ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ
Κλιμακώνει την επιχείρηση «εικονικής πραγματικότητας» για την εργασιακή ζούγκλα που ενισχύει συνεχώς
Την τελευταία βδομάδα
του 2017, κυβερνητικά στελέχη, στο πλαίσιο του κάλπικου αφηγήματος για
το «τέλος των μνημονίων», επιχείρησαν με ένα μπαράζ παρεμβάσεων και
δηλώσεων να παρουσιάσουν ένα δήθεν φιλεργατικό έργο της κυβέρνησης μέχρι
σήμερα, αλλά και τις ακόμα καλύτερες μέρες που περιμένουν τάχα τους
εργαζόμενους με το τέλος του «Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής».
Ειδικό
ρόλο σε αυτήν τη νέα επιχείρηση παραπλάνησης των εργαζομένων ανέλαβε η
υπουργός Εργασίας, Εφη Αχτσιόγλου, η οποία σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ
υποστήριξε πως «η δημιουργία θέσεων πλήρους απασχόλησης και η αύξηση των μισθών είναι διαρκές ζητούμενο για την κυβέρνηση», ενώ προς απόδειξη των «επιτυχιών» της κυβέρνησης και σε αυτόν τον τομέα, ισχυρίστηκε πως «τα
τελευταία στοιχεία της "Εργάνης" σε ετήσια βάση έδειξαν ότι, το 2017,
δημιουργήθηκαν 121.913 νέες θέσεις εργασίας και το 70% ήταν πλήρους
απασχόλησης».
Μάλιστα, η υπουργός Εργασίας δεν έμεινε μόνο σε αυτά, αλλά κάνοντας ένα βήμα παραπέρα στην προσπάθεια χειραγώγησης των εργαζομένων, σε συνέντευξή της στον ρ/σ «Κόκκινο», είπε ότι πρέπει «να ξανασυζητήσουμε το επίπεδο του κατώτατου μισθού και ενδεχομένως μετά την έξοδό μας από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής να είναι η πρώτη κίνηση στην οποία να πρέπει να προβούμε. Δηλαδή να δούμε, να συζητήσουμε τις προϋποθέσεις για μια αύξηση του κατώτατου μισθού».
Η ίδια η πραγματικότητα του εργασιακού μεσαίωνα που ζουν όλο και πιο έντονα οι εργαζόμενοι, βέβαια, τα πανηγύρια των βιομηχάνων για τη γενίκευση της «ευελιξίας» σε όλο το εύρος των μορφών απασχόλησης, τα ίδια τα επίσημα στοιχεία για τους μισθούς και την απασχόληση, έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με το παραμύθι που επιχειρεί να λανσάρει η κυβέρνηση...
Ας
αρχίσουμε από τα όσα επικαλείται η υπουργός προς απόδειξη του «θετικού»
έργου της κυβέρνησης. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία του συστήματος
«Εργάνη» για την απασχόληση και τους μισθούς, οι μισθοί όχι μόνο δεν
αυξάνονται, αλλά σημείωσαν νέα μείωση το 2017.
Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το ειδικό τεύχος του συστήματος «Εργάνη» για το 2017, ο μέσος μισθός των εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου το 2017 μειώθηκε κατά 3,33% σε σύγκριση με το 2016. Διαμορφώθηκε στα 1.024,9 ευρώ μεικτά, από 1.060,3 ευρώ μεικτά πέρυσι, κάτι που σημαίνει ότι ο μέσος καθαρός μισθός, αφαιρουμένων των ασφαλιστικών εισφορών του εργαζόμενου και χωρίς να υπολογιστεί η φορολογική επιβάρυνση, έπεσε στα 860 ευρώ.
Ταυτόχρονα, αυξήθηκαν οι μισθωτοί που αμείβονται με μισθούς κάτω από 500 ευρώ μεικτά και εργάζονται με μερική απασχόληση και εκ περιτροπής εργασία, καθώς ο αριθμός τους αυξήθηκε στους 413.285 (22,65% του συνόλου των μισθωτών), από 382.729 πέρυσι (22,48%).
Αντίστοιχα αυξήθηκε και ο αριθμός των μισθωτών που αμείβονται με μισθό που κυμαίνεται από 501 έως 600 ευρώ μεικτά, από 176.256 (10,35% του συνολικού αριθμού μισθωτών) πέρσι, στους 200.759 μισθωτούς (11% του συνόλου) φέτος.
Ετσι, με κάτω από 600 ευρώ μεικτά, δηλαδή στα όρια του κατώτερου μισθού και κάτω από αυτόν, αμείβεται το 33,65% των μισθωτών (613.044 εργαζόμενοι), ή αλλιώς ένας στους τρεις μισθωτούς.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι συνολικά το ποσοστό των μισθωτών με μεικτές μηνιαίες αποδοχές μέχρι 800 ευρώ αυξήθηκε, ενώ αντίθετα μειώθηκε το ποσοστό των μισθωτών που αμείβονται με ποσά άνω των 800 ευρώ, στοιχείο που επιβεβαιώνει τη γενική χειροτέρευση των μισθών για όλες τις κατηγορίες εργαζομένων. Τέλος, κάτω από το μέσο μισθό (1.024 ευρώ μεικτά) αμείβεται το 64,27% του συνόλου των μισθωτών.
Αυτή είναι η πραγματικότητα για τους μισθούς και όχι η ψεύτικη εικόνα που διακινούν κατά καιρούς τα κυβερνητικά στελέχη. Το γεγονός, μάλιστα, ότι η αρνητική αυτή πορεία στους μισθούς διαπιστώνεται σε μια περίοδο στην οποία καταγράφονται ρυθμοί ανάκαμψης στο ΑΕΠ, διαψεύδει πανηγυρικά το παραμύθι της κυβέρνησης περί «δίκαιης ανάπτυξης» και επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά ότι η ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας όχι μόνο δεν συμβαδίζει με την ανάκτηση των τεράστιων απωλειών των εργαζομένων, αλλά αντιθέτως προϋποθέτει το παραπέρα χτύπημα της τιμής της εργατικής δύναμης.
Σε
αλχημείες καταφεύγουν όμως τα κυβερνητικά στελέχη και στην προσπάθειά
τους να «αποδείξουν» την αύξηση τάχα της πλήρους απασχόλησης και τη
δήθεν μείωση της «ευελιξίας». Ετσι, η υπουργός Εργασίας, όπως
σημειώνεται παραπάνω, ισχυρίστηκε ότι το 70% των «νέων θέσεων» μέσα στο
2017 είναι θέσεις πλήρους απασχόλησης. Μόνο που το ετήσιο τεύχος του
συστήματος «Εργάνη», που επικαλείται για να στηρίξει τον ισχυρισμό της,
δεν αφορά στις ροές απασχόλησης και τις νέες θέσεις που δημιουργήθηκαν
μέσα στο έτος, αλλά στο σύνολο των θέσεων εργασίας των μισθωτών κατά τη
διάρκεια του έτους! Αυτό σημαίνει ότι η υποαπασχόληση (μερική και εκ περιτροπής) στο σύνολο των μισθωτών έχει ξεπεράσει το 30%.
Ειδικότερα, το 2017, 111.816 μισθωτοί απασχολήθηκαν από 1 έως 10 ώρες τη βδομάδα και ακόμα 245.672 από 10 έως 20 ώρες. Δηλαδή σχεδόν ένας στους πέντε μισθωτούς (19,6%) εργάζεται λιγότερες από 20 ώρες τη βδομάδα, ενώ ακόμα 218.302 μισθωτοί (11,97%) εργάζονται από 20 έως 35 ώρες τη βδομάδα. Ετσι προκύπτει πως 3 στους 10 μισθωτούς υποαπασχολούνται.
Σε ό,τι αφορά τις νέες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν μέσα στο 2017, σύμφωνα με τα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη» για το διάστημα Γενάρης - Νοέμβρης, το ποσοστό της πλήρους απασχόλησης είναι μόλις 45,33%, ενώ το υπόλοιπο 54,67% προσλήφθηκε με συμβάσεις μερικής απασχόλησης (40,83%) και εκ περιτροπής εργασίας (13,48%). Σε αυτήν ακριβώς την ενίσχυση της «ευελιξίας» οφείλεται εν πολλοίς η σχετική αύξηση των θέσεων εργασίας κατά 121.913 μέσα στο έτος...
Κατά συνέπεια, όχι μόνο δεν αυξάνονται οι θέσεις πλήρους απασχόλησης, αλλά κάθε χρόνο στις νέες συμβάσεις υπερτερούν σταθερά η μερική και η εκ περιτροπής εργασία. Αρα, μαζί με τη μείωση των μισθών, η επέκταση της δουλειάς - λάστιχο είναι το δεύτερο χαρακτηριστικό της εργασιακής ζούγκλας που ενισχύει η κυβερνητική πολιτική, προς όφελος του κεφαλαίου. Καθόλου τυχαία, πάνω στο ήδη διαμορφωμένο αντεργατικό οικοδόμημα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ «φρόντισε» να προσθέσει διευκολύνσεις στη λειτουργία των «δουλεμπορικών» γραφείων, να προωθήσει την παραπέρα γενίκευση της «ευελιξίας» στο Δημόσιο, να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τα λεγόμενα «προγράμματα ενεργητικής απασχόλησης» κ.ο.κ...
«Αέρας
κοπανιστός» είναι, βέβαια, και οι κυβερνητικές δηλώσεις για τον
κατώτατο μισθό. Μετά το ξεσκέπασμα των κάλπικων υποσχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ το
2014 και το 2015, για τη δήθεν επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751
ευρώ, οι τωρινές δηλώσεις της υπουργού Εργασίας περί «συζήτησης» για μια
«ενδεχόμενη» και «υπό προϋποθέσεις» αύξηση του κατώτατου μισθού έρχονται
να επιβεβαιώσουν ότι και η λεγόμενη «μεταμνημονιακή εποχή» δεν
πρόκειται να φέρει καμία επαναφορά του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ, όπως ίσχυε πριν το 2012 και την επιβολή της περιβόητης Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου 6/2012, ούτε
βέβαια την επαναφορά του πλαισίου που ίσχυε μέχρι τότε για τις
συλλογικές διαπραγματεύσεις για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση
Εργασίας και τον καθορισμό του κατώτερου μισθού.
Πολύ περισσότερο, αυτό που σκόπιμα αποκρύπτει η κυβέρνηση είναι ότι εκτός από τη συγκεκριμένη ΠΥΣ του 2012, έχει προκαθοριστεί ήδη από το 2013, με το νόμο 4172, ο νέος αντεργατικός μηχανισμός διαμόρφωσης του κατώτερου μισθού. Σύμφωνα με τα όσα προβλέπει ο νόμος 4172/2013 (γνωστός ως «νόμος Βρούτση»), η νομοθέτηση του κατώτατου μισθού θα γίνεται και πάλι με απόφαση της εκάστοτε αστικής κυβέρνησης, η οποία θα «λαμβάνει υπόψη» το πόρισμα μιας διαδικασίας «διαβούλευσης» των «κοινωνικών εταίρων», με την «τεχνική υποστήριξη» μιας σειράς «εμπειρογνωμόνων»...
Νομοθετημένο κριτήριο της εν λόγω «διαβούλευσης» είναι η διασφάλιση της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων. Οπως αναφέρει η σχετική διάταξη του νόμου, «το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών».
Για αυτές τις «προϋποθέσεις» μιλάει και η υπουργός Εργασίας, αυτές τις αντεργατικές «προϋποθέσεις» - την ανταγωνιστικότητα και τα κέρδη του κεφαλαίου - υπηρετεί συνολικά η πολιτική της κυβέρνησης. Αλλωστε, οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να ξεχνούν πως την «κατάσταση της οικονομίας» και την «ανταγωνιστικότητα» επικαλέστηκαν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις για να επιβάλλουν, το 2012, τη μείωση του κατώτερου μισθού κατά 32% και 22%, όπως και γενικά για την ουσιαστική κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.
Οι δηλώσεις των κυβερνητικών στελεχών, την ώρα που η κυβέρνηση ετοιμάζεται να φέρει στη Βουλή εντός των επόμενων ημερών το νέο αντιλαϊκό πολυνομοσχέδιο, στόχο έχουν να παγιδεύσουν τους εργαζόμενους, οι οποίοι όχι μόνο δεν πρέπει να δώσουν την παραμικρή σημασία, αλλά ακόμα πιο αποφασιστικά να διεκδικήσουν με την πάλη τους την επαναφορά του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ, την υπογραφή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, την επαναφορά των κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων, με αυξήσεις σε μισθούς, ανάκτηση των τεράστιων απωλειών.
Ριζοσπάστης
Μάλιστα, η υπουργός Εργασίας δεν έμεινε μόνο σε αυτά, αλλά κάνοντας ένα βήμα παραπέρα στην προσπάθεια χειραγώγησης των εργαζομένων, σε συνέντευξή της στον ρ/σ «Κόκκινο», είπε ότι πρέπει «να ξανασυζητήσουμε το επίπεδο του κατώτατου μισθού και ενδεχομένως μετά την έξοδό μας από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής να είναι η πρώτη κίνηση στην οποία να πρέπει να προβούμε. Δηλαδή να δούμε, να συζητήσουμε τις προϋποθέσεις για μια αύξηση του κατώτατου μισθού».
Η ίδια η πραγματικότητα του εργασιακού μεσαίωνα που ζουν όλο και πιο έντονα οι εργαζόμενοι, βέβαια, τα πανηγύρια των βιομηχάνων για τη γενίκευση της «ευελιξίας» σε όλο το εύρος των μορφών απασχόλησης, τα ίδια τα επίσημα στοιχεία για τους μισθούς και την απασχόληση, έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με το παραμύθι που επιχειρεί να λανσάρει η κυβέρνηση...
Νέα μείωση μισθών και το 2017
Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το ειδικό τεύχος του συστήματος «Εργάνη» για το 2017, ο μέσος μισθός των εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου το 2017 μειώθηκε κατά 3,33% σε σύγκριση με το 2016. Διαμορφώθηκε στα 1.024,9 ευρώ μεικτά, από 1.060,3 ευρώ μεικτά πέρυσι, κάτι που σημαίνει ότι ο μέσος καθαρός μισθός, αφαιρουμένων των ασφαλιστικών εισφορών του εργαζόμενου και χωρίς να υπολογιστεί η φορολογική επιβάρυνση, έπεσε στα 860 ευρώ.
Ταυτόχρονα, αυξήθηκαν οι μισθωτοί που αμείβονται με μισθούς κάτω από 500 ευρώ μεικτά και εργάζονται με μερική απασχόληση και εκ περιτροπής εργασία, καθώς ο αριθμός τους αυξήθηκε στους 413.285 (22,65% του συνόλου των μισθωτών), από 382.729 πέρυσι (22,48%).
Αντίστοιχα αυξήθηκε και ο αριθμός των μισθωτών που αμείβονται με μισθό που κυμαίνεται από 501 έως 600 ευρώ μεικτά, από 176.256 (10,35% του συνολικού αριθμού μισθωτών) πέρσι, στους 200.759 μισθωτούς (11% του συνόλου) φέτος.
Ετσι, με κάτω από 600 ευρώ μεικτά, δηλαδή στα όρια του κατώτερου μισθού και κάτω από αυτόν, αμείβεται το 33,65% των μισθωτών (613.044 εργαζόμενοι), ή αλλιώς ένας στους τρεις μισθωτούς.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι συνολικά το ποσοστό των μισθωτών με μεικτές μηνιαίες αποδοχές μέχρι 800 ευρώ αυξήθηκε, ενώ αντίθετα μειώθηκε το ποσοστό των μισθωτών που αμείβονται με ποσά άνω των 800 ευρώ, στοιχείο που επιβεβαιώνει τη γενική χειροτέρευση των μισθών για όλες τις κατηγορίες εργαζομένων. Τέλος, κάτω από το μέσο μισθό (1.024 ευρώ μεικτά) αμείβεται το 64,27% του συνόλου των μισθωτών.
Αυτή είναι η πραγματικότητα για τους μισθούς και όχι η ψεύτικη εικόνα που διακινούν κατά καιρούς τα κυβερνητικά στελέχη. Το γεγονός, μάλιστα, ότι η αρνητική αυτή πορεία στους μισθούς διαπιστώνεται σε μια περίοδο στην οποία καταγράφονται ρυθμοί ανάκαμψης στο ΑΕΠ, διαψεύδει πανηγυρικά το παραμύθι της κυβέρνησης περί «δίκαιης ανάπτυξης» και επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά ότι η ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας όχι μόνο δεν συμβαδίζει με την ανάκτηση των τεράστιων απωλειών των εργαζομένων, αλλά αντιθέτως προϋποθέτει το παραπέρα χτύπημα της τιμής της εργατικής δύναμης.
Σταθερή ενίσχυση της «ευελιξίας»
Ειδικότερα, το 2017, 111.816 μισθωτοί απασχολήθηκαν από 1 έως 10 ώρες τη βδομάδα και ακόμα 245.672 από 10 έως 20 ώρες. Δηλαδή σχεδόν ένας στους πέντε μισθωτούς (19,6%) εργάζεται λιγότερες από 20 ώρες τη βδομάδα, ενώ ακόμα 218.302 μισθωτοί (11,97%) εργάζονται από 20 έως 35 ώρες τη βδομάδα. Ετσι προκύπτει πως 3 στους 10 μισθωτούς υποαπασχολούνται.
Σε ό,τι αφορά τις νέες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν μέσα στο 2017, σύμφωνα με τα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη» για το διάστημα Γενάρης - Νοέμβρης, το ποσοστό της πλήρους απασχόλησης είναι μόλις 45,33%, ενώ το υπόλοιπο 54,67% προσλήφθηκε με συμβάσεις μερικής απασχόλησης (40,83%) και εκ περιτροπής εργασίας (13,48%). Σε αυτήν ακριβώς την ενίσχυση της «ευελιξίας» οφείλεται εν πολλοίς η σχετική αύξηση των θέσεων εργασίας κατά 121.913 μέσα στο έτος...
Κατά συνέπεια, όχι μόνο δεν αυξάνονται οι θέσεις πλήρους απασχόλησης, αλλά κάθε χρόνο στις νέες συμβάσεις υπερτερούν σταθερά η μερική και η εκ περιτροπής εργασία. Αρα, μαζί με τη μείωση των μισθών, η επέκταση της δουλειάς - λάστιχο είναι το δεύτερο χαρακτηριστικό της εργασιακής ζούγκλας που ενισχύει η κυβερνητική πολιτική, προς όφελος του κεφαλαίου. Καθόλου τυχαία, πάνω στο ήδη διαμορφωμένο αντεργατικό οικοδόμημα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ «φρόντισε» να προσθέσει διευκολύνσεις στη λειτουργία των «δουλεμπορικών» γραφείων, να προωθήσει την παραπέρα γενίκευση της «ευελιξίας» στο Δημόσιο, να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τα λεγόμενα «προγράμματα ενεργητικής απασχόλησης» κ.ο.κ...
«Αέρας κοπανιστός» οι κυβερνητικές δηλώσεις για τον κατώτατο μισθό
Πολύ περισσότερο, αυτό που σκόπιμα αποκρύπτει η κυβέρνηση είναι ότι εκτός από τη συγκεκριμένη ΠΥΣ του 2012, έχει προκαθοριστεί ήδη από το 2013, με το νόμο 4172, ο νέος αντεργατικός μηχανισμός διαμόρφωσης του κατώτερου μισθού. Σύμφωνα με τα όσα προβλέπει ο νόμος 4172/2013 (γνωστός ως «νόμος Βρούτση»), η νομοθέτηση του κατώτατου μισθού θα γίνεται και πάλι με απόφαση της εκάστοτε αστικής κυβέρνησης, η οποία θα «λαμβάνει υπόψη» το πόρισμα μιας διαδικασίας «διαβούλευσης» των «κοινωνικών εταίρων», με την «τεχνική υποστήριξη» μιας σειράς «εμπειρογνωμόνων»...
Νομοθετημένο κριτήριο της εν λόγω «διαβούλευσης» είναι η διασφάλιση της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων. Οπως αναφέρει η σχετική διάταξη του νόμου, «το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών».
Για αυτές τις «προϋποθέσεις» μιλάει και η υπουργός Εργασίας, αυτές τις αντεργατικές «προϋποθέσεις» - την ανταγωνιστικότητα και τα κέρδη του κεφαλαίου - υπηρετεί συνολικά η πολιτική της κυβέρνησης. Αλλωστε, οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να ξεχνούν πως την «κατάσταση της οικονομίας» και την «ανταγωνιστικότητα» επικαλέστηκαν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις για να επιβάλλουν, το 2012, τη μείωση του κατώτερου μισθού κατά 32% και 22%, όπως και γενικά για την ουσιαστική κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.
Οι δηλώσεις των κυβερνητικών στελεχών, την ώρα που η κυβέρνηση ετοιμάζεται να φέρει στη Βουλή εντός των επόμενων ημερών το νέο αντιλαϊκό πολυνομοσχέδιο, στόχο έχουν να παγιδεύσουν τους εργαζόμενους, οι οποίοι όχι μόνο δεν πρέπει να δώσουν την παραμικρή σημασία, αλλά ακόμα πιο αποφασιστικά να διεκδικήσουν με την πάλη τους την επαναφορά του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ, την υπογραφή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, την επαναφορά των κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων, με αυξήσεις σε μισθούς, ανάκτηση των τεράστιων απωλειών.
Ριζοσπάστης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου