ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΠΓΔΜ
Αυτή η σχετικά άγνωστη πτυχή της Ιστορίας είναι εξαιρετικά επίκαιρη και χρήσιμη, αφού αναδεικνύει με τα έργα και τα λόγια των ίδιων των αστών την πατριδοκαπηλία τους, που γνωρίζει έξαρση για μια ακόμη φορά στις μέρες μας. Καταδεικνύει επίσης το πώς διαστρεβλώνεται η Ιστορία, πώς συσκοτίζονται σημαντικά ιστορικά γεγονότα, προκειμένου να γίνουν πράξη οι σύγχρονες αστικές επιδιώξεις (με πρωταγωνιστή τον ΣΥΡΙΖΑ) για αναβάθμιση της θέσης της Ελλάδας (διάβαζε: αναβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού, στο πλαίσιο των ευρύτερων ευρωατλαντικών σχεδιασμών στην περιοχή). Ετσι, το 1992, βασικό μέλημα της αστικής τάξης ήταν η «μάχη» για την ονομασία της ΠΓΔΜ. Σήμερα, κυρίαρχη έχει γίνει η επιλογή της σύνθετης ονομασίας. Και γύρω από αυτήν διεξάγεται η σύγκρουση «πατριωτών» και «μειοδοτών». Οπως και τότε...
Οταν η αστική τάξη «πρόσφερε» ένα τμήμα της Μακεδονίας στη Βουλγαρία...
Ενόψει της επικείμενης επίθεσης στα Δαρδανέλια, το ζήτημα της συμμετοχής της Ελλάδας και της Βουλγαρίας στις πολεμικές επιχειρήσεις τέθηκε ακόμα πιο επιτακτικά. Ετσι, «οι Σύμμαχοι προσεκάλεσαν ημιεπισήμως την Ελλάδα όπως τους βοηθήσει εν Δαρδανελλίοις. Αντί της βοηθείας ταύτης τη προσέφερον το βιλαέτιον της Σμύρνης».1
Ο Δ. Α. Κόκκινος αναφέρει σχετικά στο έργο του «Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος»: «Αι προτάσεις των συμμάχων προς την Ελλάδα ως προς Βουλγαρίαν ήσαν σαφείς. Θα εντάσσοντο συγχρόνως... παρά τω πλευρώ των συμμάχων και η μεν Βουλγαρία θα ελάμβανε προσφερόμενα εκ μέρους της Ελλάδος το Σαρισαμπάν (Νέστος), την Δράμαν και την Καβάλαν, η δε Ελλάς δεκαπλάσιαν έκτασιν εις την Μικράν Ασίαν, όταν θα εγίνετο εκεί επιτυχής εκστρατεία. Δηλαδή η Ελλάς θα έδιδε τμήματα της χώρας και θα ελάμβανε ως αντιστάθμισμα εδάφη τα οποία δεν είχον εις τας χείρας των εκείνοι οι οποίοι τα υπέσχοντο».2Το δέλεαρ ήταν πολύ ελκυστικό για την ελληνική αστική τάξη ώστε να το αγνοήσει.
Ετσι, σε υπόμνημά του στις 11 Γενάρη 1915, ο Βενιζέλος πρότεινε στον Βασιλιά Κωνσταντίνο «να παραχωρηθή προς τους Βούλγαρους το τμήμα Καβάλας, Δράμας, Σαρισαμπάν», υπό ορισμένες προϋποθέσεις και με τα ανάλογα ανταλλάγματα.3
Το σχετικό κείμενο δημοσιεύτηκε από φιλελεύθερες (φιλοβενιζελικές) εφημερίδες της Αθήνας στις 20 Μάρτη 1915. Βρετανικά κρατικά έγγραφα όμως δείχνουν πως οι σχεδιασμοί της «Αντάντ» για πραγματοποίηση «ικανοποιητικών εδαφικών παραχωρήσεων της Μακεδονίας» προς τη Βουλγαρία δεν περιελάμβαναν αρχικά παρά μια αόριστη νύξη, που συνοψιζόταν στο ότι «δεσμευόμαστε να βρούμε αλλού αποζημίωση για την Ελλάδα». Οι παραχωρήσεις αυτές θεωρούνταν «μια θυσία που προσφέρεται στον κοινό σκοπό»4(διάβαζε: των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων της «Αντάντ»).
...ως «θυσία» για την «αληθή μεγάλη Ελλάδα»
Εχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι περίπου δύο χρόνια πριν, ο Βενιζέλος είχε αντικρούσει το ενδεχόμενο οποιασδήποτε παραχώρησης προς τη Βουλγαρία, με το εξής σκεπτικό: «Η Ελλάς ουδέν δύναται να παραχωρήση εκ του εδάφους της εις την Βουλγαρίαν... Η Ελλάς εάν επρόκειτο να παραχωρήση τι θα έπρεπε να παραχωρήση ελληνικότατους πληθυσμούς περιλαμβάνοντας και την πόλιν της Καβάλλας, είτε να εκθέση την ασφάλειαν των συνόρων της προς την Θεσσαλονίκην...».6
Στο Β' Υπόμνημά του προς τον βασιλιά στις 17 Γενάρη 1915, προσέθετε: «Αι παραχωρήσεις εν Μ. Ασία, ων εισήγησις μοι εγένετο δύνανται να λάβουν έκτασιν τοιαύτην, ώστε εις την εκ των νικηφόρων προελθούσαν διπλήν Ελλάδα να προστεθή άλλη μία εξ ίσου μεγάλη και όχι βέβαια ολιγότερον πλούσια Ελλάς». Το επιχείρημα του ασύγκριτου - σε σχέση με άλλες διεκδικούμενες περιοχές - πλούτου της Μικράς Ασίας επαναλαμβάνεται και πάλι στη συνέχεια του Υπομνήματος, προτού γίνει καν λόγος για τους ελληνικούς πληθυσμούς.7
«Ως προς τον τρόπον της παραχωρήσεως», έγραφε η εφημερίδα «Εμπρός» στις 21 Μάρτη 1915, «ο κ. Βενιζέλος εξέφρασε την σκέψιν ότι διά της παρεμβάσεως των Δυνάμεων θα εξησφάλιζε την υπό της Βουλγαρίας εξαγοράν της περιουσίας των κατοίκων, οι οποίοι θα μετηνάστευον εις την Ελλάδα και ότι θα αντηλλάσσοντο οι Ελληνικοί και Βουλγαρικοί πληθυσμοί εκατέρωθεν, ήτοι οι εν Μακεδονία Βουλγαρικοί και οι εις το παραχωρηθησόμενον τη Βουλγαρία τμήμα Ελληνικοί». Οπως διαπιστώνουμε, το απάνθρωπο μέτρο της ανταλλαγής των πληθυσμών είχε προκύψει για τους ελληνικούς και βουλγαρικούς πληθυσμούς τού υπό διαπραγμάτευση τμήματος της Μακεδονίας πολύ πριν το 1923 (μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή). Αξίζει να σημειωθεί πως στην ίδια περιοχή είχαν καταφύγει ήδη δεκάδες χιλιάδες Ελληνες πρόσφυγες από τα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης που είχε προσαρτήσει η Βουλγαρία με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913).
Ζήτημα «μάλλον πολιτικόν και οικονομικόν, παρά εθνικόν...»
Αναφορικά με τις πραγματικές προθέσεις του Παλατιού γύρω από το ζήτημα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συνομιλίες μεταξύ του Κωνσταντίνου και του πρέσβη της Βουλγαρίας Πασάρωφ, στον οποίο και δήλωσε εμπιστευτικά στις 18 Αυγούστου 1915: «Ο Βενιζέλος (...) φοβείται ότι, καταλαμβάνοντες την Μακεδονίαν, θα γίνετε κατά 1, 1/2 εκατομμύριον ισχυρότεροι και επικίνδυνοι δι' ημάς. Εγώ δεν συμμερίζομαι την πολιτικήν αυτήν διότι δεν μπορώ να εμποδίσω την πρόοδον του (βουλγαρικού έθνους)... Και αφού οι δύο λαοί είμεθα με την Γερμανίαν, το δυσκολώτερον των ζητημάτων μας, το της Καβάλας, θα το λύσωμεν ικανοποιητικώς διά τας δύο χώρας, διότι το ζήτημα τούτο είναι διά σας μάλλον πολιτικόν και οικονομικόν, παρά εθνικόν».10
Λίγο αργότερα, με τις «ευλογίες» του Βενιζέλου, οι στρατιωτικές δυνάμεις της «Αντάντ» αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη, κατέλαβαν τη Μυτιλήνη, το Καστελόριζο και την Κέρκυρα, αντικατέστησαν τις ελληνικές αρχές σε μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας, ενώ προχώρησαν και στο ναυτικό αποκλεισμό της νότιας Ελλάδας, με αποτέλεσμα το θάνατο εκατοντάδων από πείνα. Ακολούθησε η κατάληψη των Κυκλάδων, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, καθώς και ο βομβαρδισμός της Αθήνας και του Πειραιά. Οι βασιλικοί, από τη μεριά τους, θέλοντας να επιβάλουν την πολιτική της «ουδετερότητας» της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, παρέδωσαν αμαχητί στις γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις το στρατηγικής σημασίας οχυρό του Ρούπελ, το Δ' Σώμα Στρατού, που έδρευε στην Καβάλα (οι άνδρες του οποίου στάλθηκαν στη Γερμανία και εκατοντάδες πέθαναν από τις αρρώστιες και τις κακουχίες), και κατά συνέπεια ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία.
Ολα τα παραπάνω σπάνια αναδεικνύονται και ακόμα πιο σπάνια αποτελούν αντικείμενο συζήτησης. Οι αναθεωρητές και πλαστογράφοι της Ιστορίας παραγνωρίζουν συνειδητά διαχρονικά στοιχεία της πολιτικής της αστικής τάξης. Πόλεμοι, σφαγές, βίαιες και αναγκαστικές εκτοπίσεις ολόκληρων πληθυσμών από τις εστίες τους (όπως η ανταλλαγή των πληθυσμών)... Ετσι λύνουν οι άρχουσες τάξεις το «εθνικό ζήτημα» την εποχή του ιμπεριαλισμού, όπου οι εθνικές μειονότητες δεν αποτελούν παρά ένα ακόμα διαπραγματευτικό «χαρτί» στο μοίρασμα και ξαναμοίρασμα του κόσμου.
Παραπομπές:
1. «Εμπρός», 3/3/1915.
2. Κόκκινος Δ. Α., «Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», τ. 3, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1971, σελ. 1134.
3. Βεντήρης Γ., «Η Ελλάς του 1910 - 1920», εκδ. «Ικαρος», Αθήνα, 1931, σελ. 270.
4. Εγγραφα του Foreign Office, 23 και 26 Ιανουαρίου 1915, Φάκελος 173/11, Αρχείο Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
5. Α' Υπόμνημα του Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο, 11 Ιανουαρίου 1915.
6. Απάντηση Βενιζέλου σε τηλεγράφημα του Ιωνέσκου (τέλη 1912), Φάκελος 173/265, Αρχείο Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
7. «Εμπρός», 22/3/1915.
8. Βεντήρης Γ, ό.π., σελ. 269 - 273.
9. Τηλεγράφημα Δ. Σισιλιανού προς το υπουργείο των Εξωτερικών, 8/8/1915, Φάκελος 173/10, Αρχείο Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
10. Βουρνάς Τ., «Ιστορία της Νεότερης και Σύγχρονης Ελλάδας», τ.Β., εκδ. «Πατάκης», Αθήνα, 2001, σελ. 167.
Γ. A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου