης του 1821 ήταν η αναμενόμενη. Οπως αναφέρει ο Π. Πιπινέλης, «εις την κρίσιμον ταύτην στιγμήν της εθνικής αποφασιστικότητος ο κλήρος ετάχθη κατά το πλείστον αυτού υπέρ της διατηρήσεως της κρατούσης τάξεως πραγμάτων, και κατ' αναγκαίαν των πραγμάτων συνοχήν υπέρ της τουρκικής αυτοκρατορίας»15.
Το γεγονός αυτό εκφράστηκε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο στο ανώτατο επίπεδο της εκκλησιαστικής ιεραρχίας με τον αφορισμό της Επανάστασης από τον ίδιο τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε'. Στην πρώτη πατριαρχική εγκύκλιο (που συνυπογραφόταν από 22 ακόμη ιεράρχες), η Επανάσταση καταδικαζόταν ως «αχαριστία (...) συνωδευμένη και με πνεύμα κακοποιόν και αποστατικόν εναντίον της κοινής ημών ευεργέτιδος και τροφού, κραταιάς και αηττήτου βασιλείας» που «εμφαίνει και τρόπον αντίθεον». Οι ηγέτες της χαρακτηρίζονταν «συμπράκτορες φιλελεύθεροι» που «επεχείρησαν εις έργον μιαρόν, θεοστεγές και ασύνετον, θέλοντες να διαταράξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας». Ακολούθως, σύσσωμος ο οργανισμός της Εκκλησίας καλούνταν όπως ενεργήσει επιμελώς για «την διάλυσιν των σκευωριών», «την επιστροφήν των πλανηθέντων», καθώς και «την άμεσον και έμμεσον καταδρομήν και εκδίκησιν των επιμενόντων εις τα αποστατικά φρονήματα». Σε επόμενη εγκύκλιό του ο Πατριάρχης θα αφορίσει όλους τους μετέχοντες στην Επανάσταση: «Κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και άλυτοι μετά θάνατον, και τω αιωνίω υπόδικοι αναθέματι (...) Σχισθείσα η γη καταπίοι αυτούς (...) πατάξαι Κύριος αυτούς τω ψύχει, τω πυρετώ, τη ανεμοφθορία και τη ώχρα (...) επιπεσείτωσαν επί τας κεφαλάς αυτών κεραυνοί της θείας αγανακτήσεως, είησαν τα κτήματα αυτών εις παντελή αφανισμόν και εις εξολόθρευσιν, γενηθήτωσαν τα τέκνα αυτών ορφανά και οι γυναίκες αυτών χήραι, εν γενεά μια εξαλειφθείη το όνομα αυτών μετ' ήχου, και ου μη μένη αυτοίς λίθος επί λίθου (...)»16.
Οι αφορισμοί, παρότι είχαν αντίκτυπο σε ένα μεγάλο κομμάτι των πιστών, δεν κατάφεραν να πνίξουν την Επανάσταση εν τη γενέσει της. Ο απαγχονισμός του Γρηγορίου Ε' υπήρξε συνέπεια της αποτυχίας του, ως «αξιωματούχου» της Πύλης επιφορτισμένου με την «αξιοπιστία» (ευταξία) του υπό την ηγεσία του «χριστιανικού λαού», να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του.
Η αντεπαναστατική δράση της Εκκλησίας συνέβαλε στην υπονόμευση - και καταστολή - πολλών εστιών του αγώνα (στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία, στην Κρήτη κ.α.). Το 1828, πολυμελής αντιπροσωπεία της «Μεγάλης Εκκλησίας» επέδωσε στον κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια «συνοδικήν επιστολήν νουθετούσαν, απειλούσαν και προτρέπουσαν εις υποταγήν»17.
Η επαναστατική εξουσία, από τη μεριά της, φρόντισε να φέρει υπό τον έλεγχό της την Εκκλησία στις εξεγερθείσες περιοχές. Η Εθνοσυνέλευση του Αστρους (1823) αποφάσισε να μη γίνονται δεκτοί ιερείς ή εγκύκλιοι του Πατριαρχείου «εφ' όσον επικρατεί ο Ελληνικός αγών»18.
Η Εκκλησία ήταν εκ θέσεως και εκ πεποιθήσεως ενάντια στην Επανάσταση, τόσο γιατί αντέβαινε στο ρόλο της στο πλαίσιο του οθωμανικού φεουδαρχικού κράτους, όσο και γιατί υπονόμευε ταυτόχρονα την ισχύ της ίδιας. Η συγκρότηση ανεξάρτητου αστικού έθνους - κράτους, άλλωστε, θα σήμαινε μεταξύ άλλων την κατάργηση των κοσμικών εξουσιών και αρμοδιοτήτων της, την απώλεια της έως τότε θεσμικής ιδιότητας του Πατριαρχείου ως «επικεφαλής του γένους», κ.ο.κ. Οπως και έγινε.
Εχοντας υπόψη τα παραπάνω, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, κατά το πρώτο στάδιο της προετοιμασίας της Επανάστασης, οι Φιλικοί «απέκλειον της κατηχήσεως (...) τους αρχιερείς, επί τω ιδανικώ φόβω ότι (...) ως έχουσαι υλικάς τινας ωφελείας υπό των Τούρκων, δεν ήθελον προτιμήσει την διά θυσιών και μαρτυριών προσκτωμένην πάντοτε ελευθερίαν»19.Ωστόσο, η γραμμή αυτή θα άλλαζε καθώς η Φιλική Εταιρεία συνειδητοποιούσε την ανάγκη διεύρυνσης της κοινωνικής της βάσης για την επιτυχή έκβαση των σκοπών της, εκτιμώντας πως η ένταξη σε αυτή ενός ικανού τμήματος της έως τότε πολιτικοθρησκευτικής ηγεσίας θα κινητοποιούσε λαϊκές δυνάμεις, που ακόμη - εν πολλοίς - προσέβλεπαν στην τελευταία.
Από τα 692 μέλη της Φιλικής Εταιρείας, που παραθέτει ονομαστικά ο Ι. Φιλήμων, οι 32 ήταν ιερείς διαφόρων βαθμών (4,62%), εκ των οποίων οι 15 υπήρξαν κατώτεροι κληρικοί (παπάδες, διάκονοι, μοναχοί, κ.λπ.) και οι 17 ανώτεροι (επίσκοποι, ηγούμενοι, μητροπολίτες, αρχιεπίσκοποι, κ.λπ.).
Ενδεικτικά - για τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο στην Επανάσταση - θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τον αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Δικαίο Παπαφλέσσα (μέλος της «Υπέρτατης Αρχής» της Φιλικής Εταιρείας και από τους πιο δραστήριους «αποστόλους» της - έπεσε στη μάχη το 1825), τον Διαφωτιστή λόγιο Ανθιμο Γαζή (επίσης μέλος της «Υπέρτατης Αρχής» της Φιλικής Εταιρείας και οργανωτής της Επανάστασης στη Θεσσαλομαγνησία), τον μητροπολίτη και οπαδό του Διαφωτισμού Κύριλλο Β' Αγραφιώτη (που αρνήθηκε να κοινοποιήσει τον αφορισμό του Πατριάρχη και τάχθηκε με τους «καρμανιόλους» της Σάμου, μετέχοντας ο ίδιος στις μάχες), κ.ά.
Πολύ ευρύτερη υπήρξε η απήχηση της Επανάστασης στον κατώτερο κλήρο, που, όπως ειπώθηκε ήδη, προσέγγιζε κοινωνικοταξικά τις αγροτικές λαϊκές μάζες, τα προβλήματα, τις αγωνίες και τις προσδοκίες τους, μετέχοντας δραστήρια στον αγώνα, συχνά με το όπλο στο χέρι.
Η αστική επαναστατική εξουσία γρήγορα μετέτρεψε την Εκκλησία σε όργανό της, παίρνοντας τον έλεγχό της στις απελευθερωθείσες περιοχές και αναπροσαρμόζοντάς την ως θεσμό στις ανάγκες και λειτουργίες του υπό διαμόρφωση αστικού κράτους. Το 1833 η Εκκλησία της Ελλάδος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητος και αυτοκέφαλη.
Το Πατριαρχείο αναγνώρισε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος μόλις το 1850, δηλαδή κοντά δύο δεκαετίες μετά την ίδρυση του ελληνικού αστικού κράτους.
Παραπομπές:
1. Διονύσιος Θερειανός, «Αδαμάντιος Κοραής», τόμ. 1ος, εκδ. Τύποις του Αυστροουγγρικού Λόυδ, Τεργέστη, 1889, σελ. 362.
2. Ανωνύμου του Ελληνος, «Ελληνική Νομαρχία», εκδ. «Αποσπερίτης», Αθήνα, 1982, σελ. 173 και Παναγιώτης Πιπινέλης, «Πολιτική ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδ. «Αγών», Αθήνα, 1928, σελ. 35.
3. Τάκης Σταματόπουλος, «Ο εσωτερικός αγώνας πριν και κατά την επανάσταση του 1821», εκδ. «Κάλβος», Αθήνα, 1978, σελ. 155 - 157.
4. Γιάνης Κορδάτος, «Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821», εκδ. «Επικαιρότητα», Αθήνα, 1975, σελ. 104 - 105 και Γιώργος Διζικιρίκης, «Ο νεοελληνικός διαφωτισμός και το ευρωπαϊκό πνεύμα», 1750 - 1821, εκδ. «Φιλιππότη», Αθήνα, 1984, σελ. 14.
5. Νικόλαος Ιγγλέζης, «Τα αρματωλίκια», εκδ. «Τυπογραφείο της Αθηναΐδος», Αθήνα, 1884, σελ. 16 - 19.
6. Πασχάλης Κιτρομηλίδης, «Νεοελληνικός Διαφωτισμός», εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1999, σελ. 86 - 88.
7. Συλλογικό, «Ιστορία των Ελλήνων», τόμ. 10ος, εκδ. «Δομή», Αθήνα, σελ. 590 - 591 και Κωνσταντίνος Δημαράς, «Ο Κοραής και η εποχή του», εκδ. «Αετός», Αθήνα, 1953, σελ. 304.
8. Αθανάσιος ο Πάριος, «Απολογία Χριστιανική», εκδ. Τυπογραφία του Νάϋμπερτ, Λειψία, 1805, σελ. 14.
9. Πατριάρχης Ανθιμος Ιεροσολύμων, «Διδασκαλία Πατρική», εκδ. Τυπογραφείο Ιωάννου Πογώς, Κωνσταντινούπολη, 1798, σελ. 21 - 23.
10. Στο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, «Νεοελληνικός Διαφωτισμός», εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1999, σελ. 173.
11. Γρηγόριος Παπαδόπουλος - Γεώργιος Αγγελόπουλος, «Τα κατά τον αοίδιμον πρωταθλητήν του ιερού των Ελλήνων αγώνος τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριον τον Ε'», εκδ. Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα, 1865, σελ. 498 - 499.
12. Ανωνύμου του Ελληνος, «Ελληνική Νομαρχία», εκδ. «Αποσπερίτης», Αθήνα, 1982, σελ. 116, 150, Αδαμάντιος Κοραής, «Αλληλογραφία», τόμ. 1ος, εκδ. «Εστία», Αθήνα, 1964, σελ. 100 - 101 και Αδαμάντιος Κοραής, «Αδελφική Διδασκαλία», χ.ε., Ρώμη, 1798, σελ. 27.
13. Αθανάσιος ο Πάριος, «Απολογία Χριστιανική», εκδ. Τυπογραφία του Νάϋμπερτ, Λειψία, 1805, σελ. 116.
14. Πατριάρχης Ανθιμος Ιεροσολύμων, «Διδασκαλία Πατρική», εκδ. Τυπογραφείο Ιωάννου Πογώς, Κωνσταντινούπολη, 1798, σελ. 15 - 16.
15. Παναγιώτης Πιπινέλης, «Πολιτική ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», εκδ. «Αγών», Αθήνα, 1928, σελ. 45.
16. Σπυρίδων Τρικούπης, «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», τόμ. Α', εκδ. «Ωρα», Αθήνα, 1888, σελ. 254 - 264.
17. Σπυρίδων Τρικούπης, «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», τόμ. Δ', εκδ. «Ωρα», Αθήνα, 1888, σελ. 212 - 213.
18. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, «Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος», τόμ. 1ος, εκδ. Τυπογραφείον Πετράκου, Αθήνα, 1920, σελ. 25 - 26.
19. Αναστάσιος Γούδας, «Βίοι παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών», τόμ. Α', εκδ. Τυπογραφείον Μ. Π. Περίδου, 1869, Αθήνα, σελ. 104.
Αναστάση ΓΚΙΚΑ*
*Ο Αν. Γκίκας είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου