Την έλλειψη στοιχειωδών μέτρων για την προστασία από τη βία και την κακοποίηση, την εγκληματική αδιαφορία του κράτους και της αστυνομίας για τη ζωή των γυναικών, φέρνει με εξοργιστικό τρόπο στο προσκήνιο η δολοφονία μια ακόμα νέας γυναίκας, λίγα μόλις βήματα μακριά από το Αστυνομικό Τμήμα των Αγίων Αναργύρων. Το χρονικό της υπόθεσης είναι γνωστό και έχει προκαλέσει δικαιολογημένη αγανάκτηση: Η 28χρονη έπεσε νεκρή το βράδυ της Δευτέρας, όταν δέχθηκε επίθεση με μαχαίρι από τον πρώην σύντροφό της, έξω από το Αστυνομικό Τμήμα, στο οποίο είχε καταφύγει για να ζητήσει βοήθεια. Συγκεκριμένα, είχε ζητήσει τη συνοδεία περιπολικού για να φτάσει με ασφάλεια στο σπίτι της. Το περιπολικό δεν διατέθηκε, αλλά της συστάθηκε να τηλεφωνήσει στην Αμεσο Δράση. Κατά τη διάρκεια αυτής της κλήσης, λίγα μέτρα από το Τμήμα, δέχθηκε τη δολοφονική επίθεση.
Η Ενορκη Διοικητική Εξέταση, και συνολικότερα η έρευνα για τη νέα αυτή τραγωδία, δεν πρόκειται να απαντήσει στο αμείλικτο ερώτημα: Γιατί δεν μπορεί να προστατευτεί η ζωή μιας γυναίκας, που τολμάει να σπάσει τη σιωπή και να καταγγείλει ανοιχτά την κακοποίησή της, ζητώντας μάλιστα προστασία από την αστυνομία; Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη προσπάθησε την επομένη να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, λέγοντας ότι 17.000 αστυνομικοί έχουν περάσει από σεμινάρια για τη διαχείριση περιστατικών κακοποίησης. Η πραγματικότητα όμως είναι άλλη: Η καταγγελία της 28χρονης πήγε στον βρόντο - η Αμεση Δράση μάλιστα την ενημέρωσε ότι «τα περιπολικά δεν είναι ταξί» - και τελικά δολοφονήθηκε στο πλατύσκαλο σχεδόν του Αστυνομικού Τμήματος. Την επόμενη μέρα, οι αστυνομικοί που φρουρούσαν το Τμήμα από τους φορείς που διαμαρτύρονταν ήταν πολλαπλάσιοι - και σίγουρα πιο «ετοιμοπόλεμοι» - από όσους έκαναν βάρδια τη μοιραία νύχτα. Είναι άλλωστε κοινό μυστικό ότι η καταστολή σε βάρος του εργατικού-λαϊκού κινήματος βαίνει σε όλες τις εκδοχές της - συνδικαλιστικές διώξεις, καταδίκες, εισβολή των ΜΑΤ στα πανεπιστήμια, απρόκλητη επίθεση σε διαδηλώσεις - αντιστρόφως ανάλογα με τα μέτρα προστασίας του λαού, πόσο μάλλον των γυναικών από την πολύμορφη βία.
Και σε αυτήν την περίπτωση, όπως και σε πλήθος άλλων τέτοιων περιστατικών, ο δράστης ήταν γνωστός στις αρχές. Το θύμα είχε καταθέσει μήνυση εναντίον του το 2020 για βιασμό και ξυλοδαρμό, ενώ αυτήν τη φορά - όπως ισχυρίζεται η αστυνομία - «δεν επιθυμούσε να υποβάλει έγκληση», προφανώς από φόβο. Γιατί όμως δεν κινούνται οι αυτεπάγγελτες διαδικασίες; Γιατί αποθαρρύνονται οι καταγγέλλουσες να καταθέσουν μηνύσεις με μια σειρά από τρόπους; Μια ματιά στις πρόσφατες δολοφονίες γυναικών αρκεί για να αναδείξει πόσο διάτρητα είναι τα «πρωτόκολλα» που διαφημίζει η αστυνομία: Δράστες καταγγέλλονται αλλά δεν εντοπίζονται στο πλαίσιο του αυτόφωρου - είναι ζήτημα ακόμα κι αν αναζητούνται. Ασφαλιστικά μέτρα και περιοριστικοί όροι που επιβάλλονται δεν τηρούνται. Τακτικές δικάσιμοι ορίζονται μήνες μετά την καταγγελία, η εκδίκαση των υποθέσεων διαρκεί ολόκληρα χρόνια. Σε όλες αυτές τις μακροχρόνιες και πολυδάπανες διαδικασίες, οι γυναίκες αφήνονται χωρίς καμία νομική, ψυχολογική, κοινωνική στήριξη και προστασία. Το υφιστάμενο δίκτυο δομών για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών (Συμβουλευτικά Κέντρα, Ξενώνες, γραμμή SOS) υπολείπεται δραματικά των αναγκών.
Ειδικά για τα κενά και τις ελλείψεις στην Αττική, το ΚΚΕ είχε καταθέσει Ερώτηση τον περασμένο Νοέμβρη, την οποία η κυβέρνηση και το αρμόδιο υπουργείο έχουν καταχωνιάσει στα συρτάρια τους. Είναι ενδεικτικό ότι σε όλη την Αττική λειτουργούν μόλις 10 Συμβουλευτικά Κέντρα, σε 8 από τους 66 δήμους της. Οι Ξενώνες Φιλοξενίας είναι μόλις 3, ενώ ακόμα κι αυτοί, όπως όλοι οι Ξενώνες, δεν μπορούν να καλύψουν - λόγω των πρωτοκόλλων με τα οποία λειτουργούν - τις περιπτώσεις στις οποίες μια γυναίκα χρειάζεται άμεσα να αναζητήσει καταφύγιο. Ετσι, υπάρχει παντελής έλλειψη δομών επείγουσας φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών που έχουν άμεση ανάγκη να βρουν προστασία. Η γυναίκα που παίρνει την απόφαση να προχωρήσει στην καταγγελία και σε άλλες νομικές ενέργειες κατά του δράστη - απόφαση που μόνο εύκολη και αυτονόητη δεν πρέπει να θεωρείται - στερείται δωρεάν νομικής στήριξης από το κράτος. Ο ρόλος του Συμβουλευτικού Κέντρου εξαντλείται στην παροχή σχετικών συμβουλών, ενώ το κόστος των πολυδάπανων και μακροχρόνιων νομικών διαδικασιών, των δικαστικών εξόδων και άλλων συναφών δαπανών πέφτει στην καταγγέλλουσα.
Αντίστοιχες είναι οι ελλείψεις όσον αφορά την απαραίτητη δωρεάν ψυχολογική στήριξη των γυναικών, με δεδομένη την ανυπαρξία δημόσιου και δωρεάν κέντρου για τη θεραπεία του τραύματος. Το αποτέλεσμα είναι - παρά τις φιλότιμες προσπάθειες και την προσφορά των εργαζομένων σε Συμβουλευτικά Κέντρα και Ξενώνες - κάθε γυναίκα που προσπαθεί να απεγκλωβιστεί από μια βίαιη, παθογόνα οικογενειακή ή διαπροσωπική σχέση, να βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρά εμπόδια. Υπόλογη για την πραγματικότητα αυτή είναι η πολιτική που αντιμετωπίζει την ανάγκη για ολόπλευρη οικονομική, ψυχολογική, νομική στήριξη των γυναικών που έχουν υποστεί βία με κριτήριο το κόστος για το κράτος. Υλοποιώντας αυτήν ακριβώς την πολιτική, όλες διαχρονικά οι κυβερνήσεις εξαρτούν τη χρηματοδότηση ακόμα και αυτού του υποτυπώδους δικτύου από ευρωπαϊκά προγράμματα με «ημερομηνία λήξης», καταδικάζουν το προσωπικό να δουλεύει με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, θέτουν τις δομές στη μέγγενη της «οικονομικής βιωσιμότητας» και των αντιλαϊκών δημοσιονομικών στόχων.
Σύλλογοι Γυναικών και άλλοι μαζικοί φορείς, που καταγγέλλουν τη νέα δολοφονία και οργάνωσαν ήδη μια διαμαρτυρία, απαιτούν το αυτονόητο: Να διερευνηθούν οι συνθήκες του εγκλήματος, συμπεριλαμβανομένων των ευθυνών των αστυνομικών αρχών. Κυρίως, όμως, σηκώνουν τείχος αλληλεγγύης σε κάθε γυναίκα που βιώνει την κακοποίηση και απαιτούν να πάψουν η υποκρισία και τα κροκοδείλια δάκρυα από το κράτος, την κυβέρνηση, τα άλλα κόμματα. Να παρθούν εδώ και τώρα όλα τα αναγκαία μέτρα για την κοινωνική προστασία των γυναικών από κάθε μορφή βίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου