Μια «εποικοδομητική» συζήτηση έγινε ξανά την Τρίτη στη Βουλή, ανάμεσα στην κυβέρνηση της ΝΔ, τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΙΝΑΛ και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, με βάση την παρουσίαση του «Σχεδίου Ανάκαμψης» του κεφαλαίου.
Η «ηχώ» του ενός και του άλλου είναι αποκαλυπτική για το «κοινό σχέδιο» που υπηρετούν, σε βάρος των λαϊκών αναγκών:
Η κυβέρνηση έλεγε πως «αιτία όλων των προβλημάτων είναι το επενδυτικό κενό (...) αν δεν λύσουμε αυτό το πρόβλημα κανένα άλλο πρόβλημα, ανεργία, μισθοί, εισοδήματα (...) δεν μπορεί να λυθεί» και παρουσίαζε ως προϋποθέσεις για να κλείσει τη «μείωση φορολόγησης εργασίας του κεφαλαίου», το μικρότερο κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις, την «άρση των έμμεσων εμποδίων των επενδύσεων».
Τι ανταπαντούσε ο ΣΥΡΙΖΑ; «Να τα πει αλλού» αυτά η κυβέρνηση, γιατί μόνο επί της δικής του κυβέρνησης μειώθηκε το «επενδυτικό κενό», αφού «βγήκε απ' τα μνημόνια» - εφαρμόζοντας ένα τρίτο μνημόνιο και τους δεκάδες αντιλαϊκούς νόμους των προηγούμενων - «ρύθμισε το χρέος» - στέλνοντας τον λογαριασμό στον λαό - και «επιστρέψαμε σε αναπτυξιακούς ρυθμούς», με βάση το αντεργατικό οπλοστάσιο και τα προνόμια στους επιχειρηματικούς ομίλους.
Εν ολίγοις, και οι δυο «πιστοποιούσαν» ότι τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων και τα συμφέροντα του λαού πάνε μαζί. Οτι υπάρχει κάποιο σχέδιο που μπορεί και το «επενδυτικό κενό» να καλύπτει και τις ανάγκες των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων. Απλώς χρειάζεται μια ...«δικαιότερη» μοιρασιά.
Από την άλλη, όμως, «ανάμεσα στις γραμμές» «ομολογούσαν» το ακριβώς αντίθετο, αυτό που οι εργαζόμενοι ξέρουν καλά από την πείρα τους: Οτι οι «πολλές επενδύσεις» για τις οποίες μιλάνε, χτίζονται μόνο με παραπέρα ένταση της εκμετάλλευσης, όπως δείχνει και το παράδειγμα των «ανατροπών του αιώνα» που φέρνει η κυβέρνηση στα Εργασιακά ως το «πρώτο άρθρο» του «Σχεδίου Ανάκαμψης» και που αποτελεί συνέχεια του έργου όλων των προηγούμενων.
Οτι έχουν «προϋπόθεση» το φτηνό χρήμα στο κεφάλαιο, που - καθώς «δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα» - σημαίνει νέα βάρη στον λαό, με τη φοροληστεία, τις νέες περικοπές κοινωνικών δαπανών, το «κυνήγι» σε επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους.
Οτι για να «επενδύσουν» οι επιχειρηματικοί όμιλοι, θέλουν εγγυημένη κερδοφορία, κι αυτό σημαίνει προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που τσακίζουν τις λαϊκές ανάγκες από το περιβάλλον έως τη Δικαιοσύνη. Οτι ο λαός μέσα σε αυτό το πλαίσιο καλείται να διαλέξει τι θα χάσει...
Τι άλλο έλεγε η κυβέρνηση; Οτι με το σχέδιό της και με τον πακτωλό που θα πάει στο κεφάλαιο, «κινητοποιεί τις μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις» και ταυτόχρονα «ενισχύει τις υποδομές» σε τομείς όπως η Υγεία, «που μπορεί να πολλαπλασιαστεί αν χρησιμοποιήσουμε και το εργαλείο των ΣΔΙΤ».
Τι ανταπαντούσε ο... παρτενέρ; Οτι «δεν θέλετε να κινητοποιήσετε εκτός από τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα», ότι η κυβέρνηση «έχει χάσει επεισόδια», αφού «όλος ο ανεπτυγμένος κόσμος συζητά πλέον (...) για τον αναβαθμισμένο ρόλο των δημόσιων επενδύσεων» και ότι «δεν αντιμετωπίζετε τον κοινωνικό τομέα ως αναπτυξιακό».
Και οι δυο ομονοούσαν ότι το αστικό κράτος πρέπει «να πάρει πάνω του» το άνοιγμα των νέων πεδίων κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Τι έκρυβαν; Οτι και αυτόν τον λογαριασμό θα τον πληρώσει ο λαός, είτε ματώνοντας για τα μεγάλα κρατικά χρέη, είτε πληρώνοντας πιο ακριβά για υποδομές (π.χ. Ενέργειας, Μεταφορών) που αφορούν τις ανάγκες του.
Η κυβέρνηση έλεγε ότι «κλειδί» δεν είναι μόνο ένα καλό σχέδιο, αλλά πώς θα εφαρμοστεί αυτό, και ότι βασικό είναι να επικρατήσουν «ηρεμία» και «μέτρο» από την αντιπολίτευση, ζητώντας συναίνεση.
Και ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ έλεγε πως «δεν χρειάζεται να το πει αυτό, γιατί πάντα ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σοβαρή στάση» και «αναρωτιόταν» αν «θεωρείτε ότι η έλλειψη διαβούλευσης θα βοηθήσει στην εφαρμογή», θυμίζοντας πως ως κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ «γι' αυτό ακριβώς έκανε 16 περιφερειακά συνέδρια», για να καλλιεργήσει την αυταπάτη του «δημοκρατικού σχεδιασμού».
Τα πινγκ πονγκ της συναίνεσης είναι βεβαίως λογικό αποτέλεσμα της όλης συζήτησης γύρω από το σχέδιο ανάπτυξης. Μόνο που το ζήτημα δεν είναι αυτό. Το ζήτημα και για τους δύο είναι πώς θα στοιχηθεί ο λαός πίσω από τους αντιλαϊκούς σχεδιασμούς και πάνω σ' αυτό διαφωνούν για το μείγμα καρότου και μαστιγίου, που είναι αναγκαίο για να επιτευχθεί.
Οι «εποικοδομητικές» προτάσεις τους και οι επιμέρους διαφωνίες τους είναι στο ίδιο γήπεδο, αυτό που ορίζουν τα συμφέροντα του κεφαλαίου, εκεί που παίζουν τον λαό «μονότερμα». «Εκτός πλαισίου» είναι που πρέπει να προσανατολιστεί ο λαός. Μόνο η δική του οργάνωση, η αντεπίθεσή του απέναντι στη στρατηγική της αστικής τάξης μπορεί να φέρει στο επίκεντρο εκείνο που με την εξαίρεση των βουλευτών του ΚΚΕ «έλειπε» από τη συζήτηση: Τις λαϊκές ανάγκες και την ικανοποίησή τους.
Αναδημοσίευση από τη στήλη «Η Άποψή μας» του «Ριζοσπάστη», Πέμπτη 8 Απρίλη 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου