Οταν καλείται ενώπιον της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Υποθέσεων, προς τα τέλη του 1956, ο 41χρονος δραματουργός είναι ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο, το οποίο επιλέγει να μη θυσιάσει το έργο του στις εταιρείες παραγωγής υπέρ της κυβερνητικής αντικομμουνιστικής προπαγάνδας.
Δεν έχει περάσει, από τη σπουδή του θεατρικού τμήματος του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, στο θεατρικό σανίδι, ατσαλάκωτος από τα βάσανα των εργαζομένων.
Ηδη από τα δεκαεννιά του εργάζεται στη βιοτεχνία γυναικείων ενδυμάτων, ιδιοκτησίας του πατέρα του. Μέσα στο μαγαζί ανακαλύπτει ότι η επιχειρηματική ζυγαριά γέρνει υπέρ των ισχυρών.
Απογοητεύεται από τη συμπεριφορά των εύπορων αγοραστών, οι οποίοι κατά κύριο λόγο φέρονται με αγένεια και περιφρόνηση προς τους μικρεμπόρους. Αλλά δεν το βάζει κάτω. Προσπαθεί να αποδείξει στον εαυτό του ότι ανήκει σ' αυτούς που βγάζουν δύσκολα το μεροκάματό τους.
Ο Αρθουρ Μίλερ - χειρώνακτας σε εταιρεία ανταλλακτικών αυτοκινήτων στο Μανχάταν, επισφραγίζει μία κρίσιμη σχέση με την εργατική τάξη, την οποία θα αποτυπώσει στο θεατρικό του «Από Δευτέρα σε Δευτέρα» (πρωτότυπος τίτλος «A Memory of two Mondays», 1955).
Την εποχή του μεγάλου κυνηγητού του από τον φοβερό και τρομερό Μακάρθι, ο βίος του Αρθουρ Μίλερ συνδέεται με την ηθοποιό Μέριλιν Μονρόε (1926 - 1962). Αλλά δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου, γεγονός που συνέβη στις 25 Ιούνη 1956.
Πυρετωδώς εργάζεται για να στήσει πάνω στο χαρτί το θεατρικό του «Δοκιμασία ή Οι μάγισσες του Σάλεμ», αυτό το ανηλεές κατηγορώ εναντίον του μακαρθισμού.
Ομως, ας αφήσουμε τον ίδιο να μας μιλήσει για τα στάδια προετοιμασίας αυτού του παγκόσμιου έργου. Περιγράφει την προετοιμασία της αλγεινής ατμόσφαιρας, πριν από τη σύνταξη των «μαύρων» καταλόγων (από την αυτοβιογραφία του «Στη δίνη του χρόνου», μετάφραση Φώντας Κονδύλης, εκδόσεις «Καστανιώτης», 1988):
«(...) Φήμες για παράξενα παιχνίδια που παιζόντουσαν υπό την πίεση της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών άρχισαν να πλανώνται πάνω από την θεατρική κοινότητα. Δεν υπήρχαν ακόμα μαύρες λίστες στο θέατρο, μόνο και μόνο επειδή δεν υπήρχε μια μόνο ομάδα ισχυρών παραγωγών για να εκφοβιστούν - όπως είχε γίνει με τις εταιρείες που κυριαρχούσαν στο Χόλιγουντ - ώστε ν' αστυνομεύουν τους καλλιτέχνες τους.
(...) Εγιναν, όμως, κάποιες ''επιδρομές'' της στη Νέα Υόρκη κι άκουγε τώρα κανείς για καταθέσεις ατόμων ενώπιον της Επιτροπής - όψιμα ανανήψαντες, που κάρφωναν πρώην συντρόφους τους ως σκληροπυρηνικούς κομμουνιστές».
Μέσα σ' αυτήν την ατμόσφαιρα φόβου και τρόμου, όπου το κενό παίρνει το σχήμα χοάνης, η οποία καταπίνει την επιβίωση και στρεβλώνει την καθημερινότητα, ο προοδευτικός δραματουργός, σαν να ψυχανεμίζεται το θέμα του:
Στην αρχή απέρριψα την ιδέα ενός θεατρικού έργου πάνω στο θέμα. Ο ορθολογισμός μου ήταν πολύ έντονος, πίστευα, για να μου επιτρέψει να συλλάβω πραγματικά αυτό το παράφορα παρανοϊκό ξέσπασμα.
Σιγά σιγά, όμως, (...) άρχισα να βλέπω μια ζωντανή συσχέτιση τόσο ανάμεσα σε μένα και το Σάλεμ όσο και ανάμεσα στο Σάλεμ και την Ουάσιγκτον - γιατί οι ανακρίσεις στην Ουάσιγκτον (...) είχαν κάτι το βαθιά και ομολογημένα τελετουργικό (...) Η Επιτροπή ήξερε προκαταβολικά τι ήθελε ν' αποσπάσει από τον μάρτυρα: Τα ονόματα των συντρόφων του στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Το FBI είχε προ πολλού διεισδύσει στο Κόμμα και οι χαφιέδες είχαν προ πολλού εντοπίσει ποιοι έπαιρναν μέρος στις διάφορες συναντήσεις».
Τι κοινό έχουν οι δίκες των «μαγισσών» του Σάλεμ και οι ανακρινόμενοι μάρτυρες από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών; Ας μας το πει ο ίδιος ο Αρθουρ Μίλερ από πρώτο χέρι:
«Ο κύριος στόχος των ανακρίσεων, όπως ακριβώς και στο Σάλεμ τον 17ο αιώνα, ήταν να κάνει ο κατηγορούμενος μια δημόσια ομολογία, να καταδικάσει τους συνεργούς του και τον κύριό του, τον Διάβολο, και να εγγυηθεί τη νέα καθαρή του πίστη, ακυρώνοντας ''αποτρόπαιους'' παλιούς όρκους.
Στην περίπτωση, όμως, της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών, ο απολογούμενος δεν μπορούσε να κατηγορηθεί για μια τέτοια παραβίαση του νόμου, παρά μόνο για το πνευματικό έγκλημα της υποταγής στις επιθυμίες και στην ιδεολογία ενός πολιτικού εχθρού. Η εμφάνιση ενώπιον της Επιτροπής είχε συχνά ως μόνο αποτέλεσμα ένα κακό όνομα, που, όμως, αρκούσε για να καταστρέψει την καριέρα του».
Και η αποτίμηση της επαγγελματικής κατάστασής του, σε συνθήκες άκρατης πνευματικής και ιδεολογικής τρομοκρατίας. Εκ των υστέρων αποτιμά:
«(...) Ημασταν ψάρια μέσα σε μια δεξαμενή, με το βλέμμα ψηλά, περιμένοντας να μας ρίξουν τα ψίχουλα που μας κρατούσαν ζωντανούς. Το μόνο που μπορούσα να πω ήταν πως πίστευα ότι αυτό θα περνούσε και ότι έπρεπε να περάσει γιατί αλλιώς, αν αφηνόταν στην ανεμπόδιστη πορεία του, θα καταβρόχθιζε το πλαγκτόν που διατηρούσε τη συνοχή της χώρας. Ελεγα ότι δεν ήταν οι κομμουνιστές που μας γέμιζαν φόβο αλλά η άλλη πλευρά. Κάποια μέρα θα κατάτρωγε το νεύρο του έθνους, και τότε θα χύναμε μαύρο δάκρυ γι' αυτή την εποχή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου