Στα καθ’ ημάς, η κυρίαρχη ειδησεογραφία την τελευταία
εβδομάδα εξαντλήθηκε να σχολιάζει τη φαιδρή συγκέντρωση των «παραιτηθείτε», να
εστιάζει εναλλάξ στην εκταμίευση της δόσης, την αλλαγή εκλογικού νόμου, την
αναθεώρηση συντάγματος, χωρίς να παραλείπει τη …διακήρυξη του πρωθυπουργού για «δίκαιη ανάπτυξη» και τις δηλώσεις του Γ.
Γραμματέα του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν για τη
χώρα μας σχετικά με τη συμβολή της στο προσφυγικό, με επιστέγασμα τη φωτογραφία
όπου γενικός γραμματέας και πρωθυπουργός παίζανε τους πρόσφυγες με τα σωσίβια.
Ειδήσεις
και σχόλια όπου πολιτικοί, διανοούμενοι,
δημοσιογράφοι, οικονομολόγοι κλπ. επιφορτίζονται με καινούργιες ευθύνες που
απαιτούν ικανότητες ισχυρής πειθούς, ώστε να διατηρούν το φόβο και την
ανασφάλεια, για να παραμένουμε σε
αδιάκοπη ανησυχία αδρανοποιημένοι, χωρίς να παραλείπουν να καλλιεργούν και την
ελπίδα και την απαντοχή ενός αυριανού παράδεισου, για να μη βλέπουμε τα ερείπια
και τις καταστροφές του παρόντος και τις αιτίες που τις προκαλούν.
Και ο
πρωθυπουργός με την ομιλία του στην εκδήλωση «Ελλάδα 2021: Παραγωγική
Ανασυγκρότηση – Δίκαιη Ανάπτυξη» για άλλη μια φορά ανέλαβε να καλλιεργήσει
ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο και να πείσει γι’ αυτές, χρησιμοποιώντας αιτήματα και κατακτήσεις
του παρελθόντος, ενώ με την πολιτική του τα γκρεμίζει, σαν εχέγγυα για την
πειστικότητα των υποσχέσεων που δίνει. Έτσι χαρακτηρίζει το κοινωνικό κράτος
«μοχλό ανάπτυξης» και περιγράφει το δικό του όραμα σαν «Δίκαιη Ανάπτυξη, δηλαδή Βιώσιμη και Δημοκρατική». Περιγράφει το ρόλο
του κράτους «επιτελικό στην οικονομία, που παρέχει υπηρεσίες υψηλής στάθμης,
αντιγραφειοκρατικό για τους παραγωγικούς φορείς. Ικανό να σχεδιάσει και να
κατευθύνει πόρους σε δημιουργικές κατευθύνσεις»
Λόγια αόριστα
για να συσκοτίσουν την πραγματικότητα, λες κι αφορούν ένα κράτος υπερταξικό, όταν ιστορικά ξέρουμε ότι από την εποχή της
βιομηχανικής επανάστασης, οι καινούργιες συνθήκες που προέκυπταν απαιτούσαν την
επέμβαση του κράτους, για να επιβλέπει
την καλή λειτουργία του συστήματος δημιουργώντας ή τροποποιώντας νόμους.
Η κρίση του 1929 αλλά και η ρώσικη επανάσταση του 1917 έδειξαν στην άρχουσα
τάξη ότι ήταν ανάγκη να επεμβαίνει άμεσα στην παραγωγή και να λύνει τα υπάρχοντα προβλήματα, ώστε να λαμβάνονται
τα απαραίτητα μέτρα για να αποφεύγονται στο μέλλον κρίσεις αλλά και
επαναστάσεις. Η μεταπολεμική προσπάθεια ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στο
σύστημα μέσω του κράτους πρόνοιας έδειξε να αποδίδει καρπούς για την κυρίαρχη
τάξη. Απαξιώθηκαν οι όποιες προσπάθειες για ανατροπή του συστήματος, ιδιαίτερα
μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, που περιορίστηκαν με αισιοδοξία στη βελτίωσή του. Μέχρι που ξέσπασε η κρίση
και οι φοβισμένοι εργαζόμενοι θα πρέπει
να πειστούν να επαναλαμβάνουν τη φωνή
των «κυρίων» τους θεωρώντας πανάκεια για θεραπεία των δεινών τους το μικρότερο κράτος, αποκρύπτοντας
πως αυτό που συρρικνώνεται είναι ό,τι ονομάστηκε «κοινωνικό κράτος», ενώ
αντίθετα η κρατική εξουσία εμφανίζεται με όλο και μεγαλύτερη δύναμη να
παρεμβαίνει για τη διαχείριση της μισθωτής εργασίας (π.χ νομοθετική ρύθμιση
μείωσης κατώτατου μισθού με το ν.4046/2012, νόμοι που ανατρέπουν εργασιακές
σχέσεις κλπ.) Οι πολυεθνικές την επέμβασή της κρατικής εξουσίας απαιτούν για να
εξασφαλιστεί τόσο η εργασιακή πειθαρχία με την ανασφάλεια της απασχόλησης όσο και
η σταθερότητα του εφοδιασμού με
προλεταριακή εργατική δύναμη στο μικρότερο δυνατό κόστος. Αναλαμβάνοντας το
κράτος τη διαχείριση της εργατικής
δύναμης, ως ειδικού εμπορεύματος, προς όφελος των επιχειρήσεων, αποδεικνύει
ξεκάθαρα τον ταξικό του χαρακτήρα.
Στον
καιρό της κρίσης γίνεται ολοφάνερο πως το κράτος, που είναι στα χέρια της
κυρίαρχης τάξης, δεν έχει σκοπό παρά να διατηρήσει το υφιστάμενο οικονομικό
καθεστώς εξουδετερώνοντας την όποια αντίσταση των εργαζομένων. Κι επειδή η
κύρια ανταγωνιστική σχέση στην κοινωνία
είναι η σχέση ανάμεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο, η εκμετάλλευση της
εργασίας από το κεφάλαιο, το αστικό κράτος επεμβαίνει για να διατηρεί και να αναπαράγει αυτή τη
σχέση. Η πώληση της εργατικής δύναμης με αρωγή της κρατικής εξουσίας
προσαρμόζεται στις ανάγκες αναπαραγωγής της καπιταλιστικής παραγωγής. Ακόμα κι
αν κάποιες φορές μοιάζει να έρχεται σε
σύγκρουση με τα συμφέροντα των ατομικών καπιταλιστών δεν
παύει ποτέ να φροντίζει για τις συνθήκες εκείνες που θα τους επιτρέψουν να
συνεχίσουν να υπάρχουν ως τάξη. Η κρατική διαχείριση της εργατικής δύναμης είναι
απαραίτητη για τη συνέχιση της διατήρησης της εκμετάλλευσης της εργασίας από το
κεφάλαιο.
Και όλοι
οι πρωθυπουργοί των αστικών κυβερνήσεων αυτό το στόχο υπηρέτησαν, του Α. Τσίπρα
μη εξαιρουμένου, που η διαφορά του από τους άλλους εντοπίζεται σε έναν ψευδή
ονοματικό προσδιορισμό. Χρησιμοποιώντας μια εξωραϊσμένη γλώσσα προσπαθεί να μας
πείσει με αυτοθυσία να υπηρετήσουμε την καπιταλιστική ανάπτυξη, να προσφέρουμε
τις υπηρεσίες μας στον νόμο του κέρδους δίνοντας υποσχέσεις για «επούλωση
τραυμάτων του κοινωνικού κράτους» και «σταδιακή ένταξη στην παραγωγή όλου
εκείνου του δυναμικού που βρίσκεται στη γκρίζα ζώνη της ανεργίας», σ’ ένα άδηλο
μέλλον στην πραγματικότητα, πολύ πέρα από το
χρονικό ορίζοντα του 2021. Κι εν τω μεταξύ τα δικαιώματα των εργαζομένων δέχονται πια κατά μέτωπο επίθεση στο όνομα της
κρίσης που προστέθηκε σ’ αυτό της παγκοσμιοποίησης, της ανταγωνιστικότητας και
της ελαστικότητας της οικονομίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου