Το δημοψήφισμα που πραγματοποιείται σήμερα στη Βρετανία,
για την παραμονή της ή όχι στην ΕΕ, είναι ένα θέμα που μονοπωλεί την
επικαιρότητα τουλάχιστον το τελευταίο πεντάμηνο, από τότε δηλαδή που
εξαγγέλθηκε από τον πρωθυπουργό της χώρας, Ντέιβιντ Κάμερον, το Φλεβάρη
του 2016. Η σχετική συζήτηση βεβαίως είχε ξεκινήσει τουλάχιστον 3 χρόνια
νωρίτερα και αφορά στη σχέση της αστικής τάξης της χώρας με την ΕΕ, μια
σχέση που πάντοτε εξάλλου ήταν ιδιαίτερη. Στη σημερινή φάση της
συγχρονισμένης καπιταλιστικής κρίσης εκφράζει την προσπάθεια
επαναδιαπραγμάτευσης της θέσης της μέσα στη λυκοσυμμαχία του κεφαλαίου.
Είναι στοιχείο του διαρκούς παζαριού.
Πριν πάμε στο διακύβευμα του δημοψηφίσματος για την παραμονή ή όχι της Βρετανίας στην ΕΕ, που αποτελεί πεδίο σφοδρής ενδοαστικής διαπάλης, αξίζει να θυμηθούμε την ιστορία της Βρετανίας σε αυτήν την ένωση του κεφαλαίου.
Η αστική τάξη της Βρετανίας ζήτησε την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, που ιδρύθηκε το 1957, το 1961 και το 1967, αίτηση που απορρίφθηκε κυρίως λόγω Γαλλίας και Ντε Γκολ, που θεωρούσε τη Βρετανία «δούρειο ίππο των ΗΠΑ στην Ευρώπη».
Τελικά, η ένταξη γίνεται το 1973. Από τότε ξεκινά η «ειδική σχέση», που περιλαμβάνει αρκετές εξαιρέσεις, ειδικότερα τη διατήρηση του ελέγχου του τραπεζικού συστήματος, του γνωστού Σίτι του Λονδίνου, τη μη συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ, τη μη υπογραφή της Συνθήκης Σένγκεν, παρά την επικύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Επιπλέον, η ειδική συμφωνία που υπογράφτηκε φέτος το Φλεβάρη δεν αφορά μόνο τον περιορισμό των επιδομάτων προς τους μετανάστες και τα παιδιά τους από άλλες χώρες - μέλη της Ενωσης, αλλά δίνει τη δυνατότητα στη Βρετανία να εποπτεύει τους δικούς της χρηματοπιστωτικούς θεσμούς, να θέτει εμπόδια στη διαδικασία της ενοποίησης.
Αυτό το στοιχείο της επαναδιαπραγμάτευσης της σχέσης με την ΕΕ ο πρωθυπουργός των Συντηρητικών, Ντ. Κάμερον, προβάλλει ως ισχυρό επιχείρημα για την παραμονή της χώρας στην ΕΕ, εκφράζοντας τμήματα του κεφαλαίου που έχουν συμφέρον από τη διατήρηση της σχέσης αυτής. Ωστόσο, επίσης ισχυρά τμήματα του βρετανικού κεφαλαίου υποστηρίζουν την έξοδο από την ΕΕ (Brexit) βλέποντας σε αυτή μεγαλύτερες δυνατότητες κερδοφορίας και ευρύτερα πεδία δράσης για τους μονοπωλιακούς ομίλους.
Ιδιαίτερα η τάση αυτή, ο λεγόμενος «ευρωσκεπτικισμός», διαφόρων εκφάνσεων, ενισχύεται κάτω από την επίδραση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης, που οδήγησε τα τελευταία χρόνια σε αλλαγή του συσχετισμού δύναμης στην ΕΕ κι αυτό εκφράστηκε έντονα στη διάρκεια της κρίσης, όπου καθαρά η Γερμανία βγήκε μπροστά στην κούρσα του ανταγωνισμού σε βάρος της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας.
Επίσης, με βάση τις εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο και τις αλλαγές στη θέση ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, σε βάρος των ΗΠΑ, προς όφελος της Κίνας και των συμμαχιών που αυτή οικοδομεί, τμήματα του βρετανικού κεφαλαίου εκφράζουν ανησυχίες για την προοπτική τους, ειδικά δε αυτό επιτείνεται ενόψει της πιο απελευθερωμένης καπιταλιστικής αγοράς, που αναμένεται να διαμορφώσει η Διατλαντική Συμφωνία για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις ΗΠΑ - ΕΕ, που βρίσκεται σε φάση τελικής διαπραγμάτευσης.
Επομένως, η θέση του βρετανικού κεφαλαίου στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά είναι ο λόγος που στα βασικά αστικά κόμματα, τους Συντηρητικούς και τους Εργατικούς, έχει επέλθει διχασμός σε σχέση με το αν συμφέρει περισσότερο η παραμονή ή η έξοδος από την ΕΕ. Γι' αυτό και τα δύο στρατόπεδα είναι διακομματικά (ακόμη και υπουργοί του Κάμερον στηρίζουν το Brexit).
Γι' αυτό και η περίπτωση της εξόδου ανησυχεί και άλλες αστικές τάξεις εντός και εκτός ΕΕ, που βλέπουν κινδύνους αναστάτωσης στην ευρύτερη καπιταλιστική αγορά, αποδυνάμωσης του οικοδομήματος της ΕΕ, παίρνοντας υπόψη και τη φθορά που αυτό έχει υποστεί στις λαϊκές συνειδήσεις, όπως φάνηκε ιδιαίτερα στην καπιταλιστική κρίση ή στην αντιμετώπιση των προσφυγικών ροών που προκάλεσαν οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και της ΕΕ. Επίσης, και συμβιβασμένα συνδικάτα επιδιώκουν να εγκλωβίσουν τους εργαζόμενους στη λογική του μικρότερου κακού τασσόμενα υπέρ της παραμονής.
Ετσι, αν για τους Βρετανούς αστούς το διακύβευμα είναι και σε αυτό το δημοψήφισμα τα συμφέροντά τους, που εξασφαλίζονται από την καπιταλιστική εκμετάλλευση - στην οποία ανεξάρτητα από διαφορές όλες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις ομνύουν - το συμφέρον των εργατών είναι να μη στοιχίζονται κάτω από ξένες σημαίες. Βεβαίως, υπάρχουν και συνδικάτα και οι κομμουνιστές στη Βρετανία που στηρίζουν την έξοδο από την ΕΕ και σε ένα βαθμό την βλέπουν ως βήμα που θα συμβάλει στη λαϊκή πάλη. Είναι σίγουρο ότι οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις πρέπει να αξιοποιούνται από το λαϊκό κίνημα, έχοντας όμως ξεκάθαρο ότι το βασικό είναι η ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων.
Γιατί ανεξάρτητα από το ποιο θα είναι το αποτέλεσμα της βρετανικής κάλπης σήμερα αργά τα μεσάνυχτα, η εξουσία των μονοπωλίων θα είναι παρούσα την επόμενη μέρα μαζί με την αντεργατική πολιτική των ελαστικών μορφών απασχόλησης, τις περικοπές κοινωνικών δαπανών, τη συμμετοχή στα νέα ιμπεριαλιστικά μακελειά. Γι' αυτό η αναγκαία καταδίκη της λυκοσυμμαχίας του κεφαλαίου, της ΕΕ, η πάλη για την αποδέσμευση από αυτή, για να είναι αποτελεσματικές πρέπει να συνδεθούν με την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, με την εργατική - λαϊκή εξουσία, με στόχο την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, ώστε με τον κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό να ικανοποιηθούν οι σύγχρονες λαϊκές ανάγκες.
Πριν πάμε στο διακύβευμα του δημοψηφίσματος για την παραμονή ή όχι της Βρετανίας στην ΕΕ, που αποτελεί πεδίο σφοδρής ενδοαστικής διαπάλης, αξίζει να θυμηθούμε την ιστορία της Βρετανίας σε αυτήν την ένωση του κεφαλαίου.
Η αστική τάξη της Βρετανίας ζήτησε την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, που ιδρύθηκε το 1957, το 1961 και το 1967, αίτηση που απορρίφθηκε κυρίως λόγω Γαλλίας και Ντε Γκολ, που θεωρούσε τη Βρετανία «δούρειο ίππο των ΗΠΑ στην Ευρώπη».
Τελικά, η ένταξη γίνεται το 1973. Από τότε ξεκινά η «ειδική σχέση», που περιλαμβάνει αρκετές εξαιρέσεις, ειδικότερα τη διατήρηση του ελέγχου του τραπεζικού συστήματος, του γνωστού Σίτι του Λονδίνου, τη μη συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ, τη μη υπογραφή της Συνθήκης Σένγκεν, παρά την επικύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Επιπλέον, η ειδική συμφωνία που υπογράφτηκε φέτος το Φλεβάρη δεν αφορά μόνο τον περιορισμό των επιδομάτων προς τους μετανάστες και τα παιδιά τους από άλλες χώρες - μέλη της Ενωσης, αλλά δίνει τη δυνατότητα στη Βρετανία να εποπτεύει τους δικούς της χρηματοπιστωτικούς θεσμούς, να θέτει εμπόδια στη διαδικασία της ενοποίησης.
***
Αυτό το στοιχείο της επαναδιαπραγμάτευσης της σχέσης με την ΕΕ ο πρωθυπουργός των Συντηρητικών, Ντ. Κάμερον, προβάλλει ως ισχυρό επιχείρημα για την παραμονή της χώρας στην ΕΕ, εκφράζοντας τμήματα του κεφαλαίου που έχουν συμφέρον από τη διατήρηση της σχέσης αυτής. Ωστόσο, επίσης ισχυρά τμήματα του βρετανικού κεφαλαίου υποστηρίζουν την έξοδο από την ΕΕ (Brexit) βλέποντας σε αυτή μεγαλύτερες δυνατότητες κερδοφορίας και ευρύτερα πεδία δράσης για τους μονοπωλιακούς ομίλους.
Ιδιαίτερα η τάση αυτή, ο λεγόμενος «ευρωσκεπτικισμός», διαφόρων εκφάνσεων, ενισχύεται κάτω από την επίδραση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης, που οδήγησε τα τελευταία χρόνια σε αλλαγή του συσχετισμού δύναμης στην ΕΕ κι αυτό εκφράστηκε έντονα στη διάρκεια της κρίσης, όπου καθαρά η Γερμανία βγήκε μπροστά στην κούρσα του ανταγωνισμού σε βάρος της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας.
Επίσης, με βάση τις εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο και τις αλλαγές στη θέση ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, σε βάρος των ΗΠΑ, προς όφελος της Κίνας και των συμμαχιών που αυτή οικοδομεί, τμήματα του βρετανικού κεφαλαίου εκφράζουν ανησυχίες για την προοπτική τους, ειδικά δε αυτό επιτείνεται ενόψει της πιο απελευθερωμένης καπιταλιστικής αγοράς, που αναμένεται να διαμορφώσει η Διατλαντική Συμφωνία για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις ΗΠΑ - ΕΕ, που βρίσκεται σε φάση τελικής διαπραγμάτευσης.
Επομένως, η θέση του βρετανικού κεφαλαίου στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά είναι ο λόγος που στα βασικά αστικά κόμματα, τους Συντηρητικούς και τους Εργατικούς, έχει επέλθει διχασμός σε σχέση με το αν συμφέρει περισσότερο η παραμονή ή η έξοδος από την ΕΕ. Γι' αυτό και τα δύο στρατόπεδα είναι διακομματικά (ακόμη και υπουργοί του Κάμερον στηρίζουν το Brexit).
Γι' αυτό και η περίπτωση της εξόδου ανησυχεί και άλλες αστικές τάξεις εντός και εκτός ΕΕ, που βλέπουν κινδύνους αναστάτωσης στην ευρύτερη καπιταλιστική αγορά, αποδυνάμωσης του οικοδομήματος της ΕΕ, παίρνοντας υπόψη και τη φθορά που αυτό έχει υποστεί στις λαϊκές συνειδήσεις, όπως φάνηκε ιδιαίτερα στην καπιταλιστική κρίση ή στην αντιμετώπιση των προσφυγικών ροών που προκάλεσαν οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και της ΕΕ. Επίσης, και συμβιβασμένα συνδικάτα επιδιώκουν να εγκλωβίσουν τους εργαζόμενους στη λογική του μικρότερου κακού τασσόμενα υπέρ της παραμονής.
***
Ετσι, αν για τους Βρετανούς αστούς το διακύβευμα είναι και σε αυτό το δημοψήφισμα τα συμφέροντά τους, που εξασφαλίζονται από την καπιταλιστική εκμετάλλευση - στην οποία ανεξάρτητα από διαφορές όλες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις ομνύουν - το συμφέρον των εργατών είναι να μη στοιχίζονται κάτω από ξένες σημαίες. Βεβαίως, υπάρχουν και συνδικάτα και οι κομμουνιστές στη Βρετανία που στηρίζουν την έξοδο από την ΕΕ και σε ένα βαθμό την βλέπουν ως βήμα που θα συμβάλει στη λαϊκή πάλη. Είναι σίγουρο ότι οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις πρέπει να αξιοποιούνται από το λαϊκό κίνημα, έχοντας όμως ξεκάθαρο ότι το βασικό είναι η ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων.
Γιατί ανεξάρτητα από το ποιο θα είναι το αποτέλεσμα της βρετανικής κάλπης σήμερα αργά τα μεσάνυχτα, η εξουσία των μονοπωλίων θα είναι παρούσα την επόμενη μέρα μαζί με την αντεργατική πολιτική των ελαστικών μορφών απασχόλησης, τις περικοπές κοινωνικών δαπανών, τη συμμετοχή στα νέα ιμπεριαλιστικά μακελειά. Γι' αυτό η αναγκαία καταδίκη της λυκοσυμμαχίας του κεφαλαίου, της ΕΕ, η πάλη για την αποδέσμευση από αυτή, για να είναι αποτελεσματικές πρέπει να συνδεθούν με την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, με την εργατική - λαϊκή εξουσία, με στόχο την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, ώστε με τον κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό να ικανοποιηθούν οι σύγχρονες λαϊκές ανάγκες.
Δ. Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου