Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΕΥΡΩΚΕΛΟΓΕΣ

 

Με τις ευρωεκλογές ο κόσμος δεν έγινε λιγότερο χαοτικός ούτε και περισσότερο επικίνδυνος. Είναι βέβαιο το λιγότερο παράδοξο αναλυτές και πολιτικοί να εκφράζουν ζωηρή ανησυχία για την άνοδο της ακροδεξιάς, όλο και περισσότερο αποφεύγεται να χαρακτηρίζεται φασιστική, τόση όσο δεν εκφράσανε για κανένα από τους πολέμους, της Ουκρανίας και της σφαγής στη Γάζα. Αν κάτι δείχνει η μετατόπιση του εκλογικού σώματος προς τα δεξιά είναι ότι έχει χαθεί η εμπιστοσύνη στις αστικές κυβερνήσεις, με συκοφάντηση κάθε σοσιαλιστικής εναλλακτικής, με πολλούς ευρωπαίους να είναι απογοητευμένοι από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κι αν τα ακροδεξιά ή φασίζοντα κόμματα κέρδισαν σημαντικό έδαφος σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, ιδιαίτερα μετά την οικονομική κρίση, ακριβώς γιατί υπόσχονταν  ανατροπή του κατεστημένου πολιτικού συστήματος, 15 χρόνια μετά εκφράζονται, αφού ενσωματώθηκαν ομαλά στο πολιτικό σύστημα,  με μεγαλύτερη μετριοπάθεια και θέλουν να φαίνονται ότι αυτό που υπόσχονται είναι μια σταθερότητα. Περιγράφοντας τους άλλους πολιτικούς σχηματισμούς, εκτός από τους ίδιους φυσικά, ως διεφθαρμένους και παρηκμασμένους, εκμεταλλευόμενοι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στέλνουν το μήνυμά τους. Συντηρητισμός στα κοινωνικά ζητήματα με ρατσιστικές τάσεις, στοχοποίηση μεταναστών, αντιισλαμισμός, εκτεταμένη χρήση των πιο συντηρητικών στερεοτύπων για αντιμετώπιση του δημόσιου χώρου, εθνικισμός και κατά περίσταση ευρωσκεπτικισμός χαρακτηρίζουν τα περισσότερα από τα ακροδεξιά ευρωπαϊκά κόμματα. Το πιο ανησυχητικό όμως, που δεν ομολογείται από την ανησυχούσα κυρίαρχη εξουσία, δεν είναι τόσο η  άνοδός τους, αλλά ότι  όλο και ξεθωριάζουν  οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα κόμματα του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου  με τα ακροδεξιά κόμματα. Είναι που πια η κυρίαρχη εξουσία  σ’ ένα μεγάλο μέρος της έχει υιοθετήσει ακροδεξιά πολιτική.
 
       Περιμένουμε απότομες τις  αλλαγές, ρηξικέλευθες τις δράσεις, σε μια εποχή και περιοχή που ο έλεγχος της κυρίαρχης εξουσίας επιβάλλεται δια της συναίνεσης. Δεν βγαίνουν πια τα τανκς στους δρόμους, δεν ανακοινώνεται αναστολή άρθρων Συντάγματος. Η μετατροπή των πραγμάτων  γίνεται σταδιακά και σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενα. Κάποια κατάσταση ή θεσμός μοιάζει να κρατεί δεκαετίες και χαρακτηρίζει τη σταθερότητα. Κι όμως με τη σταδιακή φθορά του ή την ανεπαίσθητη βαθμιαία μετατροπή του σε ό,τι πιο συντηρητικό,  στο τέλος βρισκόμαστε μπροστά σε εντελώς διαφορετική κατάσταση από ό,τι ήμασταν πριν μερικά χρόνια, και μάλιστα με την αποδοχή της πλειοψηφίας.  Όπως συνέβη με τις φασίζουσες ιδέες και πολιτική που από την απαξίωσή τους πριν μια δεκαπενταετία έχουν περάσει, ανεπαισθήτως, στην ενσωμάτωσή τους στην κυρίαρχη πολιτική.  
 
       Είναι χρόνια τώρα που  η δημοκρατική μας Ευρώπη αποδέχεται τη  συμμετοχή ακροδεξιών σχηματισμών σε κυβερνητικούς συνασπισμούς για να σχηματίσουν πλειοψηφίες, απενοχοποιώντας φασιστικές ιδεολογίες και νομιμοποιώντας φασιστικές πρακτικές, αρκεί να μη χαρακτηρίζονται σαν τέτοιες.  Αυτό  είχε συμβεί στη χώρα μας με τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ, μαζί με το ΠΑΣΟΚ και τη Ν. Δ, στην κυβέρνηση Παπαδήμου το 2011. Η οποία κληροδότησε στις επόμενες κυβερνήσεις την τριάδα του φασιστικού τόξου, Βορίδη, Γεωργιάδη, Πλεύρη και έφερε στο κέντρο της πολιτικής σκηνής φασίζουσες περιθωριακές ομάδες που ομαλοποίησαν το δρόμο για την άνοδο της δηλωμένης φασιστικής Χρυσής Αυγής. Κι αν ένα  αντιφασιστικό κίνημα στην πραγματικότητα επέβαλλε τον εξοβελισμό από την πολιτική και κοινωνική ζωή ως εγκληματική οργάνωση την Χρυσή Αυγή, όμως  ένα  μεγάλο τμήμα των συστημικών μέσων ενημέρωσης και πολιτικών την προωθούσε ως διέξοδο στην απόγνωση των πρώτων χρόνων των μνημονίων, μετακινώντας το συστημικό πολιτικό σύστημα δεξιότερα, όπου και παραμένει.  
 
         Κι αν  στις αρχές της δεκαετίας του 1980 η εκλογική άνοδος του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία ήταν εξαίρεση στην Ευρώπη και αν αργότερα, το 1999, φάνηκε να πανικοβάλλει την Ευρώπη ο κυβερνητικός συνασπισμός στην Αυστρία στον οποίο υπήρχαν εκλεγμένα με το ακροδεξιό κόμμα «Ελευθερία» μέλη, τώρα πια η παρουσία ακροδεξιών περισσότερο χρησιμοποιείται ως  φόβητρο  για συσπείρωση γύρω από την κυρίαρχη πολιτική, την οποία δεν φαίνεται και οι ακροδεξιοί να πολυαμφισβητούν επί της ουσίας όταν αναλαμβάνουν κυβερνητικές θέσεις. Και ούτε βέβαια αμφισβητούν  τους αντεργατικούς νόμους που ψηφίζονται από τα κόμματα με τις δημοκρατικές ευαισθησίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Τζ. Μελόνι στην Ιταλία που συνεργάζεται άψογα με την Ε.Ε. Και  ο  Ε. Μακρόν, που έχει υιοθετήσει στο μεταναστευτικό και στην καταστολή φασιστικές πρακτικές, δείχνει με ποιο τρόπο εξυπηρετεί η άνοδος της ακροδεξιάς. Με φόβητρο τη νίκη στις επερχόμενες βουλευτικές  εκλογές στη Γαλλία του κόμματος της Μ. Λεπέν ο Γάλλος πρόεδρος υπογραμμίζει την ανάγκη δημιουργίας προοδευτικού δημοκρατικού μετώπου, εγκλωβίζοντας έτσι τους ψηφοφόρους σε δυο πολιτικούς πόλους που επί του πρακτέου δεν διακρίνονται για διαφορές στην άσκηση της πολιτικής. Και μ’ αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται η απουσία εναλλακτικής πολιτικής, αλλά και η ανακήρυξη για μια ακόμα φορά ενός φασίζοντος κόμματος ως αντισυστημικού, εμμέσως οδηγώντας σε μια πιο δεξιά διέξοδο,  αφού η αριστερή προοπτική έχει αρκούντως απαξιωθεί  από τα αριστερά υπολείμματα της σοσιαλδημοκρατίας και την κυρίαρχη πολιτική.
 
         Σταθερή επιδίωξη της κυρίαρχης τάξης είναι με τις εκλογές να καθορίζει τη μορφή της αντιπαράθεσης θέτοντας εκβιαστικά διλήμματα εν είδει απειλής και με φρούδες υποσχέσεις να ακινητοποιεί το ταξικό ένστιχτο και την ιστορική μνήμη της τάξης των εργαζομένων. Θέλοντας, δικαιώνοντας τις εκλογές,  να εξασφαλίζει τη συναίνεση χωρίς ιδιαίτερη αντίδραση, ευνόησε το είδος εκείνο της πολιτικής επικοινωνίας που συνδυάζει εξατομίκευση, μετατροπή σε θέαμα των εκλογικών εκστρατειών, την επαγγελματοποίηση. Γι’ αυτό μοιάζει υποκριτικός ο προβληματισμός για  την προώθηση και επικράτηση στην πολιτική  ατόμων με όρους ψυχαγωγίας, που η  παρουσία τους έγινε  κέντρο ενός θεάματος ή παρουσίαζαν οι ίδιοι θέαμα κλπ. Η εξατομίκευση αντιπροσώπευε μια ρήξη μ’ εκείνο το μεταπολεμικό πολιτικό σύστημα που βασίζεται σε κόμματα τα οποία αντιπροσωπεύουν συγκεκριμένες ιδεολογίες, γιατί τώρα δίνεται μεγαλύτερη σημασία στις υποτιθέμενες ιδιότητες των προσώπων παρά στα κόμματα. Ο πολλαπλασιασμός των μέσων ενημέρωσης και μάλιστα των ιδιωτικών που εστιάζουν στην ιδιωτική ζωή  των πολιτικών, την προώθηση των οποίων έχουν αναλάβει διαφημιστικές  εταιρείες,  εξασφαλίζει την κυριαρχία της πολιτικής ως θέαμα. Ένας χυλός όλα τα πολιτικά πράγματα, μια απαισιοδοξία ότι οι διαδικασίες της αστικής πολιτικής δεν μεταβάλλουν τίποτε. Κι ύστερα ωρύονται διανοούμενοι και πολιτικοί του συστήματος για τη μεγάλη αύξηση της αποχής από τις εκλογικές διαδικασίες. Η οποία αποχή επί της ουσίας ουδόλως τους ενδιαφέρει, αφού το πολιτικό σύστημα συνεχίζει και λειτουργεί προς όφελος των συμφερόντων της άρχουσας τάξης. 
 
          Κι απόμεινε μόνο το ΚΚΕ να δίνει προτεραιότητα στις συλλογικές αξίες  και να επικεντρώνεται στο πολιτικό διακύβευμα των εκλογών και στις ταξικές αντιθέσεις.  Η εκλογική άνοδος του ΚΚΕ στις τελευταίες βουλευτικές και ευρωβουλευτικές εκλογές ξεκίνησε μετά από μια δεκαετία καθήλωσης σ’ ένα ποσοστό για το οποίο η δημαγωγία του ΣΥΡΙΖΑ, που είχε ως στόχο τον ευτελισμό της Αριστεράς, έπαιξε καθοριστικό ρόλο.  Μπορεί να μην είναι θεαματική, είναι όμως ελπιδοφόρα, ενδεικτική για την βαθμιαία αλλαγή στις πολιτικές επιλογές και δράσεις των εργαζομένων. Που δεν παρασύρονται από ξεπερασμένα τεχνάσματα κυβερνητικών ανασχηματισμών, όπως   μετά τις ευρωεκλογές με τη μείωση της εκλογικής δύναμης της Ν.Δ  έκανε ο Κ. Μητσοτάκης. Ο οποίος  θεώρησε ότι ένας  ακόμα ανακυκλωμένος ανασχηματισμός είναι η  απάντηση  στην εκφρασμένη λαϊκή δυσαρέσκεια, που δεν επηρεάζει σε τίποτε τη συνολική αντιδραστική πολιτική.   
 
          Σε όλη αυτή την εκλογική διαδικασία είναι  η ψήφος στο ΚΚΕ που προκρίνει μια πολιτική πρακτική που θα αποδεσμεύεται από τη λογική της εναπόθεσης των ελπίδων στα εκλογικά αποτελέσματα και κινείται  προς την κατεύθυνση των μαζικών αγώνων  σαν το μοναδικό  μέσο επίτευξης των στόχων της εργατικής τάξης, η οποία στοχεύει πολύ πιο πέρα από αλλαγή  στο πολιτικό σκηνικό. Και είναι αυτό ακριβώς που φοβίζει και γι’ αυτό όλο το πολιτικό σύστημα σε αγαστή συμφωνία, προεξάρχοντος του  ΣΥΡΙΖΑ που έχει ξεμείνει πια μ’ αυτόν μόνο το ρόλο, υπονομεύει την αγωνιστικότητα του ΚΚΕ ή και δειλά αρχίζει να καταγγέλλει τη νομιμότητά του (γιατί συμμετέχει σε εκλογές ευρωβουλής αφού είναι εναντίον της ΕΕ). Επειδή πρέπει να εγκαταλειφθεί κάθε ιδέα αντιπαλότητας απέναντι σ’ αυτό το σύστημα μέσα από αγωνιστικές κινητοποιήσεις στο δρόμο και στους χώρους εργασίας, όπως ο αγώνας των εργαζομένων της ΛΑΡΚΟ.  Όλα πρέπει να είναι  μέσα στη λογική της διαδικαστικής  δημοκρατικότητας, για να θεωρηθούν παρωχημένες έως και ανύπαρκτες οι αντιθέσεις ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευομένους. 
 
Dies brumalis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου