Με αφορμή την συμπλήρωση οκτώ χρόνων από τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου και με δεδομένο ότι, χρόνια τώρα εκτυλίσσεται μια προσπάθεια ιατρικοποίησης κοινωνικών συμπεριφορών, κρίνεται σκόπιμη η αναδημοσίευση σχετικού άρθρου που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη την 1/1/2009. Mέσα σε συνθήκες μιας γενικευμένης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού οξύνονται οι αντιθέσεις του συστήματος και δημιουργούνται προϋποθέσεις ρήξεων και ανατροπών. Ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός και οι ανάγκες για περισσότερο κέρδος οδηγούν χιλιάδες ανθρώπους στην ανεργία, διαλύουν ακόμα και αυτό το αστικό κράτος πρόνοιας, ιδιωτικοποιούν την Παιδεία και την Υγεία και κάνουν τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους. Το αστικό κράτος, αντιμέτωπο με την κρίση του, ενισχύει την πολιτική του εξουσία με τρομονόμους και κατασταλτικούς μηχανισμούς.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν να πέσει νεκρός από τη σφαίρα των δυνάμεων καταστολής και ο 15χρονος Αλέξης. Ο θάνατος του άτυχου Αλέξη εξοργίζει κάθε υγιώς σκεπτόμενο άνθρωπο. Εκείνο όμως που εξοργίζει περισσότερο είναι η προσπάθεια που γίνεται, ώστε να δικαιολογηθεί ο φόνος από κάποιες υποτιθέμενες παρεκκλίνουσες συμπεριφορές του 15χρονου παιδιού.
Αυτή η προσπάθεια πρέπει να μας ανησυχεί ιδιαίτερα γιατί δε γίνεται τυχαία. Κρύβει βαθιά μέσα της φασιστικές απόψεις για «καθαρές» κοινωνίες. Ο βασικός στόχος είναι η αντιμετώπιση του οργανωμένου εργατικού – λαϊκού και νεολαιίστικου κινήματος με τρόπους και τεχνικές που θα διασφαλίζουν ταυτόχρονα τη χειραγώγηση των μαζών. Έτσι, η έννοια των «καθαρών» κοινωνιών αφορά σε μια πρώτη φάση τους ξένους οικονομικούς μετανάστες, τους φτωχούς, τους αλκοολικούς, τους ανέργους, τους άστεγους, τους τοξικομανείς, τους τρελούς, τα παιδιά που εκφράζουν το θυμό τους με τρόπους που η κυρίαρχη ιδεολογία έχει καθορίσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα μαθήματα του αστικού Τύπου προς τους μαθητές για τους τρόπους εφόδου στα αστυνομικά τμήματα. Αυτός ο αστικός Τύπος στο παρελθόν, σήμερα, αύριο δε διστάζει να βαφτίζει αυτά τα ίδια παιδιά σαν παιδιά με παραβατικές και αποκλίνουσες συμπεριφορές και να τα ανάγει σε εξιλαστήρια θύματα της κοινωνίας που υπηρετεί. Δημιουργούνται δηλαδή οι προϋποθέσεις ώστε ο αστυνομικός έλεγχος και η καταστολή όσων εξεγείρονται να νομιμοποιούνται από την ιατρικοποίηση και ψυχολογικοποίηση κοινωνικών συμπεριφορών και φαινομένων.
Ο ρόλος της επιστήμης
Ο εργαζόμενος άνθρωπος εθίζεται, διά μέσου κυρίως των ΜΜΕ, σε έννοιες όπως «παραβατικές συμπεριφορές», «αποκλίνουσες συμπεριφορές», «επικίνδυνες συμπεριφορές».Αυτές οι έννοιες για να είναι περισσότερο αποδεκτές συνδέονται με ευάλωτες ομάδες ανθρώπων, όπως οι τοξικομανείς, οι χούλιγκανς, οι οικονομικοί μετανάστες, κ.ά., και περιγράφουν κυρίως το αποτέλεσμα των κοινωνικών καταστάσεων και όχι το περιεχόμενο ή τα αίτιά τους.
Αποκρύπτουν έτσι το γεγονός ότι ο νέος άνθρωπος από τα λαϊκά στρώματα έρχεται αντιμέτωπος με την ανεργία, την οικονομική και πολιτιστική φτώχεια, την αποξένωση, τις κοινωνικές διακρίσεις, την κοινωνία, σε τελευταία ανάλυση, που καραδοκεί να τον συνθλίψει, επειδή επιλέγει – κάποιες φορές – με προσωπικό αλλά ανελεύθερο τρόπο τη βία, τα ναρκωτικά σαν ένα μέσον φυγής και έκφρασης ταυτόχρονα των υπαρξιακών αδιεξόδων που τον συγκλονίζουν.
Ωθείται στην ένταξη σε μία ομάδα ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά, με ενιαίο κώδικα επικοινωνίας, με «σταθερά» σημεία αναφοράς, γιατί εκεί βρίσκει ρόλους, οι ρόλοι αποκτούν υπόσταση, ικανοποιεί την ανάγκη για επιβεβαίωση, νομίζει ότι διασφαλίζει τις προϋποθέσεις για την ανάδειξη της κοινωνικής του ταυτότητας. Από αυτήν την άποψη η ομάδα υποκαθιστά ένα κοινωνικό περιβάλλον που δυσλειτουργεί.
Αρχικά, ο νέος διαισθάνεται, και κάποια στιγμή ίσως και να συνειδητοποιεί, πως αυτή η κοινωνία, η οποία το μόνο που του διασφαλίζει είναι ο αποκλεισμός, ο στιγματισμός και η περιθωριοποίηση, άκαμπτη μπρος στο δράμα του, του αφήνει μόνο μία οδό διαφυγής. Τη νομιμοποίηση της περιθωριοποίησής του.
Διαμορφώνεται σιγά σιγά μια κατάσταση όπου η σχέση του εφήβου με τον εαυτό του και με τους άλλους είναι βιώσιμη μόνο στο βαθμό που διαμεσολαβείται από πράξεις βίας, από παραβάσεις, από τα ναρκωτικά.
Η περιθωριοποιημένη ομάδα ενισχύει τους ρόλους που οδηγούν στη διαμόρφωση της ταυτότητάς τους και καθορίζονται έτσι οι όροι του λεγόμενου κοινωνικού αποκλεισμού. Αυτός ο αποκλεισμός, στην ουσία, έχει ταξικά χαρακτηριστικά. Ο όρος «κοινωνικός» έντεχνα επιχειρεί να τα αποκρύψει και έχει ήδη νομιμοποιηθεί από την κυρίαρχη ιδεολογία.
Μέσα από μια διαρκή πλύση εγκεφάλου επιχειρείται να πειστεί ο εργαζόμενος άνθρωπος ότι ολόκληρες ομάδες ανθρώπων, που υφίστανται την κοινωνική και οικονομική κρίση του συστήματος, «παρεκκλίνουν» και παρεκκλίνοντας από την κυρίαρχη κοινωνική νόρμα γίνονται επικίνδυνα τα μέλη αυτών των ομάδων για την κοινωνία. Επί της ουσίας πρόκειται για την «ιατρικοποίηση» και την ψυχολογικοποίηση των ανθρώπινων συμπεριφορών που με ιατρικούς και ψυχολογικούς όρους επιχειρείται στη συνέχεια να νομιμοποιηθεί στις συνειδήσεις η «εγκληματοποίηση» όλων όσοι μπορεί να καταστούν επικίνδυνοι για το ίδιο το σύστημα.
Στην ψυχιατρική, για παράδειγμα, η ψυχική νόσος εκλαμβάνεται ως ένα σύνολο συμπτωμάτων και περιγράφεται με ταξινομητικούς πίνακες. Δεν είναι το άτομο που πάσχει και πρέπει να θεραπευτεί, είναι το σύμπτωμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Η σχέση ατόμου και κοινωνίας δέχεται ένα αποφασιστικό πλήγμα. Εδώ δε χρειάζεται ούτε θεωρία ούτε ανάλυση, χρειάζεται απλώς παρατήρηση και ταξινόμηση. Δε χρειάζεται πολυπαραγοντική και πολυαιτιακή προσέγγιση, χρειάζεται μονοαιτιακή προσέγγιση και αιτιακή συνέχεια αντί για αιτιακή ασυνέχεια. Στα πλαίσια του ιδεαλισμού η κρίση στη σχέση φιλοσοφίας και επιστήμης οδηγεί στην περιχαράκωση των επιστημών, στην υπαγωγή του γενικού στο ειδικό.
Η ιατρικοποίηση κοινωνικών φαινομένων και συμπεριφορών οδηγεί σε απόψεις όπως αυτές που θεωρούν την εξάρτηση, για παράδειγμα, ως «χρόνια υποτροπιάζουσα νόσο», που μιλούν για «γονίδια», για τη βιοχημεία του εγκεφάλου, που θεωρούν ότι τα παιδιά με «αντικοινωνική» συμπεριφορά γεννιούνται εγκληματίες.
Σε αυτά τα πλαίσια δεν υπάρχει πλέον καμία σχέση ανάμεσα στο σύμπτωμα και την πραγματικότητα της ζωής του πάσχοντος. Ο πάσχων ταυτίζεται με τη διάγνωση. Καμία άλλη μεταβλητή πέραν της διάγνωσης δε λαμβάνεται υπόψη. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι ακολουθεί η φαρμακευτική αγωγή και σύμφωνα με κάποιους η φαρμακολογικοποίηση της ύπαρξης.
Έτσι η επιστήμη γίνεται εργαλείο ομαλοποίησης κοινωνικών συμπεριφορών και κοινωνικού ελέγχου. Γίνεται ακόμη άλλοθι για την ποινικοποίηση κοινωνικών συμπεριφορών. Το νέο παιδί που σκοτώθηκε στις διαδηλώσεις της Γένοβα είχε χαρακτηριστεί ως έχων αντικοινωνική συμπεριφορά και συμπεριφορές επαιτείας. Ο 15χρονος Αλέξης υποστηρίχτηκε ότι είχε «αποκλίνουσες» συμπεριφορές. Αύριο, όσοι συμμετέχουν στο οργανωμένο μαζικό, λαϊκό και νεολαιίστικο κίνημα, εύκολα μπορεί να κατηγορηθούν ότι έχουν αντικοινωνικές και επιθετικές συμπεριφορές. Αυτός είναι και ο στόχος.
Τι όμως σημαίνει αποκλίνουσα συμπεριφορά; Η ερμηνεία των κοινωνικών συμπεριφορών, ακόμη και των διαταραχών που αναφέρονται στην ψυχοπαθολογία, είναι το αποτέλεσμα της κουλτούρας και των αξιών της δοσμένης καπιταλιστικής κοινωνίας και των εκάστοτε κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών συσχετισμών της.
Εξετάζοντας, αναλύοντας, ερμηνεύοντας και «θεραπεύοντας» – στα πλαίσια της ιατροκεντρικής κουλτούρας – κοινωνικές συμπεριφορές, ψυχολογικές, πολιτισμικές διαταραχές, μπορεί να είναι μια πράξη επιβολής, άσκησης εξουσίας και ψυχολογικής τρομοκρατίας.
Μέσα από την «ιατρικοποίηση» των συμπεριφορών ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, δημιουργούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη γενίκευση της άσκησης ελέγχου και την εξουδετέρωση κάθε στοιχείου που θέτει σε αμφισβήτηση την καθεστηκυία καπιταλιστική τάξη πραγμάτων.
Ομαλοποίηση κοινωνικών συμπεριφορών
Ομαλοποιώ τις κοινωνικές συμπεριφορές σημαίνει με δυο λόγια πως τις διευθετώ σύμφωνα με τις ισχύουσες κοινωνικές νόρμες.Οι προσπάθειες για ομαλοποίηση των κοινωνικών συμπεριφορών αποβλέπουν στον έλεγχο της ζωής της κοινωνίας. Επί της ουσίας, οι ανάγκες του κεφαλαίου καθορίζουν τους κώδικες και τις νόρμες ώστε όσοι το αμφισβητούν να τους ενσωματώνει.
Ένα απλό παράδειγμα διαδικασιών ομαλοποίησης κοινωνικών συμπεριφορών είναι τα κάθε είδους γκάλοπ ή οι μετρήσεις της τηλεθέασης των άλφα ή βήτα τηλεοπτικών σκουπιδιών.
Κατά τη γνώμη μου, η προσέγγιση των κοινωνικών συμπεριφορών και των κοινωνικών φαινομένων πρέπει να γίνεται μέσα από μία πολυπαραγοντική και πολυαιτιακή θεώρηση. Αυτό σημαίνει πως οι προσπάθειες αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων οδηγούν στην ανατροπή των αιτιών που τα παράγουν και τα αναπαράγουν. Ουσιαστική αντιμετώπιση πολλών κοινωνικών προβλημάτων που κυρίως οι νέοι αντιμετωπίζουν είναι η υιοθέτηση ενός άλλου τρόπου ζωής, η ρήξη με τις ισχύουσες κοινωνικές νόρμες, η οργανωμένη αντίσταση και πάλη. Η αναγωγή των κοινωνικών συμπεριφορών, ιδιαίτερα των νέων από τα λαϊκά στρώματα που αγωνίζονται για τα προβλήματά τους, σε «αποκλίνουσες» συμπεριφορές, η σύνδεση αυτών των συμπεριφορών με την ψυχοπαθολογία, οι πολιτικές διαχείρισης της ζωής των νέων στοχεύουν στην αποφυγή των παραπάνω.
Με αυτόν τον τρόπο επιχειρείται να διασφαλιστούν οι ανάγκες, οι αξίες και οι αρχές ενός συστήματος που βασίζεται στη λογική του κέρδους και στην εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου πόνου, αποφεύγοντας την κριτική, την αμφισβήτηση και το αντιπάλεμα της πολιτικής και της εξουσίας του συστήματος και απενοχοποιώντας την κυρίαρχη τάξη και την καπιταλιστική κοινωνία.
Άσκηση κοινωνικού ελέγχου
Με τη δημιουργία περιθωριακών ομάδων (τοξικομανείς, κλπ.) και το χαρακτηρισμό τους με όρους ιατρικούς και ψυχολογικούς εξασφαλίζεται ένας τρόπος ζωής που χειραγωγείται εύκολα. Οι πολιτικές διαχείρισης αυτών των ομάδων αποκτούν χαρακτηριστικά άσκησης κοινωνικού ελέγχου. Πράγματι, ο χαρακτηρισμός της τοξικομανίας ως «χρόνιας υποτροπιάζουσας νόσου», των παιδιών που δυσφορώντας μέσα σε μία απάνθρωπη κοινωνία αρνούνται να προσαρμοστούν ως «αποκλινουσών» προσωπικοτήτων, των «παραβατικών» παιδιών ως γεννημένων «εγκληματιών» οδηγεί στο στίγμα και στον αποκλεισμό.Έτσι, εξουδετερώνονται μεγάλες μάζες ανθρώπων, νέων ανθρώπων ιδιαίτερα, που δυνάμει είναι απειλή για την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων. Ο στιγματισμός είναι από μόνος του μια πράξη βίας. Η αποδοχή γενικά των χαρακτηριστικών μιας ομάδας που ανήκει κάποιος νέος (π.χ., τοξικομανών) είναι ουσιαστικά αποδοχή του στίγματος και της κοινωνικής βίας που αυτό εμπεριέχει. Ο στιγματισμός των νέων γενεών ως γενιών των 700 ευρώ, χαμένων γενιών, γενιών του καναπέ κλπ. οδηγεί σε συναισθήματα ανασφάλειας, απαισιοδοξίας, ντροπής, ενοχής, ανημποριάς, φόβου.
Μέσα σε αυτή την κατάσταση ένας νέος άνθρωπος, έχοντας ελλιπή κοινωνική εμπειρία, μπορεί και να οδηγηθεί να ταυτίζεται με τη βία που υφίσταται και γίνεται ο ίδιος βίαιος, εκρηκτικός, καταστροφικός, αυτοκαταστροφικός.
Ένας νέος άνθρωπος, ο οποίος αισθάνεται ανεπιθύμητος, επικίνδυνος, βάρος, χαμένος, ωθείται να εγκλωβιστεί στα ατομικά του συναισθήματα και στη μοναξιά του. Κάποιες φορές μπορεί να εκφράσει αυτά τα συναισθήματα ως μόδα και ως ένα δήθεν τρόπο ζωής των «emo» και των «trendy». Άλλες φορές θα του επιτραπεί να εκφράσει αυτά τα συναισθήματα ως οργή, θυμό, καταστροφή και αυτοκαταστροφή, χαμένος μέσα σε μία κουκούλα που προσδιορίζει τα στενά όρια του ατόμου που χάνεται στην ανωνυμία του. Σε κάθε όμως περίπτωση θα εμποδίζονται οι νέοι να γίνουν ενεργά πολιτικά υποκείμενα, να ενώσουν το εγώ τους στη μεγάλη συλλογική υπόθεση, για μια καλύτερη, πιο δίκαιη κοινωνία.
Όμως, οι καλύτερες συνθήκες ζωής δε χαρίζονται, κατακτιούνται μέσα από οργανωμένους συλλογικούς αγώνες. Οι συνειδητοί οργανωμένοι αγώνες δεν μπορούν να ελεγχθούν από κανένα μηχανισμό του κράτους. Σε αυτούς τους αγώνες, αυτοί που αγωνίζονται κοιτάνε κατάματα το μέλλον, στηρίζονται στον σύντροφο που βρίσκεται δίπλα τους και τον ξέρουν καλά, κρατάνε γερά το πόστο τους και δεν κρύβονται πίσω από κουκούλες και προβοκάτσιες.
Πηγή Ημεροδρόμος
Ριζοσπάστης Πέμπτη 1 Γενάρη 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου