Ο χρήστης της απεργίας
Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι για τους οποίους η απεργία είναι ένα σκάνδαλο: δηλαδή όχι απλώς ένα σφάλμα, μια αταξία ή ένα πλημμέλημα, αλλά ένα έγκλημα κατά της ηθικής, μια ανυπόφορη πράξη που διαταράζει, κατά τη γνώμη τους, τη Φύση. Απαράδεκτη, σκανδαλώδης, εξοργιστική, είπαν για μια πρόσφατη απεργία ορισμένοι αναγνώστες του Φιγκαρό. Πρόκειται για μια αλήθεια, από την εποχή της Παλινόρθωσης και που εκφράζει τη βαθύτερη της νοοτροπία. Είναι η εποχή όπου η αστική τάξη, που βρίσκεται στην εξουσία από πολύ λίγο καιρό, εκτελεί ένα είδος συγκερασμού Ηθικής και Φύσης, δίνοντας στη μια την εγγύηση της άλλης: από φόβο μην υποχρεωθεί να φυσικοποιήσει την Ηθική, ηθικοποιεί τη Φύση, καμώνεται πως συγχέει το πολιτικό σύστημα με το φυσικό και καταλήγει στο να κηρύσσει ανήθικο καθετί που αμφισβητεί τους διαρθρωτικούς νόμους της κοινωνίας την οποία ανέλαβε να υπερασπίσει. Στους νομάρχες του Καρόλου του 10ου, όπως και στους σημερινούς αναγνώστες του Φιγκαρό, η απεργία εμφανίζεται πριν απ’όλα σαν μια πρόκληση στις εντολές της ηθικοποιημένης λογικής: για αυτούς, απεργώ σημαίνει <<κοροιδεύω τον κόσμο>>, δηλαδή παραβιάζω όχι τόσο μια πολιτική νομιμότητα, όσο μια “φυσική” νομοτέλεια, προσβάλλω το φιλοσοφικό βάθρο της αστικής κοινωνίας, αυτό το μίγμα ηθικής και λογικής που είναι η “σύνεση”.
Γιατί το σκάνδαλο προέρχεται από έναν παραλογισμό: η απεργία είναι σκανδαλώδης γιατί ενοχλεί ακριβώς εκείνους που υποτίθεται ότι δεν τους αφορά. Η λογική είναι εκείνη που υποφέρει και εξανίσταται: η άμεση, μηχανική, λογαριάσιμη, θα λέγαμε, αιτιότητα, που μας εμφανίστηκε ήδη σαν το βάθρο της μικροαστικής λογικής στους λόγους του κ.Πουζαντ, αυτή η αιτιότητα έχει διαταραχτεί: το αποτέλεσμα σκορπάει ακατανόητα μακριά από την αιτία, της ξεφεύγει, κι αυτό ακριβώς είναι ανυπόφορο, σκανδαλώδες. Αντίθετα από ότι θα μπορούσε κανείς να πιστέψει για τα μικροαστικά όνειρα, η τάξη αυτή έχει μια τυρρανική, φοβερά ευέξαπτη ιδέα για την αιτιότητα: το βάθρο της ηθικής της δεν είναι καθόλου μαγικό, αλλά ορθολογικό. Μόνο που εδώ πρόκειται για μια γραμμική, στενή ορθολογικότητα, θεμελιωμένη σε μιαν αριθμητική, θα έλεγα, αντιστοιχία αιτιών και αποτελεσμάτων. Αυτό που λείπει από την ορθολογικότητα αυτή, είναι προφανώς η ιδέα των σύνθετων συναρτήσεων, η φαντασία ενός μακρινού απλώματος των προσδιορισμών, μιας αλληλουχίας των γεγονότων, που η υλιστική παράδοση έχει συστηματικοποιήσει κάτω από την έννοια της ολότητας.
Η περιστολή των αποτελεσμάτων απαιτεί έναν καταμερισμό των λειτουργιών. Θα μπορούσε εύκολα να φανταστεί κανείς ότι οι “άνθρωποι” είναι αλληλέγγυοι: αυτό που ορισμένοι αντιπαραθέτουν δεν είναι επομένως τον άνθρωπο στον άνθρωπο, αλλά τον απεργό στον χρήστη. Ο χρήστης (που λέγεται και “απλώς άνθρωπος” και που το άθροισμα του παίρνει την αθώα ονομασία “πληθυσμός”: τα είχαμε ήδη όλα τούτα στο λεξιλόγιο του κ. Μακεν), ο χρήστης είναι ένα πρόσωπο φανταστικό, αλγεβρικό θα μπορούσε να πει κανείς, χάρη στο οποίο γίνεται δυνατό να μπει τέρμα στο μεταδοτικό σκόρπισμα των αποτελεσμάτων και να διατηρηθεί σταθερά μια μειωμένη αιτιότητα πάνω στην οποία θα μπορεί κανείς να συλλογιέται ήρεμα και ενάρετα. Χαράζοντας μέσα στο πλαίσιο της γενικής κατάστασης του εργαζόμενου έναν ιδιαίτερο κανονισμό, η αστική λογική κόβει το κοινωνικό κύκλωμα και διεκδικεί για δικό της όφελος μια μοναξιά που η απεργία έχει ακριβώς αναλάβει να τη διαψεύσει:διαμαρτύρεται γι’αυτό που απευθύνεται ρητά στην ίδια. Ο χρήστης, ο απλός άνθρωπος, ο φορολογούμενος, είναι λοιπόν κυριολεκτικά δρώντα πρόσωπα, δηλαδή ηθοποιοί που προωθούνται, ανάλογα με τις ανάγκες της υπόθεσης, σε ρόλους επιφάνειας, και που αποστολή τους είναι να διαφυλάξουν τον ουσιοκρατικό χωρισμό των κοινωνικών κυττάρων, χωρισμό που, όπως ξέρουμε, ήταν η πρώτη ιδεολογική αρχή της αστικής επανάστασης.
Έτσι ξαναβρίσκουμε εδώ ένα συστατικό γνώρισμα της αντιδραστικής νοοτροπίας, δηλαδή το σκόρπισμα της ολότητας σε άτομα και του ατόμου σε ουσίες. Έτσι και όλο το αστικό θέατρο παίζει τον ψυχολογικό άνθρωπο, φέρνοντας σε σύγκρουση τον Γέρο με τον Νέο, τον Κερατωμένο με τον Ερωμένο, τον κληρικό με τον Λαικό. Το ίδιο κάνουν και σε αναγνώστες του Φιγκαρό, με το κοινωνικό ον: αντιθέτοντας τον απεργό στον χρήστη, μετατρέπουν τον κόσμο σε θέατρο, φτιάχνουν από τον ολικό άνθρωπο ένα μερικό ηθοποιό, και αντιπαραθέτουν μεταξύ τους όλους αυτούς τους αυτεξούσιους ηθοποιούς μέσα στο ψέμα μιας συμβολικής που καμώνεται πως πιστεύει ότι το μέρος δεν είναι παρά μια τέλεια σμίκρυνση του όλου.
Αυτό αποτελεί μέρος μιας γενικής τεχνικής φενακισμού που συνίσταται στη μεγαλύτερη δυνατή σχηματοποίηση της κοινωνικής αταξίας. Λογουχάρη, η αστική τάξη δεν σκοτίζεται, λέει, να μάθει ποιος, σε μιαν απεργία, έχει δίκιο και ποιος άδικο: αφού διαιρέσει τα αποτελέσματα μεταξύ τους για να απομονώσει καλύτερα μόνο εκείνο που την αφορά, δεν θέλει να ενδιαφερθεί για την αιτία: η απεργία καταντά ένα μεμονωμένο επεισόδιο, ένα φαινόμενο που παραλείπουν να το εξηγήσουν για να κάνουν να φανεί καλύτερα το σκάνδαλο. Με τον ίδιο τρόπο, ο εργαζόμενος στις δημόσιες υπηρεσίες και ο δημόσιος υπάλληλος θα αφαιρεθούν από την μάζα των εργαζομένων, λες και όλη η μισθωτή κατάσταση αυτών των ανθρώπων έχει τραβηχτεί, παγιωθεί και κατόπιν εξατμιστεί στην ίδια την επιφάνεια των καθηκόντων τους. Αυτή η ιδιοτελής συρρίκνωση της κοινωνικής κατάστασης σου επιτρέπει να υπεκφέυγεις την πραγματικότητα δίχως να εγκαταλείπεις την ευφορική αυταπάτη μιας άμεσης αιτιότητας που αρχίζει τάχα μόνον εκεί απ όπου βολεύει την αστική τάξη να την ξεκινάει […].
Πρόκειται για μιαν ακόμα σύγχηση που προκαλεί η ουσιοκρατία. Είναι επομένως λογικό, μπρος στο ψέμα της ουσίας και του μέρους, η απεργία να τείνει να θεμελιώσει το γίγνεσθαι και την αλήθεια του όλου. Η απεργία σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι ολικός, ότι όλες οι λειτουργίες του είναι αλληλεξάρτητες, ότι οι ρόλοι του χρήστη, του φορολογούμενου ή του στρατιωτικού είναι προκαλύμματα, πάρα πολύ φτηνά για να αντισταθούν στη μεταδοτικότητα των γεγονότων, και ότι στην κοινωνία όλα έχουν σχέση με όλα. Η αστική τάξη, διαμαρτυρόμενη ότι αυτή η απεργία την ενοχλεί, αποδείχνει ότι υπάρχει μια συνοχή των κοινωνικών λειτουργιών που σκοπός ακριβώς της απεργίας είναι να την κάνει φανερή:το παράδοξο είναι ότι ο μικροαστός άνθρωπος επικαλείται τη φυσικότητα της απομόνωσης του την ίδια στιγμή όπου η απεργία τον λυγίζει κάτω από το φανέρωμα της εξάρτησης του.
Ρολάν Μπαρτ, Μυθολογίες
Πηγή Αγκάρρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου