Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

Νέες τεχνολογίες και ταξική πάλη

 


Ιδεολογήματα που κυριαρχούν στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες συχνά έχουν ως αποτέλεσμα το να τίθενται οι μισθωτοί εργαζόμενοι ακόμα και σε μεταξύ τους αντιπαράθεση. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της λειτουργίας του ιδεολογήματος της αναγκαιότητας κίνησης της αγοράς, υπό την πίεση του οποίου οι εργαζόμενοι καταλήγουν να θεωρούν τους ίδιους ως κύριους υπεύθυνους για την επίτευξη της μείωσης του κόστους παραγωγής.

Η χρήση της μικροηλεκτρονικής έγινε προσπάθεια, τόσο από αστικές όσο και από οπορτουνιστικές δυνάμεις, να παρουσιαστεί ως διεύρυνση των δυνατοτήτων των μισθωτών, μέσω της εξασφάλισης σε αυτούς περισσότερων δυνατοτήτων δημιουργίας και αυτονομίας.

Στόχος της εφαρμογής νέων τεχνολογιών στη δεκαετία του 1980 ήταν κυρίως η αξιοποίησή τους για την παρακολούθηση της παραγωγικής διαδικασίας. Σήμερα ένας επιπλέον στόχος είναι η αξιοποίησή τους για την ίδια τη διάρθρωση της παραγωγής.

Η εφαρμογή νέων τεχνολογιών έχει οδηγήσει σε μια δραματική «συμπύκνωση» της εργασίας, αυξάνοντας την πίεση που ασκείται προς τους εργαζόμενους. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και μέσα από έρευνες. Συγκεκριμένα στη Γερμανία, ενώ πριν από μερικά χρόνια τα 2/3 των μισθωτών πρόσμεναν σε ελάφρυνση στην εργασία τους μέσω της αξιοποίησης νέων τεχνολογιών, πρόσφατη έρευνα της Συνομοσπονδίας Γερμανικών Συνδικάτων έρχεται να επιβεβαιώσει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: Ενώ από τη μία πλευρά εκ μέρους των διευθύνσεων των επιχειρήσεων γίνεται λόγος για «νέες δυνατότητες δημιουργίας προς τους εργαζόμενους» και για «ψηφιακά πριμ», το 91% των μισθωτών δηλώνει ότι με τη χρήση νέων τεχνολογιών αυξήθηκαν τα βάρη της εργασίας και το 46% δηλώνει ότι εξίσου αυξήθηκαν οι απαιτήσεις και η πίεση κατά την εργασία.

Πολλοί κοινωνιολόγοι, κύρια σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης, έβλεπαν την υποχώρηση μοντέλων τεϊλορισμού στη βιομηχανική παραγωγή ως προώθηση της λεγόμενης «ποιοτικής εργασίας». Ωστόσο γρήγορα διαφάνηκαν τα μηδαμινά αποτελέσματα της υποχώρησης αυτής, ενώ οι σχέσεις κυριαρχίας, που προϋπήρχαν, διατηρήθηκαν: «Οι θεσμοί, που ασκούν κυριαρχία πάνω στα υποκείμενα και θέτουν το πλαίσιο της παραγωγής, όπου τα υποκείμενα αποδίδουν την οικειοθελή απόδοσή τους, διατηρούν και μετά την αποκέντρωση και χρήση νέων τεχνολογιών την ισχύ τους. Αυτό που άλλαξαν είναι μόνο τη μορφή τους».

Για ένα διάστημα υπήρξε κυρίαρχη μια ρεφορμιστική τάση στην κοινωνιολογία, που προσπαθούσε, παραβλέποντας την καταστροφική κυριαρχία του κεφαλαίου και την εκμεταλλευτική κατεύθυνσή του, να παρουσιάσει απατηλές εικόνες μιας πιο ανθρώπινης δομής των σχέσεων εργασίας, με έναν μισθωτό με «αυτοπεποίθηση» που «κοιτάει στα μάτια το κεφάλαιο». Ο Habermas μιλούσε για «ειρηνοποίηση» της βιομηχανικής αντιπαράθεσης. Ακόμα και ο Adorno αναγκάστηκε να πει γι' αυτούς ειρωνικά: «Υπάρχουν άνθρωποι, που ερευνούν την "ικανοποίηση από το μισθό" χωρίς προηγούμενα να έχουν ερευνήσει τι είναι "σχέση μισθού"».

Οταν οι προγνώσεις της αστικής και ρεφορμιστικής κοινωνιολογίας σε σχέση με τις νέες τεχνολογίες διαψεύστηκαν παταγωδώς, ακολούθησαν άλλες έρευνες, που ξεκινούσαν από μια ισόμετρη σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Μιλούσαν για «νέα σχέδια παραγωγής», που θεωρητικά δίνουν τη δυνατότητα για μια καλύτερη επικράτηση των συμφερόντων των εργαζομένων σε μια εποχή, ωστόσο, όπου ήδη επικρατούσαν νέες αυταρχικές μορφές οργάνωσης της παραγωγής.

Η εργατική τάξη βιώνει, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, το πώς επιβάλλεται η καπιταλιστική ανάγκη για αύξηση των κερδών και το πώς οι θέσεις εργασίας τους εξαρτώνται από την απόδοση κερδών και από τις διάφορες στρατηγικές επένδυσης του κεφαλαίου. Παρά τη συχνή έλλειψη στρατηγικής από τη μεριά των μισθωτών, αυτοί κατανοούν μέσα στην ομίχλη της αποξένωσης και των παραπλανήσεων τις αποφασιστικές συνιστώσες της κοινωνικής τους ύπαρξης και κύρια την αβεβαιότητα, που προκύπτει για την κοινωνική τους θέση.

Την παραδοχή αυτή είναι αναγκασμένες να δεχθούν σήμερα στα πλαίσια της γερμανικής κοινωνίας σχεδόν όλες οι σοβαρές αστικές αλλά και ρεφορμιστικές/σοσιαλδημοκρατικές έρευνες, σχετικά με το πώς βιώνουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι τις επιπτώσεις, που οι νέες τεχνολογίες έχουν στις συνθήκες διαβίωσής τους. Χαρακτηριστικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε δύο τέτοιες έρευνες, εκείνη του Rehbein και εκείνη του Lantermann, στις οποίες αποδεικνύεται ότι κύριο χαρακτηριστικό των σύγχρονων συνθηκών ζωής είναι η αβεβαιότητα.

Ταυτόχρονα, πολλοί ερευνητές αλλά και συνδικαλιστές στη Γερμανία, προερχόμενοι κύρια από το σοσιαλδημοκρατικό χώρο, επιμένουν ακόμα στις παραπλανητικές απόψεις ενός «ανθρωπιστικού άλματος» ή ενός «ψηφιακού πριμ» μέσω της χρήσης νέων τεχνολογιών για τους εργαζόμενους, οι οποίοι διακρίνουν όλο και περισσότερο στην εργασιακή τους πραγματικότητα ότι οι ψηφιακές εξελίξεις έφεραν μόνο πολύ λίγα θετικά αποτελέσματα γι' αυτούς. Εκείνο που κύρια διακρίνουν είναι αύξηση της απαίτησης της εργοδοσίας για επιτάχυνση της συμπύκνωσης εργασίας, πίεση για την εξασφάλιση όλο και περισσότερων πληροφοριών, αυξημένες απαιτήσεις στην ικανότητα επικοινωνίας, ευελιξία, κατακερματισμό στη ροή εργασίας, απαίτηση της εργοδοσίας για συνεχή διαθεσιμότητα και συνεχή φόβο για τη θέση εργασίας. Η συναίνεση των μισθωτών στη χρήση ψηφιακών μέσων όλο και μειώνεται, γιατί διαπιστώνουν ότι η χρήση τους στις καπιταλιστικές συνθήκες οδηγεί σε νέες μορφές παρακολούθησης και «συμπύκνωσης» στο χώρο εργασίας.

Η γενίκευση της ψηφιοποίησης στον χώρο της εργασίας δεν αφορά μόνο την εκμετάλλευση από το κεφάλαιο του σώματος και των διανοητικών ικανοτήτων του εργαζόμενου αλλά και στην παρακολούθηση των ψυχικών ιδιοτήτων του. Ο εργαζόμενος δεν εξαναγκάζεται απλά σε καλύτερη απόδοση. Μέσω μετρήσεων και καθορισμού στάνταρτ παρακολουθούνται οι προθέσεις, κι έτσι επιτυγχάνεται αυτό που επιδίωκε αλλά δεν κατάφερε ο βιομηχανικός τεϊλορισμός. Μέσω ψηφιακών αισθητήρων μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για κάθε κίνηση του εργαζόμενου, για τα κίνητρα και για τη «λειτουργική του αξιοπιστία». Οι εργαζόμενοι οδηγούνται σε εντατικοποίηση της εργασίας τους και σε έλεγχο της απόδοσης, γεγονός που μπορεί να αποτελέσει και πρόσθετο στοιχείο του ταξικού τους αγώνα στους χώρους δουλειάς.

Η τοποθέτηση μικροκομπιούτερ σε γυαλιά εργασίας επιβεβαιώνει τον στόχο του κεφαλαίου να εκμεταλλευτεί στο έπακρον τις ικανότητες και εμπειρίες του εργαζόμενου μέσω μιας «οργανωτικής και μηχανικής αντικειμενοποίησης», καθιστώντας εν τέλει τον εργαζόμενο μη απαραίτητο για την παραγωγή.

Η διαφημιζόμενη δημιουργία «ελεύθερων και δημιουργικών χώρων» στην παραγωγική διαδικασία μέσω ψηφιοποίησης αποκρύπτει ότι πίσω από την λεγόμενη αυτονομία βρίσκεται ο εξωτερικός έλεγχος της εργοδοσίας.

Η ψηφιοποίηση δεν είναι ένα ουδέτερο εργαλείο, αλλά ένα μέσο κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, που οδηγεί σε συρρίκνωση των όποιων δυνατοτήτων δημιουργίας στο χώρο εργασίας είχαν κατακτήσει οι εργαζόμενοι σε προηγούμενες περιόδους.

Η πρακτική να παραχωρεί το κεφάλαιο ελεύθερο χώρο σε εργαζόμενους, με στόχο να τους δημιουργεί περισσότερη διάθεση για απόδοση και έτσι να αυξάνει την υπεραξία του, εφαρμοζόταν τις τελευταίες 2 με 3 δεκαετίες σε επίπεδο διευθυντικού προσωπικού, τώρα όμως διευρύνεται και στη βάση της παραγωγικής διαδικασίας.

Παράλληλα, αυξάνεται μέσω της ψηφιοποίησης η διαθεσιμότητα και ευελιξία του εργαζόμενου, ενώ το κεφάλαιο έχει πρόσβαση πλέον και στον ελεύθερο χρόνο του.

Καταλήγοντας μπορούμε να πούμε ότι η αλλοτρίωση του εργαζόμενου και η αυτοσυμμόρφωση στις επιταγές του κεφαλαίου ενισχύονται με την ψηφιοποίηση στις καπιταλιστικές συνθήκες. Αντίθετα η ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε σοσιαλιστική - κομμουνιστική κατεύθυνση, θα μπορούσε να συμβάλει αποφασιστικά στην πρόοδο της κοινωνίας και την ελάφρυνση των εργαζομένων.


Γιώργος Μαντικός
ΚΟ Εξωτερικού του ΚΚΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου