Ποτέ δε μου'χε πει τέτοιο πράγμα - να πάω να τον πάρω από το αεροδρόμιο. " Και πού θα ξέρω παιδί μου, πότε θα' ρθεις;" τον ρώτησα. " Θα σου τηλεγραφήσω", μου απάντησε. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν ξέρω γιατί μου' κανε αυτή την κουβέντα. Λες να προαισθανόταν το τέλος του και ζητούσε, σαν παιδί, να πάρει κουράγιο, με τη σκέψη πως θα γυρίσει και θα τον περιμένω, εγώ, ο πατέρας του, στο αεροδρόμιο;"
Ο Μάνος διανυκτέρευσε στο σπίτι της Μάρως και της Μυρσίνης. Το πρωί της επομένης, κι ενώ τον περίμενε στο αυτοκίνητο για να τον πάρει στο αεροδρόμιο, ο Παγωμένος, ο Λοΐζος, κατεβαίνοντας μαζί με τη Μάρω, με το ασανσέρ, έγειρε το κεφάλι του στον ώμο της και της εξομολογήθηκε: " Μάρω, φοβάμαι, πως αυτό το ταξίδι στη Μόσχα, θα' ναι το τελευταίο. Φοβάμαι, πως δε θα ξαναγυρίσω..."
Ήταν η κατάρρευση. Γιατί, ως τότε και από παιδί, ο Μάνος, όπως θα μου πει ο παιδικός του φίλος Φώτης Κωνσταντινίδης, " έμπαινε, συνεχώς, σ' ένα δικό του πλανήτη. Σ' ένα δικό του κόσμο. Παρατηρούσα, πως συχνά, βρισκόταν σε μια κατάσταση μέθης. Και καλλιεργούσε την ιδέα ότι ήταν αθάνατος. Ότι μπορούσε να κάνει οποιαδήποτε κατάχρηση, να μπει σε οποιαδήποτε συγκινησιακή περιπέτεια και να βγει χωρίς απώλειες. Ναι. Καλλιέργούσε την ιδέα ότι ήταν αθάνατος".
Μένω σ' αυτό το τελευταίο: " Καλλιεργούσε την ιδέα ότι ήταν αθάνατος". Και ρωτάω: "
Πέθανε ο Μάνος Λοίζος;"
Λευτέρη Παπαδόπουλου , Μάνος Λοΐζος, Κάκτος, Αθήνα 1983, 2η έκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου