Γραφει ο Παναγιώτης Κοτσώνης
Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘70, η πτώση της χούντας, εκτός
από τις υψηλές πολιτικές ζυμώσεις, ανακατατάξεις και ιδέες, ανύψωσε και
την απήχηση του πολιτικού τραγουδιού. Στα μεγάλα πολιτικά φεστιβάλ, τις
λαϊκές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και διεκδίκησης, ο λαός τραγουδούσε
με πάθος τα πολιτικά τραγούδια που προϋπήρχαν της δικτατορίας αλλά και
όσα γεννήθηκαν στα χρόνια της απαγόρευσης, της παρανομίας ή αυτοεξορίας
των δημιουργών τους, όπου μέσα από αντίξοες συνθήκες κατόρθωναν ορισμένα
να φτάσουν στο κοινό. Επιτέλους, ο λαός μπορούσε ελεύθερα και παντού να
τραγουδάει Θεοδωράκη, Λεοντή, Λοΐζο, Μαρκόπουλο και όλους τους
κλασσικούς πλέον συνθέτες του έντεχνου και λαϊκού τραγουδιού χωρίς το
φόβο του χαφιέ ή της απαγόρευσης.
Ήταν τόση η ανάγκη του κόσμου να εκφράσει την καταπίεση των προηγούμενων ετών, ώστε βλέποντας πλέον την ταινία του Νίκου Κούνδουρου «Τα τραγούδια της φωτιάς» του 1974 εντυπωσιάζομαι από την αντίδραση του κόσμου στην ιστορική συναυλία στο γήπεδο Καραΐσκάκη, όπου σχεδόν με φρενίτιδα συμμετέχει στα τραγούδια και στα συνθήματα. Το περίφημο «Δώστε τη χούντα στο λαό» νομίζω ότι είναι χαρακτηριστικό για όσους σήμερα διαπιστώνουν πως «Μια χούντα χρειαζόμαστε» ή ακόμη πως «Ο κόσμος δεν ήταν αρνητικός απέναντι στη χούντα» ή πως «ένιωσε μία ανακούφιση με τη χούντα» λόγω της πολιτικής αστάθειας που υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια πριν την δικτατορία.
Δεν θα μιλήσω άλλο για εκείνη την περίοδο, άλλωστε δεν είναι αυτό το κίνητρό μου για το παρόν άρθρο. Στη σκέψη μου γυροφέρνει η απορία μου πως ήταν δυνατόν να μην ακουστεί όσο θα έπρεπε σε σχέση με τις υπόλοιπες δισκογραφικές δουλειές, ένας σημαντικός νοηματικά δίσκος καθόλα σύννομος με το πνεύμα της εποχής του. Αναφέρομαι στον δίσκο που κυκλοφόρησε το 1975 από την Columbia υπό τον τίτλο «Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας» σε μουσική Λουκιανού Κηλαηδόνη και στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη.
Η ηχογράφηση του δίσκου ακολούθησε την πρώτη συνεργασία των δύο δημιουργών, τα περίφημα «Μικροαστικά», που έτυχαν ευρείας αποδοχής και δικαίως, αφού το κοινωνικό περιεχόμενό τους αν και δοσμένο με σατυρική διάθεση για το μικροαστισμό, πήρε έντονη πολιτική χροιά λόγω και του κλίματος της εποχής, αφού κυκλοφόρησε το 1973 σε μία κοινωνία που ήδη έβραζε. Οι συνθέσεις και οι ενορχηστρώσεις διακρίθηκαν για την πρωτοτυπία τους, εφόσον ο συνθέτης δεν βάδισε στα γνώριμα χνάρια του καθιερωμένου μέχρι τότε πολιτικού τραγουδιού που βασιζόταν σε καθαρά λαϊκές ή εμβατηριακές φόρμες, αλλά χρησιμοποίησε ένα διακριτικό ηλεκτρικό ήχο με υποψίες τζαζ επιρροών αλλά και ελληνικών δημοτικών στοιχείων.
Στα «Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας», ο συνθέτης επέλεξε ακόμη πιο απλές ενορχηστρώσεις με μία κιθάρα, πιάνο, φυσαρμόνικα που και που λίγα πνευστά και με έντονη τη θεατρικότητα στη μουσική. Αρκετά από τα τραγούδια ερμήνευσε ο ίδιος για δεύτερη φορά σε δισκογραφική του δουλειά. Οι υπόλοιποι ερμηνευτές προέρχονταν από το θεατρικό ανέβασμα των «Μικροαστικών» στο «Μικρό Θέατρο» της Χαράς Κανδρεβιώτου. Πρόκειται για τους Αλέκο Μανδήλα, Πίτσα Κονιτσιώτη με την προσθήκη του πρωτοεμφανιζόμενου τότε Κώστα Θωμαΐδη.
Συνειδητά ή ασυνείδητα από πλευράς συνθέτη, η απλότητα στην ενορχήστρωση ανέδειξε με τον καλύτερο τρόπο τη νοηματική των τραγουδιών που διακρίνονται από τη χαρακτηριστική σκωπτική διάθεση του Γιάννη Νεγρεπόντη. Τα τραγούδια τόσο των «Μικροαστικών» και γενικότερα τα πολιτικά τραγούδια είχαν ως επί το πλείστον έντονο το περιγραφικό στοιχείο ή το άκρως συναισθηματικό. Μιλούσαν για τα δεινά του λαού στο πλαίσιο της καθημερινής επιβίωσης για όσα βίωνε στο πετσί του ο λαϊκός αγωνιστής, στην εξορία, στον κοινωνικό αποκλεισμό. Ο Νεγρεπόντης με τα «Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας» επιχείρησε όχι μόνο να περιγράψει, αλλά και να εξηγήσει. Θα μπορούσαν να αποτελούν τη μουσική επένδυση ενός θεατρικού έργου του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Η επικαιρότητα των τραγουδιών εντοπίζεται ακριβώς σε αυτήν την προσπάθεια εξήγησης ενός συστήματος και των διαδικασιών του που λειτουργούν εκμεταλλευτικά για τον άνθρωπο μέσα από μία μουσικά απλουστευμένη χαρτογράφηση του βασικών μαρξιστικών θέσεων που κάλλιστα μπορούν να ερμηνεύσουν και ό,τι βιώνουμε σήμερα.
Μπορεί οι ειδήμονες οικονομολόγοι να μας μπερδεύουν τα μυαλά με δύσκολους οικονομοτεχνικούς όρους που για τον απλό «κοσμάκη» είναι δυσνόητοι, όμως ο Νεγρεπόντης φροντίζει εξαρχής να μας παρουσιάσει την «Απλή αριθμητική» σύμφωνα με την οποία ο κεφαλαιοκράτης πλουτίζει εις βάρος του εργαζόμενου εκμεταλλευόμενος την υπεραξία που παράγει και αποτελεί θεμέλιο λίθο του καπιταλιστικού συστήματος. Ωστόσο, η εκμετάλλευση της υπεραξίας αποκτά υπόσταση εξαιτίας της σχέσης που συνδέει εργοδότη και εργαζόμενο και δεν είναι άλλη από τη σχέση μισθωτής εργασίας, με βάση την οποία ο εργοδότης θα αλλοτριώσει τον εργαζόμενο από το προϊόν που ο ίδιος παράγει μιας και αυτό επιβάλλεται από «το σύστημα», προκειμένου να αναπαραχθεί ψυχρά, μηχανικά και καθαρά υπολογιστικά το κέρδος του κεφαλαιοκράτη. Έτσι, η εργατική τάξη δυσχεραίνει τη δυνατότητά της για επιβίωση εφόσον τα κέρδη αυξάνονται για τον έναν ή τους ελάχιστους, φτάνοντας την στο όριο της για να κάνει το «επαναστατικό άλμα», παρομοιάζοντάς αυτό το άλμα με νερό που όταν ξεπεράσει το όριο βρασμού του, πετάει ψηλά το καπάκι της κατσαρόλας.
«Οι έννοιες» όπως το δίκαιο, η ατιμία και τα αντίθετά τους επιδέχονται σαφώς ίδιας ετυμολογικής σημασίας, αν και η ουσιαστική ερμηνεία τους σχετίζεται από την οπτική του καθενός. Εφόσον στην καπιταλιστική κοινωνία υπάρχουν κοινωνικές τάξεις με σαφή αντικρουόμενα συμφέροντα (βλ. πάλη των τάξεων, έννοια για ορισμένους ξεπερασμένη σήμερα), άρα και διαφορές στις έννοιες, τότε ο καθένας οφείλει να ξεκαθαρίσει τη θέση του, να δει που ανήκει ώστε να μπορεί να ερμηνεύσει. Μία άλλη έννοια-λάστιχο είναι «η πατρίδα», που σε ένα καπιταλιστικό σύστημα παρομοιάζεται με ένα καράβι όπου ο λαός βρίσκεται στα κάτω (μηχανές, κουζίνα, αμπάρι) ενώ η καλή τάξη (κεφαλαιοκράτες, κυβέρνηση) στο τιμόνι και στα πάνω καταστρώματα. Όταν η θάλασσα είναι ήρεμη, το καράβι πάει σίγουρα πρίμα για την καλή τάξη. Για το λαό; Δεν είμαστε σίγουροι. Πάντως, οπωσδήποτε όταν η θάλασσα φουρτουνιάζει (οικονομικές κρίσεις, πόλεμοι), ο φτωχός λαός θαλασσοπνίγεται σε αντίθεση με την απάνω τάξη που κάνει ότι μπορεί να σώσει το τομάρι της.
Μιας και λίγο πριν ανέφερα την οικονομική κρίση ή κρίση χρέους κι εφόσον μια τέτοια βιώνουμε σήμερα ως χώρα και όχι μόνο εμείς, δεν πρέπει να απογοητευόμαστε. Η λύση πάντα υπάρχει ακόμη και στο καπιταλιστικό σύστημα. Άραγε ποια και για ποιον; Στη χώρα μας, αλλά και σε άλλες (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία) υπογράφτηκαν οι δανειακές «συμβάσεις», μνημόνια, όπως θέλετε πείτε τα. Αναρωτιέμαι από όσους ακούσουμε το συγκεκριμένο τραγούδι που έχει γραφτεί 35 χρόνια πριν, θα βρεθεί κάποιος που δεν θα κάνει παραλληλισμούς στίχο το στίχο με το σήμερα; Στους ξένους δικαιώματα δοθήκαν αφειδώς… Οι όροι της συμβάσεως οι πλέον επαχθείς… τη σύμβαση ο κιτρινισμός πέρασε στα ψιλά… Κι άραγε ποιος θα πει πως η σύμβαση είναι υποδούλωση όταν… προσφέρεις χέρια εργατών σε μια τιμή τζάμπα σχεδόν… όχι για κανέναν άλλο λόγο παρά για να έρθει η ανάπτυξη.
Σε μία περίοδο οικονομικής κρίσης, οι κοινωνικές ή αντικοινωνικές παθογένειες όπως αυτοκτονίες και γενικότερα ψυχική υγεία καταρρέει για τον άνθρωπο που βιώνει αυτήν την κατάσταση. Κι αν ακόμη ανοίξουν ιδρύματα για τους ψυχικά ασθενείς, «η αντιμετώπιση των ψυχώσεων» μπορεί να επέλθει μόνο αν χτυπήσουμε πολιτικοοικονομικά ανατρέποντας την αιτία, δηλαδή το σύστημα που γεννάει αυτές τις καταστάσεις. Ο στόχος του καπιταλισμού είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους για τον κεφαλαιοκράτη. Από το ξεκίνημα και με απλή αριθμητική μας εξήγησε ο Νεγρεπόντης ότι αυτό επιτυγχάνεται με την υπεραξία. Με τη λογική του μαστιγίου και του καρότου, ο εργοδότης ενδεχομένως θα δώσει ένα δώρο (μία μικρή αύξηση του μισθού) στον εργαζόμενο προκειμένου αργότερα με την αύξηση της υπεραξίας να πάρει πίσω όχι μόνο τη συγκεκριμένη «δωρεά», αλλά πολύ περισσότερα. Η ταξική συνειδητοποίηση έχει βαρύνουσα σημασία στην πάλη των τάξεων, δεδομένου ότι τα αφεντικά ψάχνουν ρωγμές για να τη διαβρώσουν και «ο συμβιβασμός» του εργαζόμενου να λειτουργήσει διαλυτικά.
Ένα ακόμη εργαλείο που συμβάλλει στη συντήρηση του καπιταλιστικού συστήματος είναι η λογική της «θείας τάξις» σύμφωνα με την οποία… όλα τα δάχτυλα ίσα δεν είναι, κι όλοι να τρώνε δίκιο δεν είναι… Έτσι, τα κουκιά είναι μετρημένα εκ θεού κανονισμένα. Η θρησκεία και το θρησκευτικό αίσθημα παίζουν καταλυτικό ρόλο και λειτουργούν εκμεταλλευτικά από κατά καιρούς δικτατορίσκους και εθνικόφρονες πολιτικούς. Κι όσο για τους άνισους προς τα κάτω που ορέγονται ανατροπές.. είναι απάτριδες, άθρησκοι και κτήνη. Η σχετικότητα των εννοιών είναι σημαντική, έτσι επανερχόμαστε στην «έννοια της τιμιότητος», η οποία αποκτά άλλο νόημα αν πρόκειται για τον ιδεολόγο ιδιώτη ή τον μισθοφόρο στρατιώτη. Η διαφορά δεν έγκειται μόνο μεταξύ καπιταλιστή και εργαζόμενου, αλλά και για τον μικροκτηματία ο οποίος δυσκολεύεται να αντιληφθεί ή να αποδεχτεί το γεγονός ότι η ιδιοκτησία μπορεί να είναι επιβλαβής και για τον ίδιο, με αποτέλεσμα να πορεύεται σε λάθος κατεύθυνση. Ο Νεγρεπόντης με σκωπτική διάθεση κάνει κι ένα διαχωρισμό περί τιμιότητας σε ότι αφορά στη μονογαμία και πώς τοποθετείται γύρω από αυτήν ο εργαζόμενος που τη θεωρεί τίμιο πράγμα, σε αντίθεση με τον επιχειρηματία που τη θεωρεί αφύσικη κατάσταση.
Κάνοντας μια αντιπαραβολή με τη σημερινή κατάσταση εύκολα αντιλαμβανόμαστε πως ο λαός τοποθετείται πολιτικά, ανάλογα και με τη θέση του απέναντι στη «μετανάστευση». Το αποτέλεσμα της πάντως είναι ένα, ανεξάρτητα από τη θέση που παίρνει ο λαός. Όσο κι αν κόπτονται οι διάφοροι πολιτικάντηδες για τα πρόβλημα που γεννάει η μετανάστευση ή λαθρομετανάστευση, είναι γεγονός πως η χώρα η οποία εξάγει μετανάστες , ανακουφίζεται από ένα σύνολο ανθρώπων που αποτελεί επαναστατικό στοιχείο εφόσον μπορεί να φτάσει στο όριο βρασμού του, όπως το νερό που λέγαμε παραπάνω. Όσο για την χώρα που εισάγει μετανάστες, σίγουρα κάποιοι βολεύονται αφού εξασφαλίζουν φτηνό εργατικό δυναμικό, άρα μεγαλύτερη υπεραξία. Όπως και να ‘χει, πριν κρίνουμε τον μετανάστη, νόμιμο ή παράνομο (κατά τα αστικοδημοκρατικά πρότυπα) καλό είναι να αναλογιστούμε τον εαυτό μας ως εν δυνάμει μετανάστη. Η αστική τάξη επινοεί διάφορα εργαλεία προκειμένου να διατηρεί τη θέση της. Ένα εξ αυτών είναι η τάση για εξομοίωση των ανθρώπων στη λογική ότι όλοι το ίδιο είναι και όλοι έχουν τις ίδιες πιθανότητες να πάνε μπροστά. Όμως, «τα λόγια και η πράξη» δεν συνάδουν αφού τι σκαφτιάς, τι επιστάτης, μα όμοια λάσπη να γυρνάς κι όμοια να διατάζεις; Αυτή η δήθεν εξομοίωση είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη προκειμένου η αστική τάξη να επιδιώξει συμμαχίες με τον μικροαστισμό, ενώ αποδεικνύεται και αρκετά επικίνδυνη για την εργατική τάξη που βάσισε τις ελπίδες της σε δήθεν συμμαχικές δυνάμεις.
Πρωταγωνιστικό ρόλο σε ένα καπιταλιστικό σύστημα έχει όποιος κατέχει το χρήμα, τη λεγόμενη ρευστότητα. «Ο τοκογλύφος» παίζει επάξια έναν τέτοιο ρόλο, αφού και ρευστότητα διαθέτει και φροντίζει να την αυγατίζει αρπάζοντας την όποια ρευστότητα από το δανειζόμενο. Η προειδοποίηση βέβαια έρχεται για να επιβεβαιώσει πως η λύση δεν βρίσκεται στο να θεωρηθεί υπαίτιος ο τοκογλύφος, άλλωστε εργαλείο του συστήματος είναι. Τώρα βέβαια, αν κάποιος θέλει αντί για τοκογλύφο να βάλει στη θέση του μία τράπεζα, νομίζω ότι ο Νεγρεπόντης δεν θα παρεξηγηθεί. Άλλωστε ως καπιταλιστικά εργαλεία είναι λίγο πολύ ταυτόσημα. Βασική μαρξιστική θέση είναι η εφαρμογή της αρχής «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Αυτή είναι και μια βασική αρχή δικαίου που πρέπει να διέπει τις κοινωνίες. Επανέρχεται το θέμα για το «απόλυτο & σχετικό» σε ότι έχει να κάνει με το νόμιμο και ηθικό αφού η παραπάνω μαρξιστική αρχή δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε μια κοινωνία εκμετάλλευσης όπου νομοτελειακά και τα όρια της δικαιοσύνης θα είναι εκμεταλλευτικά.
Σε ένα κόσμο που η ταχύτητα εξέλιξης των πάντων αυξάνει εντυπωσιακά οι κίνδυνοι πολλαπλασιάζονται, ή καλύτερα επανέρχονται ισχυρότεροι δια της κυκλικής μεθόδου, εφόσον το καπιταλιστικό σύστημα έχει ως δομικό στοιχείο την κρίση. Φανταστείτε ένα θησαυροφυλάκιο που συνεχώς γεμίζει με κέρδη που εισρέουν. Κάποια στιγμή θα πρέπει να μεγαλώσει το θησαυροφυλάκιο για να μπουν παραπάνω κέρδη. Μέχρι να γίνει αυτό, θα βιώνουμε «κρίση». Κι όταν αυτό μεγαλώσει, μην παρασυρθείτε. Για τους ίδιους που γέμιζε και πριν, θα εξακολουθεί να γεμίζει και μετά. Γι΄ αυτό «Πρόσεξε, Εργάτη».
Καλή ακρόαση & σκέψη…
Πηγή: Music HeavenΉταν τόση η ανάγκη του κόσμου να εκφράσει την καταπίεση των προηγούμενων ετών, ώστε βλέποντας πλέον την ταινία του Νίκου Κούνδουρου «Τα τραγούδια της φωτιάς» του 1974 εντυπωσιάζομαι από την αντίδραση του κόσμου στην ιστορική συναυλία στο γήπεδο Καραΐσκάκη, όπου σχεδόν με φρενίτιδα συμμετέχει στα τραγούδια και στα συνθήματα. Το περίφημο «Δώστε τη χούντα στο λαό» νομίζω ότι είναι χαρακτηριστικό για όσους σήμερα διαπιστώνουν πως «Μια χούντα χρειαζόμαστε» ή ακόμη πως «Ο κόσμος δεν ήταν αρνητικός απέναντι στη χούντα» ή πως «ένιωσε μία ανακούφιση με τη χούντα» λόγω της πολιτικής αστάθειας που υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια πριν την δικτατορία.
Δεν θα μιλήσω άλλο για εκείνη την περίοδο, άλλωστε δεν είναι αυτό το κίνητρό μου για το παρόν άρθρο. Στη σκέψη μου γυροφέρνει η απορία μου πως ήταν δυνατόν να μην ακουστεί όσο θα έπρεπε σε σχέση με τις υπόλοιπες δισκογραφικές δουλειές, ένας σημαντικός νοηματικά δίσκος καθόλα σύννομος με το πνεύμα της εποχής του. Αναφέρομαι στον δίσκο που κυκλοφόρησε το 1975 από την Columbia υπό τον τίτλο «Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας» σε μουσική Λουκιανού Κηλαηδόνη και στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη.
Η ηχογράφηση του δίσκου ακολούθησε την πρώτη συνεργασία των δύο δημιουργών, τα περίφημα «Μικροαστικά», που έτυχαν ευρείας αποδοχής και δικαίως, αφού το κοινωνικό περιεχόμενό τους αν και δοσμένο με σατυρική διάθεση για το μικροαστισμό, πήρε έντονη πολιτική χροιά λόγω και του κλίματος της εποχής, αφού κυκλοφόρησε το 1973 σε μία κοινωνία που ήδη έβραζε. Οι συνθέσεις και οι ενορχηστρώσεις διακρίθηκαν για την πρωτοτυπία τους, εφόσον ο συνθέτης δεν βάδισε στα γνώριμα χνάρια του καθιερωμένου μέχρι τότε πολιτικού τραγουδιού που βασιζόταν σε καθαρά λαϊκές ή εμβατηριακές φόρμες, αλλά χρησιμοποίησε ένα διακριτικό ηλεκτρικό ήχο με υποψίες τζαζ επιρροών αλλά και ελληνικών δημοτικών στοιχείων.
Στα «Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας», ο συνθέτης επέλεξε ακόμη πιο απλές ενορχηστρώσεις με μία κιθάρα, πιάνο, φυσαρμόνικα που και που λίγα πνευστά και με έντονη τη θεατρικότητα στη μουσική. Αρκετά από τα τραγούδια ερμήνευσε ο ίδιος για δεύτερη φορά σε δισκογραφική του δουλειά. Οι υπόλοιποι ερμηνευτές προέρχονταν από το θεατρικό ανέβασμα των «Μικροαστικών» στο «Μικρό Θέατρο» της Χαράς Κανδρεβιώτου. Πρόκειται για τους Αλέκο Μανδήλα, Πίτσα Κονιτσιώτη με την προσθήκη του πρωτοεμφανιζόμενου τότε Κώστα Θωμαΐδη.
Συνειδητά ή ασυνείδητα από πλευράς συνθέτη, η απλότητα στην ενορχήστρωση ανέδειξε με τον καλύτερο τρόπο τη νοηματική των τραγουδιών που διακρίνονται από τη χαρακτηριστική σκωπτική διάθεση του Γιάννη Νεγρεπόντη. Τα τραγούδια τόσο των «Μικροαστικών» και γενικότερα τα πολιτικά τραγούδια είχαν ως επί το πλείστον έντονο το περιγραφικό στοιχείο ή το άκρως συναισθηματικό. Μιλούσαν για τα δεινά του λαού στο πλαίσιο της καθημερινής επιβίωσης για όσα βίωνε στο πετσί του ο λαϊκός αγωνιστής, στην εξορία, στον κοινωνικό αποκλεισμό. Ο Νεγρεπόντης με τα «Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας» επιχείρησε όχι μόνο να περιγράψει, αλλά και να εξηγήσει. Θα μπορούσαν να αποτελούν τη μουσική επένδυση ενός θεατρικού έργου του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Η επικαιρότητα των τραγουδιών εντοπίζεται ακριβώς σε αυτήν την προσπάθεια εξήγησης ενός συστήματος και των διαδικασιών του που λειτουργούν εκμεταλλευτικά για τον άνθρωπο μέσα από μία μουσικά απλουστευμένη χαρτογράφηση του βασικών μαρξιστικών θέσεων που κάλλιστα μπορούν να ερμηνεύσουν και ό,τι βιώνουμε σήμερα.
Μπορεί οι ειδήμονες οικονομολόγοι να μας μπερδεύουν τα μυαλά με δύσκολους οικονομοτεχνικούς όρους που για τον απλό «κοσμάκη» είναι δυσνόητοι, όμως ο Νεγρεπόντης φροντίζει εξαρχής να μας παρουσιάσει την «Απλή αριθμητική» σύμφωνα με την οποία ο κεφαλαιοκράτης πλουτίζει εις βάρος του εργαζόμενου εκμεταλλευόμενος την υπεραξία που παράγει και αποτελεί θεμέλιο λίθο του καπιταλιστικού συστήματος. Ωστόσο, η εκμετάλλευση της υπεραξίας αποκτά υπόσταση εξαιτίας της σχέσης που συνδέει εργοδότη και εργαζόμενο και δεν είναι άλλη από τη σχέση μισθωτής εργασίας, με βάση την οποία ο εργοδότης θα αλλοτριώσει τον εργαζόμενο από το προϊόν που ο ίδιος παράγει μιας και αυτό επιβάλλεται από «το σύστημα», προκειμένου να αναπαραχθεί ψυχρά, μηχανικά και καθαρά υπολογιστικά το κέρδος του κεφαλαιοκράτη. Έτσι, η εργατική τάξη δυσχεραίνει τη δυνατότητά της για επιβίωση εφόσον τα κέρδη αυξάνονται για τον έναν ή τους ελάχιστους, φτάνοντας την στο όριο της για να κάνει το «επαναστατικό άλμα», παρομοιάζοντάς αυτό το άλμα με νερό που όταν ξεπεράσει το όριο βρασμού του, πετάει ψηλά το καπάκι της κατσαρόλας.
«Οι έννοιες» όπως το δίκαιο, η ατιμία και τα αντίθετά τους επιδέχονται σαφώς ίδιας ετυμολογικής σημασίας, αν και η ουσιαστική ερμηνεία τους σχετίζεται από την οπτική του καθενός. Εφόσον στην καπιταλιστική κοινωνία υπάρχουν κοινωνικές τάξεις με σαφή αντικρουόμενα συμφέροντα (βλ. πάλη των τάξεων, έννοια για ορισμένους ξεπερασμένη σήμερα), άρα και διαφορές στις έννοιες, τότε ο καθένας οφείλει να ξεκαθαρίσει τη θέση του, να δει που ανήκει ώστε να μπορεί να ερμηνεύσει. Μία άλλη έννοια-λάστιχο είναι «η πατρίδα», που σε ένα καπιταλιστικό σύστημα παρομοιάζεται με ένα καράβι όπου ο λαός βρίσκεται στα κάτω (μηχανές, κουζίνα, αμπάρι) ενώ η καλή τάξη (κεφαλαιοκράτες, κυβέρνηση) στο τιμόνι και στα πάνω καταστρώματα. Όταν η θάλασσα είναι ήρεμη, το καράβι πάει σίγουρα πρίμα για την καλή τάξη. Για το λαό; Δεν είμαστε σίγουροι. Πάντως, οπωσδήποτε όταν η θάλασσα φουρτουνιάζει (οικονομικές κρίσεις, πόλεμοι), ο φτωχός λαός θαλασσοπνίγεται σε αντίθεση με την απάνω τάξη που κάνει ότι μπορεί να σώσει το τομάρι της.
Μιας και λίγο πριν ανέφερα την οικονομική κρίση ή κρίση χρέους κι εφόσον μια τέτοια βιώνουμε σήμερα ως χώρα και όχι μόνο εμείς, δεν πρέπει να απογοητευόμαστε. Η λύση πάντα υπάρχει ακόμη και στο καπιταλιστικό σύστημα. Άραγε ποια και για ποιον; Στη χώρα μας, αλλά και σε άλλες (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία) υπογράφτηκαν οι δανειακές «συμβάσεις», μνημόνια, όπως θέλετε πείτε τα. Αναρωτιέμαι από όσους ακούσουμε το συγκεκριμένο τραγούδι που έχει γραφτεί 35 χρόνια πριν, θα βρεθεί κάποιος που δεν θα κάνει παραλληλισμούς στίχο το στίχο με το σήμερα; Στους ξένους δικαιώματα δοθήκαν αφειδώς… Οι όροι της συμβάσεως οι πλέον επαχθείς… τη σύμβαση ο κιτρινισμός πέρασε στα ψιλά… Κι άραγε ποιος θα πει πως η σύμβαση είναι υποδούλωση όταν… προσφέρεις χέρια εργατών σε μια τιμή τζάμπα σχεδόν… όχι για κανέναν άλλο λόγο παρά για να έρθει η ανάπτυξη.
Σε μία περίοδο οικονομικής κρίσης, οι κοινωνικές ή αντικοινωνικές παθογένειες όπως αυτοκτονίες και γενικότερα ψυχική υγεία καταρρέει για τον άνθρωπο που βιώνει αυτήν την κατάσταση. Κι αν ακόμη ανοίξουν ιδρύματα για τους ψυχικά ασθενείς, «η αντιμετώπιση των ψυχώσεων» μπορεί να επέλθει μόνο αν χτυπήσουμε πολιτικοοικονομικά ανατρέποντας την αιτία, δηλαδή το σύστημα που γεννάει αυτές τις καταστάσεις. Ο στόχος του καπιταλισμού είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους για τον κεφαλαιοκράτη. Από το ξεκίνημα και με απλή αριθμητική μας εξήγησε ο Νεγρεπόντης ότι αυτό επιτυγχάνεται με την υπεραξία. Με τη λογική του μαστιγίου και του καρότου, ο εργοδότης ενδεχομένως θα δώσει ένα δώρο (μία μικρή αύξηση του μισθού) στον εργαζόμενο προκειμένου αργότερα με την αύξηση της υπεραξίας να πάρει πίσω όχι μόνο τη συγκεκριμένη «δωρεά», αλλά πολύ περισσότερα. Η ταξική συνειδητοποίηση έχει βαρύνουσα σημασία στην πάλη των τάξεων, δεδομένου ότι τα αφεντικά ψάχνουν ρωγμές για να τη διαβρώσουν και «ο συμβιβασμός» του εργαζόμενου να λειτουργήσει διαλυτικά.
Ένα ακόμη εργαλείο που συμβάλλει στη συντήρηση του καπιταλιστικού συστήματος είναι η λογική της «θείας τάξις» σύμφωνα με την οποία… όλα τα δάχτυλα ίσα δεν είναι, κι όλοι να τρώνε δίκιο δεν είναι… Έτσι, τα κουκιά είναι μετρημένα εκ θεού κανονισμένα. Η θρησκεία και το θρησκευτικό αίσθημα παίζουν καταλυτικό ρόλο και λειτουργούν εκμεταλλευτικά από κατά καιρούς δικτατορίσκους και εθνικόφρονες πολιτικούς. Κι όσο για τους άνισους προς τα κάτω που ορέγονται ανατροπές.. είναι απάτριδες, άθρησκοι και κτήνη. Η σχετικότητα των εννοιών είναι σημαντική, έτσι επανερχόμαστε στην «έννοια της τιμιότητος», η οποία αποκτά άλλο νόημα αν πρόκειται για τον ιδεολόγο ιδιώτη ή τον μισθοφόρο στρατιώτη. Η διαφορά δεν έγκειται μόνο μεταξύ καπιταλιστή και εργαζόμενου, αλλά και για τον μικροκτηματία ο οποίος δυσκολεύεται να αντιληφθεί ή να αποδεχτεί το γεγονός ότι η ιδιοκτησία μπορεί να είναι επιβλαβής και για τον ίδιο, με αποτέλεσμα να πορεύεται σε λάθος κατεύθυνση. Ο Νεγρεπόντης με σκωπτική διάθεση κάνει κι ένα διαχωρισμό περί τιμιότητας σε ότι αφορά στη μονογαμία και πώς τοποθετείται γύρω από αυτήν ο εργαζόμενος που τη θεωρεί τίμιο πράγμα, σε αντίθεση με τον επιχειρηματία που τη θεωρεί αφύσικη κατάσταση.
Κάνοντας μια αντιπαραβολή με τη σημερινή κατάσταση εύκολα αντιλαμβανόμαστε πως ο λαός τοποθετείται πολιτικά, ανάλογα και με τη θέση του απέναντι στη «μετανάστευση». Το αποτέλεσμα της πάντως είναι ένα, ανεξάρτητα από τη θέση που παίρνει ο λαός. Όσο κι αν κόπτονται οι διάφοροι πολιτικάντηδες για τα πρόβλημα που γεννάει η μετανάστευση ή λαθρομετανάστευση, είναι γεγονός πως η χώρα η οποία εξάγει μετανάστες , ανακουφίζεται από ένα σύνολο ανθρώπων που αποτελεί επαναστατικό στοιχείο εφόσον μπορεί να φτάσει στο όριο βρασμού του, όπως το νερό που λέγαμε παραπάνω. Όσο για την χώρα που εισάγει μετανάστες, σίγουρα κάποιοι βολεύονται αφού εξασφαλίζουν φτηνό εργατικό δυναμικό, άρα μεγαλύτερη υπεραξία. Όπως και να ‘χει, πριν κρίνουμε τον μετανάστη, νόμιμο ή παράνομο (κατά τα αστικοδημοκρατικά πρότυπα) καλό είναι να αναλογιστούμε τον εαυτό μας ως εν δυνάμει μετανάστη. Η αστική τάξη επινοεί διάφορα εργαλεία προκειμένου να διατηρεί τη θέση της. Ένα εξ αυτών είναι η τάση για εξομοίωση των ανθρώπων στη λογική ότι όλοι το ίδιο είναι και όλοι έχουν τις ίδιες πιθανότητες να πάνε μπροστά. Όμως, «τα λόγια και η πράξη» δεν συνάδουν αφού τι σκαφτιάς, τι επιστάτης, μα όμοια λάσπη να γυρνάς κι όμοια να διατάζεις; Αυτή η δήθεν εξομοίωση είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη προκειμένου η αστική τάξη να επιδιώξει συμμαχίες με τον μικροαστισμό, ενώ αποδεικνύεται και αρκετά επικίνδυνη για την εργατική τάξη που βάσισε τις ελπίδες της σε δήθεν συμμαχικές δυνάμεις.
Πρωταγωνιστικό ρόλο σε ένα καπιταλιστικό σύστημα έχει όποιος κατέχει το χρήμα, τη λεγόμενη ρευστότητα. «Ο τοκογλύφος» παίζει επάξια έναν τέτοιο ρόλο, αφού και ρευστότητα διαθέτει και φροντίζει να την αυγατίζει αρπάζοντας την όποια ρευστότητα από το δανειζόμενο. Η προειδοποίηση βέβαια έρχεται για να επιβεβαιώσει πως η λύση δεν βρίσκεται στο να θεωρηθεί υπαίτιος ο τοκογλύφος, άλλωστε εργαλείο του συστήματος είναι. Τώρα βέβαια, αν κάποιος θέλει αντί για τοκογλύφο να βάλει στη θέση του μία τράπεζα, νομίζω ότι ο Νεγρεπόντης δεν θα παρεξηγηθεί. Άλλωστε ως καπιταλιστικά εργαλεία είναι λίγο πολύ ταυτόσημα. Βασική μαρξιστική θέση είναι η εφαρμογή της αρχής «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Αυτή είναι και μια βασική αρχή δικαίου που πρέπει να διέπει τις κοινωνίες. Επανέρχεται το θέμα για το «απόλυτο & σχετικό» σε ότι έχει να κάνει με το νόμιμο και ηθικό αφού η παραπάνω μαρξιστική αρχή δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε μια κοινωνία εκμετάλλευσης όπου νομοτελειακά και τα όρια της δικαιοσύνης θα είναι εκμεταλλευτικά.
Σε ένα κόσμο που η ταχύτητα εξέλιξης των πάντων αυξάνει εντυπωσιακά οι κίνδυνοι πολλαπλασιάζονται, ή καλύτερα επανέρχονται ισχυρότεροι δια της κυκλικής μεθόδου, εφόσον το καπιταλιστικό σύστημα έχει ως δομικό στοιχείο την κρίση. Φανταστείτε ένα θησαυροφυλάκιο που συνεχώς γεμίζει με κέρδη που εισρέουν. Κάποια στιγμή θα πρέπει να μεγαλώσει το θησαυροφυλάκιο για να μπουν παραπάνω κέρδη. Μέχρι να γίνει αυτό, θα βιώνουμε «κρίση». Κι όταν αυτό μεγαλώσει, μην παρασυρθείτε. Για τους ίδιους που γέμιζε και πριν, θα εξακολουθεί να γεμίζει και μετά. Γι΄ αυτό «Πρόσεξε, Εργάτη».
Καλή ακρόαση & σκέψη…
Αναρτήθηκε από Αγκάρρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου