Φωτό αρχείου
Μπροστά στο «φόρουμ της ΔΕΘ» και τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού στις 12 Σεπτέμβρη, πυκνώνουν οι «τροχιοδεικτικές βολές» κυβερνητικών στελεχών κατά των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων και διαμορφώνεται το αναγκαίο υπόβαθρο για τον επόμενο γύρο της αντεργατικής και αντιλαϊκής επίθεσης.
Καθόλου τυχαία, μάλιστα, η κυβερνητική προπαγάνδα στοχεύει το «ενδιαφέρον» της στη νέα γενιά, στους νέους εργαζόμενους και ανέργους, τους οποίους η πολιτική της καταδικάζει σε ακόμα χειρότερους όρους ζωής, δουλειάς και ασφάλισης, ακόμα κι από τους πατεράδες ή τους παππούδες τους.
«Σταματάμε να παίρνουμε τα λεφτά των νέων και να τα δίνουμε στους ηλικιωμένους», δήλωνε για παράδειγμα πριν από λίγες μέρες ο επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, Αλ. Πατέλης.
Πρόκειται για τις γνωστές αθλιότητες, με τις οποίες οι σημερινοί συνταξιούχοι εμφανίζονται να ζουν σε βάρος τάχα των νέων εργαζομένων, λες και οι προηγούμενες γενιές δεν πλήρωσαν με τον ιδρώτα και το αίμα τους τα ασφαλιστικά ταμεία!
Ο πρωθυπουργικός σύμβουλος βέβαια δεν πρωτοτυπεί. Και άλλοι πριν απ' αυτόν είχαν διαπρέψει στην άθλια προπαγάνδα του «κοινωνικού αυτοματισμού», για να στρέψουν τους εργαζόμενους ενάντια στους συνταξιούχους, τους νέους ασφαλισμένους ενάντια στους παλιούς κ.ο.κ.
Τι κρύβεται όμως πίσω από την απαράδεκτη αυτή προπαγάνδα; Το σχέδιο της κυβέρνησης για την παράδοση των επικουρικών στα χέρια των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών, στον τζόγο του χρηματιστηρίου και των επενδύσεων για τα κέρδη τους, ενώ διαφημίζουν ως «ευκαιρία» και «διέξοδο» την ιδιωτική ασφάλιση, που θα συμπληρώνει τις πενιχρές παροχές Υγείας και τα ψίχουλα της «βασικής σύνταξης» που θα εγγυάται το κράτος!
Το σχέδιο αυτό αποτελεί συνέχεια και εμβάθυνση της ιδιωτικοποίησης των επικουρικών συντάξεων, η οποία άρχισε τουλάχιστον από το 2012 και εφαρμόστηκε με συνέπεια από όλες τις κυβερνήσεις.
Επομένως, ούτε το ΚΙΝΑΛ ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να εμφανίζονται σήμερα ως θεματοφύλακες των ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον νόμο Κατρούγκαλου, νομιμοποίησε όλες τις προηγούμενες περικοπές των ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και έβαλε τη σφραγίδα του στην πορεία μετατροπής της ασφάλισης σε ατομική υπόθεση και ευθύνη.
Είναι προκλητικό, λοιπόν, αυτά τα κόμματα και οι κυβερνήσεις να επικαλούνται τα «δικαιώματα των νέων», όταν με τους νόμους τους καταδικάζουν τη νέα γενιά στην ανεργία ή σε μισθούς 300 - 400 ευρώ, σε «ευέλικτες» και προσωρινές μορφές απασχόλησης, που αφορούν πλέον τις έξι στις δέκα νέες θέσεις εργασίας, σε δουλειά χωρίς καμία ασφάλιση και προστασία, έρμαιο στην εργοδοτική αυθαιρεσία και στην πιο σκληρή εκμετάλλευση.
Αξιοποιώντας τώρα την πανδημία και τη νέα οικονομική κρίση, η κυβέρνηση της ΝΔ διαμορφώνει μια νέα, εντελώς διαφορετική και χειρότερη πραγματικότητα, κυρίως για τους νέους εργαζόμενους.
Δεν είναι μόνο ότι αποκτούν μονιμότητα όλα τα αντεργατικά μέτρα που θεσπίστηκαν για τη διαχείριση της πανδημίας, όπως η επέκταση του καθεστώτος των αναστολών, το πρόγραμμα «Συν-Εργασία», η προσαρμογή των ωραρίων που οδήγησαν σε μαζική υποαπασχόληση και μείωση του εργατικού εισοδήματος σε χιλιάδες εργαζόμενους.
Η κυβέρνηση διευρύνει ακόμα το πλαίσιο στήριξης της εργοδοσίας με νέες παρεμβάσεις, που κάνουν για παράδειγμα ακόμα φθηνότερες τις υπερωρίες, διευκολύνουν τη «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας προς όφελος των εργοδοτών, τους εξασφαλίζουν περισσότερη τζάμπα εργασία, ακόμα κι από εργαζόμενους που αναγκάστηκαν να μείνουν σε καραντίνα λόγω κορονοϊού!
Όλα αυτά τα μέτρα ήρθαν για να μείνουν. Αποτελούν «μεταρρυθμίσεις» που φουσκώνουν το «φάκελο» της κυβέρνησης, για να διεκδικήσει με μεγαλύτερες αξιώσεις τα κονδύλια του «Ταμείου Ανάκαμψης», προς όφελος των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.
Με τους νόμους και τους σχεδιασμούς της, η «επόμενη μέρα» στην αγορά εργασίας, κυρίως για τους νέους, θα είναι εφιαλτική.
Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις δεν επιτρέπεται καμία ανοχή, δεν υπάρχει χρόνος για καθυστερήσεις. Η προστασία της υγείας και των δικαιωμάτων του λαού, η οργάνωση της πάλης για τη διεκδίκηση σύγχρονων όρων δουλειάς, ασφάλισης και αμοιβής, δεν μπορεί να περιμένει.
Αυτό ακριβώς το μήνυμα στέλνει και η κινητοποίηση των συνδικάτων της Θεσσαλονίκης στις 12 Σεπτέμβρη με αφορμή το «φόρουμ της ΔΕΘ», δίνοντας μια πρώτη αγωνιστική απάντηση σε κυβέρνηση και εργοδοσία ότι στα αντεργατικά και αντιασφαλιστικά τους σχέδια, λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο!
Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύεται από την στήλη «Η Άποψή μας» του Ριζοσπάστη της Τετάρτης 2 Σεπτέμβρη 2020.
902gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου