Η παρούσα, εξαιρετικά έντονη, και συνεχής επίθεση σε κάθε απομεινάρι του δυτικού μοντέλου κράτους πρόνοιας,συνδέεται άρρηκτα με μια ολόκληρη εξελικτική πορεία που έχει την αφετηρία της στην Γερμανία στο λυκαυγές του νέου αιώνα.Ήταν τότε που έγινε αντιληπτό από τις κυρίαρχες καπιταλιστικές ελίτ στην Ευρώπη με προεξέχουσες τις γερμανικές, πως το μοντέλο κράτους πρόνοιας που ηγεμόνευσε στην Δυτική Ευρώπη, λειτουργώντας ως δίχτυ ασφαλείας, για τις κατώτερες και κατώτατες κοινωνικές τάξεις είχε φθάσει στο ιστορικό του όριο. Ήταν πλέον αδύνατο να συνεχίζεται η στήριξη σε ένα οικονομικό μοντέλο πολιτικής , που στόχευε στην λείανση των κραυγαλέων ταξικών διαφορών και λειτουργούσε ως βαλβίδα αποσυμπίεσης μιας ενδεχόμενης έξαρσης ενός κοινωνικού πολέμου στο εσωτερικό τω αστικών κοινωνιών, που για πολλές δεκαετίες είχε αποφευχθεί.
Η διατήρηση μιας κοινωνικής κατάστασης σχετικής νηνεμίας, που εξασφάλιζε στα 2/3 των κοινωνιών ένα πλαίσιο σχετικής ευημερίας και προστασίας των βασικών δικαιωμάτων στην εργασία, την υγεία και την εκπαίδευση, άρχισε να αποκτά χαρακτηριστικά
αποσάθρωσης των πυρηνικών στοιχείων και ερεισμάτων του καπιταλιστικού
τρόπου παραγωγής και διανομής του κοινωνικού προϊόντος.
Η ανειρήνευτη ιστορική σύγκρουση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία, απαλλαγμένη από την μυθοπλασία της αέναης , απρόσκοπτης ανάπτυξης για την ολότητα των σύγχρονων κοινωνιών, άρχισε να αναδύεται ως εκκωφαντική
επιστροφή στις πηγές της κυρίαρχης αντίθεσης, όχι μονοδιάστατα στην
σφαίρα της παραγωγής ως μιας οικονομικής διάστασης μεταξύ κεφαλαίου και
εργασίας αλλά, ως καθολική κοινωνική σχέση, που αφορά στο σύνολο των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών ρήξεων.
Η κοινωνική εξίσωση που
οδηγήθηκαν από την ίδια την κίνηση της πραγματικότητας, να επιλύσουν οι
καπιταλιστικές ελίτ στην Ευρώπη, αλλά ιδιαίτερα στην Γερμανία αφορούσε
στην δομική μεταρρύθμιση του κοινωνικού μοντέλου ενός προστατευτικού
καπιταλισμού, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή κινητικότητα
στην αγορά εργασίας, να μειωθεί στο ελάχιστο δυνατό το εργασιακό κόστος,
να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας, να απαλλαγεί το
κράτος από τον προστατευτικό του ρόλο στην εργασία και στην ασφάλιση,
ενώ ταυτόχρονα να εφαρμοσθούν όλες αυτές οι αλλαγές, χωρίς να προκληθούν κοινωνικές εκρήξεις.
Η πραγμάτωση αυτών των
αλλαγών δεν είχε στην Γερμανία το επαχθές πρόσωπο του
νεοφιλελευθερισμού. Αντίθετα την πραγματοποίησή τους ανέλαβε η γερμανική σοσιαλδημοκρατία σε συμμαχία με τους Πράσινους,
επιχειρώντας με υποδόριο αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικό τρόπο την
ουσιαστική αποδόμηση των κυρίαρχων ερεισμάτων του κοινωνικού κράτους
στην Γερμανία, οδηγώντας αναπόφευκτα σε μια ολιστική αλλαγή του κοινωνικοοικονομικού και πολιτικού μοντέλου.
Σε αυτή την κατεύθυνση κινήθηκαν οι περίφημες μεταρρυθμίσεις Χαρτς,
που εστίασαν στο ζήτημα της ανεργίας, αντιμετωπίζοντας το συγκεκριμένο
κοινωνικό πρόβλημα, όχι ως δομική συνέπεια του καπιταλιστικού μοντέλου
παραγωγής αλλά ανάστροφα ως αποτέλεσμα προσωπικής ανικανότητας των ανέργων, να ενταχθούν στην αγορά εργασίας. Βασικό μέσο για την επιτυχία των συγκεκριμένων αλλαγών, ήταν να καταστεί η οικονομική κατάσταση του ανέργου όσο το δυνατόν πιο άβολη.
Ακριβώς για αυτό, μειώθηκε τόσο το ύψος όσο και η διάρκεια του επιδόματος ανεργίας, ώστε οι άνεργοι να εξαναγκαστούν στην αποδοχή κάθε είδους απασχόλησης
ακόμη και με εξαιρετικά ισχνούς μισθούς. Πρόκειται για ένα μοντέλο
απασχόλησης, όπου οι ελαστικές σχέσεις εργασίας, η ενοικίαση εργαζομένων
για βραχυπρόθεσμο ή μεσοπρόθεσμο διάστημα και η κινητικότητα των
ανέργων από επισφαλή σε επισφαλή απασχόληση, αποτέλεσαν οργανικά
στοιχεία στην απόπειρα, επέκτασης της ελαστικής απασχόλησης και στην
απαγκίστρωση του κράτους από την ευθύνη να συνδράμει οικονομικά τον
άνεργο πληθυσμό.
Τα αποτελέσματα είναι πράγματι εντυπωσιακά. Η μη τυπική επισφαλής απασχόληση, αυξήθηκε από το 1998-2008 κατά 46,2% , με 7,7 εκατομμύρια εργαζόμενους στην Γερμανία να εργάζονται με ελαστικές σχέσεις απασχόλησης. Την ίδια στιγμή που 22,9 εκατομμύρια, εργάζονταν με κανονική απασχόληση.
Μια σχέση που αλλάζει συνεχώς με τις μορφές ελαστικής απασχόλησης να
κερδίζουν συνεχώς έδαφος σε σχέση με την κανονική μορφή εργασίας.
Αυτή η εξέλιξη έχει ταυτόχρονα μια διττή συνέπεια. Από την μια δημιουργεί μια τεραστίων διαστάσεων αγορά επισφαλούς εργασίας με εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς, που δεν ξεπερνά το ποσό των 5,80 ευρώ / ανά ώρα, ενώ παράλληλα συμπιέζει τη τιμή πώλησης της εργατικής δύναμης στο τομέα των τυπικών σχέσεων εργασίας , ωθώντας σε γεωμετρική μείωση των μισθών. Απόρροια αυτής της κατάστασης είναι η δημιουργία ενός ευρύτατου κοινωνικού χώρου χαμηλόμισθης εργασίας που περιλαμβάνει εντός του, τόσο τυπικές όσο και ελαστικές σχέσεις εργασίας.
Επιπλέον, το περιβόητο κούφιο ιδεολόγημα, της κινητικότητας στην αγορά εργασίας που στην Ελλάδα είχε εισάγει η κυβέρνηση Σημίτη,
και που εφαρμόζεται με τον πλέον πειθήνιο τρόπο στην Γερμανία, δεν
αφορά στην διαρκή βελτίωση των όρων εργασίας του απασχολούμενου, αλλά
αντίθετα πραγματώνεται ως μια συνεχής ομόκεντρη κυκλική κίνηση,
όπου η διαρκής εναλλαγή στους τομείς απασχόλησης, οδηγεί πάντα στο ίδιο
σημείο με τους όρους υλικής διαβίωσης είτε στάσιμους είτε
επιδεινούμενους. Κατασκευάζεται με αυτόν τον τρόπο ένα τεράστιο στρώμα εργατικού δυναμικού, που ως πληβειακή μάζα καλείται να καλύψει στο πλαίσιο της διαρκούς κινητικότητας, τις συγκυριακές ή μεσοπρόθεσμες ανάγκες του κεφαλαίου, με το ελάχιστο εργατικό κόστος για αυτό.
Η μεθοδολογία του πειράματος Χαρτς,
στηρίζει την ορθολογικότητα του, καταρχήν στην μείωση της ανεργίας και
την συρρίκνωση του κοινωνικού ρόλου του κράτους και επιπροσθέτως στην
παροχή στο κεφάλαιο τόσο εξειδικευμένου όσο και ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού σε πολύ χαμηλές τιμές πώλησης.
Από αυτή σκοπιά το πείραμα στην Γερμανία έχει στεφθεί με απόλυτη
επιτυχία. Καθώς το μοντέλο κοινωνικού κράτους οδηγείται σε πλήρη
αποσάθρωση ενώ ταυτόχρονα το γερμανικό κεφάλαιο συμπιέζοντας διαρκώς το
κόστος εργασίας αυξάνει τον όγκο και την αξία του εξαγωγικού του εμπορίου, διατηρώντας σε διαχειρίσιμα επίπεδα τους ρυθμούς πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους του.
Επιπρόσθετα εξυφαίνεται ένας συνολικός σχεδιασμός κατακερματισμού του εργατικού δυναμικού
όπου ένα κομμάτι του ζει και εργάζεται σε συνθήκες σχετικής
κανονικότητας ενώ ένα άλλο σε συνθήκες απόλυτης επισφάλειας. Αναπόφευκτα
δρομολογείται ένας εμφύλιος εντός του εργατικού δυναμικού , με τους επισφαλώς εργαζόμενους να προσπαθούν να εισέλθουν στο πεδίο της κανονικότητας, συμπιέζοντας – μόνο με την κίνησή τους-
την αξία της εργατικής δύναμης, προκαλώντας ταυτόχρονα επιδείνωση των
όρων εργασίας του “κανονικού” εργατικού δυναμικού, μειώνοντας επαγωγικά την συνδικαλιστική και διαπραγματευτική του ισχύ.
Όταν λοιπόν στις μέρες
μας γίνεται λόγος από τις ευρωπαϊκές καπιταλιστικές ελίτ, περί
μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας με στόχο την καταπολέμηση της
ανεργίας, αυτό που πραγματικά επιδιώκεται είναι η δημιουργία ενός στρατού αποσυνάγωγων επισφαλώς εργαζόμενων που θα επιβιώνουν στα απώτατα κοινωνικά όρια,
παρέχοντας με εξευτελιστικούς όρους διαρκώς αυξανόμενες δυνατότητες
ανάπτυξης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Αυτό είναι το μοντέλο που στοχεύεται να επιβληθεί και στην Ελλάδα, που αποτελεί το ιδανικό πεδίο για ένα τέτοιο πείραμα, καθώς 1,500.000 άνεργοι σε πολύ μεγάλο βαθμό εξειδικευμένοι, είναι πρόθυμοι να αποδεχθούν κάθε είδους απασχόληση, ώστε να απεγκλωβιστούν από το φάσμα της απόλυτης φτώχειας και εξαθλίωσης.
Πρόκειται για μια εξέλιξη που συνδέεται αμετάκλητα με την οριστική ιστορική υπέρβαση ενός μοντέλου κράτους πρόνοιας, που δεν μπορεί πια να αποτελεί πλευρά ενός καπιταλισμού που αναζητά εναγωνίως νέους τρόπους και μεθόδους ανάκτησης ζωτικού γεωπολιτικού και οικονομικού χώρου. Ακριβώς για αυτό η προοπτική για τον κόσμο της εργασίας δεν είναι η διαπραγμάτευση των όρων κοινωνικής λιμοκτονίας του, αλλά αντίθετα η συνεκτική, συγκροτημένη και υλικά αποκρυσταλλωμένη επιλογή αμφισβήτησης των ουσιαστικών πυλώνων που συνιστούν το καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής, και προβάλλονται ως πλευρές μιας δεσπόζουσας κοινωνικής σχέσης εκμετάλλευσης που αφορά στο σύνολο των πεδίων της κοινωνικής ζωής του κόσμου της εργασίας.
γράφει ο Χρήστος Μιάμης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου