Αυτό το κράτος είναι ήδη τυμπανιαίο πτώμα. Δε χρειάζεται νεκροτομή για να καταλάβουμε ότι μας αφήνει να πάμε άκλαφτοι, όσο επιτρέπουμε τον βιασμό της βούλησης και της συνείδησής μας για την αντίσταση και την ανατροπή του.
«Ουαίαιαι… υμίν υποκριτές και…», κι αυτό το ουαί μου βγαίνει απ’ τα πιο σκοτεινά βάθη του μυαλού και της ψυχής μου σαν πολεμική κραυγή. Και τη βγάζω για να μην αυτοδικήσω όποτε και όπως δε θα μπορέσω να ζέψω την οργή μου σε κείμενο. Ελπίζω κι άλλες γυναίκες πολλές, αλλά κι άλλοι άντρες πολλοί, να αισθάνονται ότι αν δεν επιδιώξουμε μια οργανωμένη αντίσταση στη φρίκη, τότε τέτοια ζητήματα κοινωνικής αποστροφής θα λύνονται μόνο στην κόλαση.
Ποιος κρατικός λειτουργός, πανάθεμά με, και για το κρατικός και για το λειτουργός, αστυνόμος, γιατρός, δικηγόρος, υπάλληλος, το άντεξε να υποδείξει, να συμβουλέψει και εντέλει να υποχρεώσει μια βιασμένη γυναίκα να περιμένει τρεις μέρες άπλυτη με την ιδρωτίλα, τη σπερματίλα, το σάλιο και την μπόχα των βιαστών της πάνω της άθικτη, ώσπου να βρεθεί ιατροδικαστής να την εξετάσει. Ποιος από σας, ποιος από μας αντέχει στην ιδέα ότι, πρωτοχρονιάτικα ή όχι αδιάφορο, κουβαλάει το κορμί του κακοποιημένο κι άπλυτο, τρώει, ουρεί και αφοδεύει τρεις μέρες άπλυτος, κάθεται σε καρέκλα ή τραπέζι, ξαπλώνει σε σεντόνι ή κουβέρτα, και ξυπνάει και κοιμάται και ξαναξυπνάει, ως ταυτόχρονα θύμα και πειστήριο του εγκλήματος σε βάρος του!!! Κι αυτό μέχρις ότου η ευνομούμενη πολιτεία, το κράτος, η δημόσια υπηρεσία, ό,τι διάολο σημαίνει η αμειβόμενη από τους φόρους και το μόχθο σου εξουσία, καταδεχθεί να ρίξει μια ματιά σ’ ένα τραύμα που δε γιάνει ίσως ποτέ.
Μ’ αυτή τη φρικτή παραπάνω εικόνα άντε να πείσεις μια κοπέλα, έναν άνθρωπο ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας κ.λπ., βιασμένο και κακοποιημένο, που ευτυχώς επέζησε και δε χρειάζεται νεκροτόμο, να περιμένει και μία, και δύο, και τρεις ατελείωτες μέρες και νύχτες, ότι δεν είναι ηλίθια/ος που έσπευσε αμέσως εις τας αρχάς, για καταγγελία και βοήθεια. Γιατί και άντε άντεξε η κοπέλα στη Θεσσαλονίκη το μαρτύριο. Πέρασαν δεκατρείς συνολικά μέρες (!) για να κληθεί να καταθέσει.
Κι εδώ αρχίζω και σκέφτομαι πόσο τελικά η άρχουσα τάξη των πάσης φύσεως βιαστών κάθε λογής ορκίζεται ότι ο χρόνος είναι χρήμα κι έχει φτιάξει το κράτος, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της ανομίας της. Αφήνει απ’ τη στιγμή της καταγγελίας ως την έναρξη της διαδικασίας ενός βιασμού όλον εκείνο το χρόνο που απαιτείται ώστε: Το θύμα να ξαναβιάζεται άπειρες φορές λόγω …αναμονής. Να μην αντέχει και να πλυθεί. Να …πλησιαστεί. Να πιεστεί. Να προγκαριστεί. Να απειληθεί. Να απομονωθεί. Να σπάσει. Να καμφθεί. Να διαπραγματευθεί. Δηλαδή να ξαναγίνει αντικείμενο βίας, και εντέλει ή να το βουλώσει ή να κόψει τιμολόγιο συμβιβασμού. Άλλωστε αυτός ο δήθεν εύλογος, της ανεπάρκειας του κράτους και των υπηρεσιών, χρόνος, προσφέρεται εκτός των άλλων και για τη συγγραφή των επικοινωνιακών σεναρίων που συνήθως είναι ανάλογα σε ένταση και αριθμό με τα έξοδα διαφημιστικής αμυντικής δαπάνης των θυτών.
Σε καμία από τις εκθέσεις, τα μέτρα και τα εθνικά σχέδια για τη βία κατά των γυναικών δεν υπάρχει πρόταση για αναδιοργάνωση ή και ξαναστήσιμο από την αρχή, εξειδικευμένων ιατροδικαστικών υπηρεσιών, πρωτίστως στα κρατικά νοσοκομεία, αλλά και σε Κέντρα Υγείας κ.λπ., ώστε να καταφεύγουν άμεσα τα θύματα και να συγκεντρώνεται όλο το υλικό που να ενθαρρύνει τα θύματα να προχωρήσουν στο κυνήγι και την τιμωρία του δράστη. Για κάτι τέτοιο απαιτείται και εκπαίδευση, και πρωτόκολλο, και υποχρέωση των πρώτων παραληπτών του θύματος, αστυνόμοι, γιατροί, δικηγόροι, να στέλνουν ή να οδηγούν το θύμα βιασμού μέσα σε λίγες ώρες εκεί που πρέπει για να εξεταστεί και πρωτίστως να ανακουφιστεί από ειδικούς από το σωματικό και ψυχικό πόνο και την οδύνη. Μα τι λέω, σκέφτομαι. Θυμάμαι πριν από τρία χρόνια, που πάλευα για την αφόρητη δυσοσμία ενός άθλιου εργοστάσιου – σφαγείου στα Λεχαινά. Εκεί ένας τριανταπεντάχρονος εργάτης δηλητηριάστηκε από την μπόχα, έπεσε στη δεξαμενή με τα σφάγια, και πέθανε. Ένα μήνα μετά χτύπησε το τηλέφωνό μου, κι ένας συγγενής της χήρας με τα δυο παιδιά με πήρε να μου πει ότι το πτώμα έκλεινε μήνα στο ψυγείο, γιατί περίμενε να κατεβεί ιατροδικαστής… Δεν ήταν Πρωτοχρονιά. Ήταν Αύγουστος κι η χήρα με ακήδευτο τον άντρα δεν μπορούσε να βγάλει χαρτιά για σύνταξη, πεινασμένη με δυο παιδιά.
Αυτό το κράτος είναι ήδη τυμπανιαίο πτώμα. Δε χρειάζεται νεκροτομή για να καταλάβουμε ότι μας αφήνει να πάμε άκλαφτοι, όσο επιτρέπουμε τον βιασμό της βούλησης και της συνείδησής μας για την αντίσταση και την ανατροπή του.
Το άρθρο της Λιάνας Κανέλλη είναι αναδημοσίευση από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 22-23/1/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου