Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

«Όταν η βαρυχειμωνιά μου πάγωνε τα χέρια, στον ουρανό τα σήκωνα να ζεσταθούν στ’ αστέρια…»



 

Τέλη δεκαετίας του ’80, ο ενθουσιασμός και η δύναμη της νιότης έκαναν κάθε όνειρο να μοιάζει απτό. Η καθημερινότητα, σκληρή και αδυσώπητη όπως πάντα, δεν έδειχνε να νοιάζεται για τα όνειρα και τα σχέδια δυο νέων που στις τσέπες τους έβρισκε κανείς περισσή ζεστασιά και λιγοστές δραχμές. Ένα χειμωνιάτικο Σαββατόβραδο, πιασμένοι σφιχτά χέρι με χέρι, περιδιαβαίνοντας τα σοκάκια της Πλάκας, πίσω από τη λάμψη των μεγάλων μαγαζιών και των λουσμένων στο φως βιτρίνων, έφτασαν μπροστά σε μια  ξύλινη πόρτα με τζάμι, ενός παμπάλαιου σπιτιού που έμοιαζε με  ξεπεσμένο αρχοντικό. Πάνω από την πόρτα κρεμόταν μια επίσης ξύλινη, ταπεινή επιγραφή. Κάποιο ταλαντούχο χέρι είχε γράψει πάνω σ’ ένα κομμάτι ξύλου με καλλιγραφικά γράμματα:  Απανεμιά
Τον Γιώργο  Ζωγράφο τον είχα ακούσει στο ραδιόφωνο, μαθητής στην τελευταία τάξη του Δημοτικού, σ’ ένα τραγούδι που μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση. Θυμάμαι ακόμα, αν και πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, τι ένοιωσα ακούγοντας τους στίχους: «Όταν η βαρυχειμωνιά μου πάγωνε τα χέρια, στον ουρανό τα σήκωνα, να ζεσταθούν στ’ αστέρια». Κάθε φορά που τους ακούω, νοιώθω ακριβώς το ίδιο. Μεγάλη εντύπωση μου έκανε επίσης το πάθος με το οποίο τραγουδούσε. Από τότε με γοήτευαν οι παθιασμένοι άνθρωποι.
Οι δυο νέοι πέρασαν το κατώφλι του παλιού σπιτιού και βρέθηκαν σε μια, όχι μεγάλη, στενόμακρη αίθουσα. Στο κέντρο της μια μικροσκοπική σκηνή ξεχώριζε από το ξύλινο πάτωμα. Ένα επιβλητικό μαύρο πιάνο και δυο κιθάρες ακουμπούσαν σ’ ένα τοίχο όπου δέσποζε το πορτρέτο του Τσε Γκεβάρα και που όπως και οι άλλοι τρεις τοίχοι της αίθουσας καλύπτονταν από δεκάδες κάδρα με αφίσες και φωτογραφίες συγγραφέων, ποιητών, συνθετών,που σ’ έκαναν να νοιώθεις πως έχουν καρφωμένα τα μάτια τους πάνω σου, σε όποιο σημείο και αν είχες διαλέξει να καθίσεις. Πουθενά δεν έβλεπες καλώδια, ενισχυτές, μεγάφωνα, γιατί απλά δεν υπήρχαν. Γύρω από τη σκηνή απλώνονταν σαν κερκίδες αρχαίου θεάτρου δεκάδες μικρού μεγέθους καρέκλες από ξύλο και πλεχτό κορδόνι, σχεδόν κολλημένες μεταξύ τους και λίγα διάσπαρτα τραπεζάκια, που είχαν στο κέντρο τους ένα μικροσκοπικό ανθοδοχείο με φρέσκα λουλούδια κι ένα αναμμένο κερί. Ο χαμηλός φωτισμός της αίθουσας και οι παλλόμενες φλόγες των κεριών  δημιουργούσαν ένα υποβλητικό σκηνικό, που προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε. Είχαμε μπει και πάρει τις θέσεις μας στην «Απανεμιά», την ιστορική, θρυλική μπουάτ της Πλάκας και σε λίγο, χωρίς μέχρι τότε να το υποψιαζόμαστε, θα ζούσαμε στιγμές από αυτές που δεν ζει κανείς πολλές φορές στη ζωή του.
Στριμωχτήκαμε ανάμεσα σε πολλούς άγνωστους μέχρι εκείνη την ώρα, «πρωτάρηδες» σαν εμάς, μυημένους, άντρες και γυναίκες, στην πλειοψηφία τους νέοι σαν κι εμάς, που κάπνιζαν και έπιναν, συζητούσαν, γελούσαν ή περίμεναν σιωπηλοί, όπως εμείς, τη στιγμή που θα χαμήλωναν τα φώτα και θα πέταγαν ανάμεσά μας οι πρώτες νότες του πιάνου.

Ο Γιώργος Ζωγράφος το 1988-89 στην μπουάτ Απανεμιά, στην Πλάκα. Την φωτογραφία τράβηξε ο κ. Μιχάλης Γαλανάκης και την βρήκα στο ιστολόγιό του Mediavox Blog
Αν άπλωνα το χέρι μου μπορούσα να τον αγγίξω. Όποιος άπλωνε το χέρι του από κάθε σημείο της αίθουσας αισθανόταν ότι άγγιζε τον Γιώργο Ζωγράφο. Αυτός μας είχε ήδη «αγγίξει», από τα πρώτα δευτερόλεπτα που βγήκε στη σκηνή. Δεν στεκόταν ποτέ στο ίδιο σημείο. Είχε μια ενέργεια ξεσηκωτική όταν τραγουδούσε «σώπα όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες» του Μίκη Θεοδωράκη ή μας διηγιόταν την ιστορία του «Ιρλανδού με τον Ιουδαίο» του Μάνου Χατζιδάκι. Σκορπούσε ρίγη συγκίνησης όταν μνημόνευε με οργισμένη τρυφερότητα τις «κοπέλες του Άουσβιτς και του Νταχάου» και κείνη την αγάπη που χάθηκε, «με το καθημερνό της φόρεμα κι ένα χτενάκι στα μαλλιά», του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Μας ταξίδευε μακριά με τα χέρια σηκωμένα ψηλά κι ανοιχτά σα γιγάντια απλωμένα φτερά «πέρα από τη θάλασσα» του Γιάννη Μαρκόπουλου και μας «διηύθυνε» σαν χορωδία στο «άκρη δεν έχει ο ουρανός» του Νότη Μαυρουδή. Μας επανέφερε προς στιγμή στη γη, όταν, ιδρωμένος, ακουμπούσε μελαγχολικά στο πιάνο και τότε νότες και ανάσες πάσχιζαν να «χωρέσουν τ’ όνειρο» του Λεοντή. Όμως για λίγο – χωράνε τα όνειρα στη γη; Περιδιάβαινε τραγουδώντας τα στενά διαδρομάκια που σχημάτιζαν οι καρέκλες, μας έπιανε έναν έναν το χέρι, μας άγγιζε, μας χάιδευε το πρόσωπο, μας αγκάλιαζε φέροντας το δικό του πρόσωπο δίπλα στο δικό μας, για να τραγουδήσουμε μαζί. Μπερδεύονταν οι ανάσες μας, οι στάλες από τον ιδρώτα μας δεν ξεχώριζαν, το ίδιο κι οι χτύποι της καρδιάς μας. Το αίμα χόχλαζε στις αρτηρίες χτυπώντας με δύναμη τα φύλλα της καρδιάς, έτσι που νόμιζες πως από στιγμή σε στιγμή θα σπάσουν. Ποιος νοιαζόταν… Ο Γιώργος Ζωγράφος μας έκανε να νιώθουμε σαν μικροί θεοί, που κατέβηκαν μια βραδιά  στη γη και μπήκαν στην «Απανεμιά» για να ζήσουν πώς ενώνονται οι άνθρωποι. Και δεν υπήρχε ούτε ένας να θέλει να γυρίσει πίσω…
Θέλαμε να μη τελειώσει αυτό που ζούσαμε εκείνη τη νύχτα. Κι όταν ήρθε η ώρα που τα φώτα άναψαν και αποκαμωμένοι γύραμε, ο ένας στο πλευρό του διπλανού του, μας πήρε κάμποσο για ν’ αποδεχτούμε πως έφτασε το τέλος, πως δεν υπάρχουν στ’ αλήθεια θεοί στη γη και πως αν υπάρχουν, σίγουρα εκείνη τη νύχτα ζήλεψαν τους θνητούς που γέμισαν την Απανεμιά.
Με αυτές τις σκέψεις, μαζεύοντας ένα ένα τα κομμάτια της ψυχής που ο καθένας είχε προσφέρει ρεφενέ στους υπόλοιπους, κινήσαμε προς την έξοδο. Ο Γιώργος Ζωγράφος, ο τραγουδιστής, ο φίλος, ο σύντροφος ταξιδευτής, καπετάνιος και συνοδοιπόρος, μπροστά στην πόρτα μάς αποχαιρετούσε έναν έναν, και μας ασπαζόταν, συμβουλεύοντάς μας σαν μάνα, πατέρας, μεγάλος αδελφός, να μη κρυώσουμε και να προσέχουμε στο δρόμο. Τον ευχαριστήσαμε απ’ τα βάθη της καρδιάς μας κι είπαμε πως θα ξανανταμώσουμε.
Εξουθενωμένοι και αγκαλιασμένοι, οι δυο νέοι πήραν με τα πόδια το μακρύ δρόμο της επιστροφής. Άγνωστο πόσες φορές τραγούδησαν μες στο παγωμένο ψιλόβροχο το «μικρό παιδί», μέχρι που έφτασαν ξημέρωμα στην πλατεία Βάθη. Οι εργάτες, άλλοι κλείνοντας τις ομπρέλες τους κι άλλοι σκυφτοί, χωμένοι στο γιακά του πανωφοριού τους, ανέβαιναν βιαστικά τα σκαλοπάτια του πρώτου αστικού λεωφορείου της γραμμής, που έβαζε μπρος για δυτικά. Στριμώχτηκαν κι οι δυο νέοι ανάμεσά τους, όρθιοι, μουσκεμένοι απ’ τον ιδρώτα και τη βροχή, τραγουδώντας ψιθυριστά «άκρη δεν έχει ο ουρανός», όπως λίγο νωρίτερα με τον Γιώργο Ζωγράφο, στην μπουάτ «Απανεμιά», στην Πλάκα.
***
Η υπόσχεση να ξανανταμώσουμε, για διάφορους λόγους δεν κρατήθηκε. Και η είδηση ήρθε σα δηλητηριασμένο βέλος να τρυπήσει την καρδιά. Στις 12 του Αυγούστου 2005, ο Γιώργος Ζωγράφος βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του, σχεδόν δεκαπέντε μέρες μετά τον θάνατό του… Έφυγε από τη ζωή μόνος όπως έζησε για χρόνια, παραμερισμένος και βυθισμένος στα προβλήματα, περιμένοντας την τιμητική σύνταξη που όλοι οι κατά καιρούς «φιλεύσπλαχνοι» ιθύνοντες του υπόσχονταν, αλλά δεν του έδωσαν.
Ο σημαντικός αυτός καλλιτέχνης που ζέσταινε τις καρδιές των ανθρώπων με τα τραγούδια του, προδόθηκε από τη δική του καρδιά. Πρωτύτερα, εκείνος που τραγούδησε την αγάπη, και τους πόθους και τα όνειρα για μια δίκαιη και ανθρώπινη κοινωνία, είχε προδοθεί από την κοινωνία της απατηλής λάμψης, της απανθρωπιάς και της αποξένωσης.
Δεν θα προδοθεί όμως ποτέ από όσους τον γνώρισαν μέσα από τα τραγούδια του, από αυτούς που είχαν την τύχη να τον συναντήσουν στην Απανεμιά, κι από εκείνους τους δυο νέους που μεγάλωσαν πια μα κρατούν ζωντανή, στη μνήμη και την καρδιά, την πολύτιμη ανάμνησή του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου